Βιβλιοαναγνώσεις #45 Καρλ Μαρξ “Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (Grundrisse)”
Μετά την ήττα της επανάστασης 1838/49 ο Ένγκελς και ο Μαρξ είδαν σαν πρώτο καθήκον τη θεωρητική δουλειά για να αφομοιωθεί η πείρα της επανάστασης και να αναλυθούν οι οικονομικες σχέσεις «που αποτελούν τη βάση ολόκληρης της πολιτικής κίνησης», ειδικότερα ο μηχανισμός της οικονομικής κρίσης, που τη θεωρούσαν αναγκαία προϋπόθεση μιας νέας επαναστατικής περιόδου.
Οι Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (Grundrisse) αποτελούν χειρόγραφα που συντάχθηκαν απ’ τον Καρλ Μαρξ μεταξύ των ετών 1857-58, εκδόθηκαν όμως για πρώτη φορά το 1939 και δεν είχαν γίνει ευρέως γνωστά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Θεωρούνται σήμερα ένα από τα σημαντικότερα έργα του Μαρξ και μπορούν να παρέχουν το σημείο εκκίνησης για μία αναζωογονημένη κριτική ανάλυση βασισμένη σε μία θεμελιακή επανεξέταση της καπιταλιστικής φύσης.
Η έκδοση (εκδ.Στοχαστής, μετάφραση από Διονύση Διβάρη) πραγματοποιείται σε τρεις τόμους. Ο πρώτος περιέχει εκτός από τον «Πρόλογο του Μεταφραστή» και τον «Πρόλογο του Ινστιτούτου Μαρξ – Ένγκελς – Λένιν» στην πρώτη έκδοση, την «Εισαγωγή» και το «Κεφάλαιο του Χρήματος». Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει το «Κεφάλαιο του Κεφαλαίου». Στον τρίτο ανήκουν τα υπόλοιπα υλικά καθώς και το «Παράρτημα».
Αποσπάσματα από τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση
Στην αγγλική κρίση του 1847 η περιοριστική τραπεζική νομοθεσία (του Πηλ, 1844) που βασιζόταν στη «νομισματική αρχή» — δηλαδή στην ποσοτική θεωρία του χρήματος — αποδείχτηκε παράγοντας επιδείνωσης της κρίσης. Γιατί — σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία, που δεν διαφοροποιούσε την πιστωτική λειτουργία των τραπεζογραμματίων από τη λειτουργία τους σαν μέσου κυκλοφορίας — η νομοθεσία αυτή επέβαλε τον περιορισμό της κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων ώστε να προσαρμοστεί στο μειωμένο, σαν συνέπεια της κρίσης, μεταλλικό απόθεμα της Τράπεζας της Αγγλίας ακριβώς τη στιγμή που κορυφωνόταν, στην οικονομική κρίση, η ζήτηση τραπεζικής πίστης — και άρα τραπεζογραμματίων σαν πιστωτικού χρήματος.
Σ’ αυτή τη λαθεμένη νομισματική και πιστωτική πολιτική αποδίδει την κρίση του 1847 η αντίπαλη «τραπεζική σχολή» (παραβλέποντας τα προβλήματα αξιοποίησης του κεφαλαίου)· ενώ διάφορα μικροαστικά-σοσιαλιστικά ρεύματα (ιδιαίτερα στη Γαλλία: Προυντόν) καλλιεργούσαν την ιδέα ότι με πιστωτικές μεταρυθμίσεις μπορούν να ξεπεραστούν όχι μόνο οι κρίσεις αλλά και οι ίδιες οι ταξικές αντιθέσεις του καπιταλισμού. Κάτω από το βοναπαρτιστικό καθεστώς ανθούν οι κρατικο-«σοσιαλιστικές» επιχειρήσεις (ιδιαίτερα: Crédit mobilier, Crédit foncier) που κερδοσκοπούν με τις αποταμιεύσεις των εργατών και μικροαστών, διακηρύσσουν την υπέρβαση των ταξικών αντιθέσεων με μέσο το χαρτονόμισμα και το πιστωτικό χρήμα — και χρηματοδοτούν την κυβέρνηση. Σ’ αυτή τη βάση συντελείται η συγχώνευση των προυντονιστικών (σαινσιμονιστικών) ιδεών και του «αυτοκρατορικού σοσιαλισμού» του Βοναπάρτη.
Ξεκινώντας μ’ αυτή την προβληματική, στην περίοδο 1850-1853 ο Μαρξ ξανακοιτάζει τα τετράδια περικοπών της περιόδου 1843-1847 και γράφει μια νέα σειρά τετραδίων, τα περισσότερα αριθμημένα I-XXIV
Κύριο θέμα των τετραδίων I-VII (1850-1851) είναι: κρίσεις, χρήμα, πίστη — ειδικότερα, η αντιπαράθεση ανάμεσα στη νομισματική και την τραπεζική σχολή (I-V), η Ρικαρντιανή (ποσοτική) θεωρία του χρήματος (IV), ενώ στο τετράδιο VII (1851) ανήκει το κείμενο «Σκέψεις» [«Reflection»] που για πρώτη φορά συγκεντρώνει τις παρατηρήσεις του Μαρξ για τα προβλήματα της χρηματικής κυκλοφορίας και της κρίσης. Με βάση τα τετράδια της περιόδου 1843-1847 και I-VII (1850-1851) συντάσσεται το θεματικό τετράδιο περικοπών (που υποδηλώνει δεύτερο στάδιο επεξεργασίας) «Χρυσός. Το ολοκληρωμένο χρηματικό σύστημα» [«Bullion. D. vollendete Geldsystem»] (1851).
Από το τετράδιο VIII (Απρίλης-Μάης 1851), που περιέχει εκτενή σχολιασμένα αποσπάσματα από τις Αρχές πολιτικής οικονομίας του Ρικάρντο, η μελέτη μετατοπίζεται σε άλλα θέματα, με κέντρο τα προβλήματα του κεφαλαίου. Αν το 1851 ο Μαρξ ελπίζει ακόμα να τελειώσει γρήγορα την «Οικονομία» του, στην περίοδο 1852-1856 οι εξαιρετικά δύσκολες αντικειμενικές συνθήκες οδηγούν σε αλλεπάλληλες διακοπές. Αυτή την περίοδο γράφονται οι «Παραπομπές» [«References»] (1854) στα τετράδια περικοπών VII-XXIV (δηλαδή αυτά που δεν συνοψίστηκαν στο ((Bullion…»), όπως και τα θεματικά τετράδια «Περικοπές. Χρήμα, πίστη, κρίσεις» [«Citate. Geldwesen, Creditwesen, Crisen»] (1854/1855) και «Σημειώσεις» [«Notes»] (για τη γαιοπρόσοδο).
Στις 13.2.1855 γράφει στον Ένγκελς: «ξαναδιαβάζω τα τετράδιά μου, […] για να ελέγξω το υλικό και να το κρατώ έτοιμο για επεξεργασία».
Η επεξεργασία αυτή αρχίζει — μετά από δυο κείμενα που δεν ολοκληρώνονται, την κριτική στις αντιλήψεις των Μπαστιά και Κάρεϋ (Ιούλης 1857) και την «Εισαγωγή» (Αύγουστος 1857) — τον Οκτώβρη 1857, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, που όλη αυτή την περίοδο ο Ένγκελς και ο Μαρξ διατηρούσαν στο κέντρο της προσοχής τους. Έτσι, το οικονομικό χειρόγραφο του 1857/1858 αρχίζει με την κριτική των προτάσεων του προυντονιστή Νταριμόν για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης με μια μεταρρύθμιση των τραπεζών.
Μέχρι την άνοιξη (Μάρτης/Μάης 1858) ο Μαρξ γράφει, με αδιάκοπη και εντατική δουλειά παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, επτά τετράδια (I-VII) που αποτελούν την πρώτη γραφή της συνολικής θεωρητικής δουλειάς που θα εκφραστεί στη Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας (1859) και τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου (1867—).
«Δουλεύω σαν τρελός ολόκληρες τις νύχτες» — γράφει στον Ένγκελς 8.12.1857 — «για να συνοψίσω τις οικονομικές μου μελέτες, ώστε να έχω ξεκαθαρίσει τουλάχιστο τις βασικές γραμμές [die Grundrisse] πριν τον κατακλυσμό.»
Στην επεξεργασία του χειρογράφου για έκδοση (σε τεύχη, όπως έχει συμφωνήσει τον Μάρτη 1858 με τον εκδότη Φ. Ντούνκερ) ο Μαρξ αναδιαρθρώνει την αφετηρία σαν «I) ΑΞΙΑ», ξαναδουλεύει το πρώτο μέρος (γράφοντας έτσι το «Αρχικό κείμενο» [Urtext] της «Συμβολής στην κριτική της πολιτικής οικονομίας»), αποφασίζει ωστόσο να περιορίσει το υλικό του πρώτου τεύχους στα δυο πρώτα κεφάλαια (1. Εμπόρευμα 2. Χρήμα) και να αφήσει για τη δεύτερη παράδοση το 3ο κεφάλαιο, «Το Κεφάλαιο γενικά».
Πρόλογος του μεταφραστή Μέχρι την άνοιξη (Μάρτης/Μάης 1858) ο Μαρξ γράφει, με αδιάκοπη και εντατική δουλειά παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, επτά τετράδια (I-VII) που αποτελούν την πρώτη γραφή της συνολικής θεωρητικής δουλειάς που θα εκφραστεί στη Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας (1859) και τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου (1867—). «Δουλεύω σαν τρελός ολόκληρες τις νύχτες» — γράφει στον Ένγκελς 8.12.1857 — «για να συνοψίσω τις οικονομικές μου μελέτες, ώστε να έχω ξεκαθαρίσει τουλάχιστο τις βασικές γραμμές [die Grundrisse] πριν τον κατακλυσμό.» Στην επεξεργασία του χειρογράφου για έκδοση (σε τεύχη, όπως έχει συμφωνήσει τον Μάρτη 1858 με τον εκδότη Φ. Ντούνκερ) ο Μαρξ αναδιαρθρώνει την αφετηρία σαν «I) ΑΞΙΑ», ξαναδουλεύει το πρώτο μέρος (γράφοντας έτσι το «Αρχικό κείμενο» [Urtext] της «Συμβολής στην κριτική της πολιτικής οικονομίας»), αποφασίζει ωστόσο να περιορίσει το υλικό του πρώτου τεύχους στα δυο πρώτα κεφάλαια (1. Εμπόρευμα 2. Χρήμα) και να αφήσει για τη δεύτερη παράδοση το 3ο κεφάλαιο, «Το Κεφάλαιο γενικά». Μετά την επεξεργασία του πρώτου τεύχους — που εκδόθηκε τον Ιούνη 1859 με τίτλο «Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας» — ο Μαρξ συμπληρώνει το υλικό για το κεφάλαιο (στη συνέχεια του τελευταίου τετραδίου των Grundrisse (VII, 63), σημειώνοντας: «Άρχισα 28.2.1859») και σχηματίζει σταδιακά — από το υλικό των τετραδίων VII-XXIV της περιόδου 1851-1853, εκείνων της περιόδου 1843-1847, και τέλος από το νέο αυτό υλικό του VII (1859) — το νέο θεματικό τετράδιο που ονομάζει «Τετράδιο περικοπών» [Citatenheft], και στη συνέχεια ένα «Ευρετήριο» γι αυτό το τετράδιο [Verzeichnis zu dem Citatenheft].
Οι συνθήκες ζωής και υγείας του Μαρξ, οι δυσκολίες με τον εκδότη, η συγγραφή της πολεμικής «Ο κ. Φογκτ» (1860) και η πιεστική ανάγκη βιοπορισμού προκαλούν νέες καθυστερήσεις* μόνο το καλοκαίρι του 1861 ο Μαρξ κατορθώνει να συνεχίσει τη συστηματική θεωρητική δουλειά.
Για να ελέγξει το υλικό των χειρογράφων του 1857/1858 που αφορά το κεφάλαιο, γράφει τις «Παραπομπές στα τετράδιά μου» [Referate zu meinen eigenen Heften] και με βάση ένα νέο «Προσχέδιο» [Planentwurf] αρχίζει, τον Αύγουστο του 1861, το χειρόγραφο «Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τρίτο κεφάλαιο: Το Κεφάλαιο γενικά» (1861-1863)— το επόμενο στάδιο στην επεξεργασία του Κεφαλαίου.
Η ανάλυση των χειρογράφων του 1857/58 αναγκαστικά διαρθρώνεται γύρω από τα θέματα που θεμελιώνουν την ιδιαιτερότητα των χειρογράφων μέσα στη συνολική θεωρητική πορεία του Μαρξ: (1) τη μέθοδο και διάρθρωση του συνολικού έργου, (2) τη θεωρία της αξίας και υπεραξίας, (3) την κρίση του κεφαλαίου και το πέρασμα στον κομμουνισμό.
Ήδη στην Εισαγωγή του 1857 καθορίζεται το θεωρητικό αντικείμενο: «πρώτα-πρώτα η υλική παραγωγή», η «κοινωνικά καθορισμένη παραγωγή των ατόμων». ‘Οχι λοιπόν οι θεωρησιακές αφαιρέσεις — η διαδοχή «στην Ιδέα» (Χέγκελ, Προυντόν), ο «άνθρωπος» (Φόυερμπαχ), η «παραγωγή γενικά» και τα «ανεξάρτητα άτομα» της αστικής πολιτικής οικονομίας — αλλά τα «άτομα που παράγουν μέσα σε κοινωνία», ειδικότερα η αστική παραγωγή σαν καθορισμένη ιστορική περίοδος.
Εντοπίζοντας σαν θεωρητικό αντικείμενο «πρώτα-πρώτα» την «υλική παραγωγή», ο Μαρξ την εννοεί όχι ξεκομένη αλλά σε όλες τις διασυνδέσεις της μέσα στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού· και την προσδιορίζει σαν εσωτερικά διαρθρωμένη ολότητα, με κυρίαρχη σχέση.
Για την κατανόηση αυτού του θεωρητικού αντικειμένου — της αστικής παραγωγής σαν διαρθρωμένης ολότητας — ο Μαρξ καθορίζει τη μέθοδο σαν άνοδο από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο:
Αν αρχίζαμε — γράφει — από το «συγκεκριμένο», όπως είναι στην οικονομία ο πληθυσμός, θα οδηγούμασταν «αναλυτικά σε ολοένα πιο απλές έννοιες»· για να ακολουθήσει η αντίστροφη (συνθετική) πορεία πάλι στον πληθυσμό, τώρα όμως «σαν πλούσια ολότητα πολλών προσδιορισμών και σχέσεων».
Ο Μαρξ αποδίδει την πρώτη (αναλυτική) πορεία στην ιστορική περίοδο της γένεσης της πολιτικής οικονομίας· ενώ
«από τη στιγμή που αυτά τα ξεχωριστά συνθετικά στοιχεία [Momente] λίγο-πολύ εντοπίστηκαν και απομονώθηκαν με την αφαίρεση, άρχισαν τα οικονομικά συστήματα, που από το απλό — όπως εργασία, καταμερισμός της εργασίας, ανάγκη, ανταλλακτική αξία — υψώνονταν ώς το κράτος, τη διεθνή ανταλλαγή, και την παγκόσμια αγορά. Αυτή η δεύτερη είναι ολοφάνερα η επιστημονικά σωστή μέθοδος.»
Και αιτιολογεί: «Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο επειδή είναι η συνόψιση πολλών προσδιορισμών, άρα ενότητα του πολλαπλού. Γιαυτό στη σκέψη εμφανίζεται σαν διαδικασία συνόψισης, σαν αποτέλεσμα, όχι σαν αφετηρία· παρόλο που αποτελεί την πραγματική αφετηρία, άρα και την αφετηρία για την αντίληψη και την παράσταση.»
Αν λοιπόν στην Εισαγωγή ξεκαθαρίζεται ότι η άνοδος από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποτελεί θεωρητική αναπαραγωγή της συγκεκριμένης ολότητας και όχι εξιστόρηση — χρονολογική ή εννοιολογικά διορθωμένη — της εξέλιξης των οικονομικών σχέσεων αν επιβεβαιώνεται η ρήξη με κάθε ιδεαλιστική ταύτιση Λογικού και Πραγματικού (Χέγκελ) και διακρίνεται υλιστικά — χωρίς να αποσυνδέεται — η θεωρητική από την πραγματική (ιστορική) κίνηση· αν οι θεωρητικές αφαιρέσεις καθορίζονται σαν γενικεύσεις που εκφράζουν πρακτικές σχέσεις, και άρα σαν ιστορικά-καθορισμένες αφαιρέσεις τόσο ως προς τις επιστημολογικές τους προϋποθέσεις όσο και ως προς την πρακτική τους ισχύ’ ωστόσο εδώ ο Μαρξ απορρίπτει την πρώτη, αναλυτική πορεία ακριβώς γιατί την θεωρεί δοσμένη, συντελεσμένη ήδη στην ιστορική κίνηση της ίδιας της οικονομικής επιστήμης: Στην πρώτη πορεία, γράφει, εξανεμίστηκε [wurde verflüchtigt] η πλήρης παράσταση σε αφηρημένο προσδιορισμό- ενώ στη δεύτερη, οι αφηρημένοι προσδιορισμοί οδηγούν στην αναπαραγωγή του συγκεκριμένου στην πορεία της σκέψης. Στην Εισαγωγή, όπου η ουσιαστική ανατροπή των κατηγοριών της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας δεν έχει ακόμα συντελεστεί (και η κριτική περιορίζεται στον ανιστορικό-απολογητικό τους χαρακτήρα), ο Μαρξ δεν θέτει λοιπόν το πρόβλημα της επιστημονικής επάρκειας αυτών των «αφαιρέσεων», ώστε στην κίνησή τους να ανασυγκροτήσουν πραγματικά «το συγκεκριμένο».
[….]
Το χειρόγραφο των Grundrisse αρχίζει με την κριτική στο βιβλίο του προυντονιστή Α. Νταριμόν «Για τη μεταρύθμιση των τραπεζών». Αν η αιχμή της κριτικής του Μαρξ στον προυντονισμό (ήδη από το 1847, Αθλιότητα της Φιλοσοφίας) είναι ότι: «θέλει να διατηρήσει την ιδιωτική παραγωγή αλλά να οργανώσει την ανταλλαγή των ιδιωτικών προϊόντων, θέλει το εμπόρευμα αλλά δεν θέλει το χρήμα»
όπως θα γράψει στον Βαϊντεμάγερ 1.2.1859), εδώ που ο Μαρξ συνδέει τη θεωρητική ανάπτυξη άμεσα με την ανάλυση της οικονομικής κρίσης και την προοπτική της επανάστασης αφετηρία είναι οι προυντονικές συνταγές για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης: τραπεζική μεταρρύθμιση και εργασιακό χρήμα. Γιατί «μΐταρυθμιση των τραπεζών»; Απλά, γιατί οι τράπεζες στην οικονομική κρίση εκφράζουν τη στιγμή της αλήθειας, την απαίτηση για πληρωμή σε χρήμα ο’ταν ακριβώς το κεφάλαιο δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, όταν τα εμπορεύματα δεν μπορούν να μετατραπούν σε χρήμα. Να αρθεί λοιπόν η στενότητα χρήματος, οι τράπεζες να ρίξουν τραπεζογραμμάτια στην αγορά, να σταματήσουν λοιπόν να ρυθμίζουν τους όρους και το επιτόκιο προεξόφλησης ανάλογα με τη ζήτηση (επιδεινώνοντας άρα τους όρους προεξόφλησης και αυξάνοντας τα επιτόκια στην κρίση, ακριβώς όταν οι επιχειρήσεις έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη για ρευστότητα), να αποδεσμευτούν κατά συνέπεια από την «πρωτοκαθεδρία των πολύτιμων μετάλλων» και το χρήμα χρυσού (αργύρου) να αντικατασταθεί από εργασιακό χρήμα — αυτό είναι το πρόγραμμα του Νταριμόν.
[….]
Ο μικροαστικός λοιπόν σοσιαλισμός, σαν ρεύμα που κινείται μέσα στον αστικό ιδεολογικό ορίζοντα της ελευθερίας, ισότητας και ισοδύναμης ανταλλαγής,32 που αντί να βασίζεται στις πραγματικές αντιθέσεις της αστικής κοινωνίας προσπαθεί να προσαρμόσει την ίδια στην ιδεολογική αντανάκλαση που παράγει η επιφάνεια της (οι χρηματικές σχέσεις), καταλήγει λοιπόν όχι μόνο να συναντιέται με την αγοραία (απολογητική) πολιτική οικονομία, τους «αρμονιστές» Μπαστιά και Κάρεϋ,33 αλλά και — μέσα από τα σχέδια για διοικητική «ρύθμιση» της (ιδιωτικής) παραγωγής — στην υποστήριξη του γραφειοκρατικού κράτους (σαν «Πάπα της παραγωγής»).
Σ’ αυτή την θεωρητικά ουτοπική και πρακτικά αντιδραστική αντίληψη ο Μαρξ αντιπαραθέτει την «ελεύθερη ανταλλαγή των ατόμων, συνεταιρισμένων στη βάση της κοινής ιδιοποίησης [Aneignung] και ελέγχου [Kontrolle] των μέσων παραγωγής» — πράγμα δυνατό μόνο με την πλήρη ανάπτυξη των αστικών (χρηματικών) σχέσεων:
Πρώτα-πρώτα, σαν διάλυση των παραδοσιακών σχέσεων προσωπικής εξάρτησης στην παραγωγή, και δημιουργία ολόπλευρης (εμπράγματης) αλληλεξάρτησης των παραγωγών όπου η ανταλλακτική αξία, το χρήμα, εκφράζει τον κοινωνικό δεσμό, υλοποιεί την κοινωνική δύναμη (πρώτη μορφή της αποξένωσης).
Κι αντίστροφα, γράφει στο «κεφάλαιο του Χρήματος», όσο μικρότερη είναι η δύναμη του χρήματος τόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη των σχέσεων προσωπικής εξάρτησης:
«Κάθε άτομο κατέχει την κοινωνική εξουσία [Macht] με τη μορφή ενός πράγματος. Αφαιρέστε από το πράγμα [δηλαδή το χρήμα] αυτή την κοινωνική εξουσία και θα υποχρεωθείτε να τη δώσετε σε πρόσωπα για να άρχουν πάνω σε πρόσωπα.»
— καθώς το χρήμα, σαν σκοπός της εργασίας (που είναι άρα μισθωτή εργασία) γίνεται μοχλός για την απεριόριστη ανάπτυξη της εργατικότητας και του πλούτου — και δημιουργεί «γενικό κοινωνικό μεταβολισμό, καθολικές σχέσεις, ολόπλευρες ανάγκες, καθολικές ικανότητες»·
— ειδικότερα, καθώς το κεφάλαιο αποσπά υπερεργασία, η εργασία πάνω από το αναγκαίο όριο συντήρησης φτάνει να γίνει γενική ανάγκη” όταν «με την αυστηρή πειθαρχία του κεφαλαίου» η γενική εργατικότητα αναπτυχθεί «σαν καθολικό απόκτημα του νέου ανθρώπινου γένους»· όταν με την άνοδο στην παραγωγικότητα της εργασίας μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος και η κοινωνική αναπαραγωγή τοποθετηθεί σε ολοένα πιο επιστημονική βάση, άρα «πάψει η εργασία όπου ο άνθρωπος κάνει αυτό που μπορεί αντί γι αυτόν να βάλει να το κάνουν πράγματα» (αυτοματισμός, επιστήμη στην παραγωγή).
Το κεφάλαιο, αναλύει ο Μαρξ, προωθεί αυτή την άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων για να αποσπάσει σχετική υπεραξία, και να αντισταθμίσει την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους. Αναπτύσσει τη σφαίρα της κυκλοφορίας και των αναγκών στην αδιάκοπη προσπάθεια να ξεπεράσει τους εγγενείς φραγμούς στην αναπαραγωγή του- και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια συλλογική διεύθυνση της παραγωγής (συγκέντρωση, μονοπώλια, μετοχικές εταιρίες, πιστωτικό σύστημα, διεθνείς διασυνδέσεις κλπ.).
[….]
Leave a Reply