Άντον Πάννεκουκ Θρησκεία (1946)
Εισαγωγή του μεταφραστή
Άντον Πάννεκουκ (1873-1960)
[γνωστός και με τα ψευδώνυμα Καρλ Χόρνερ (Karl Horner), Τζον Χάρπερ (John Harper – J.H.) και Π. Άαρτζ (P. Aartz)]
« Η ισχύς της εργατικής τάξης συντίθεται από τρεις βασικούς παράγοντες: 1) την αριθμητική της υπεροχή και τη σπουδαιότητά της στην οικονομία, 2) την ταξική συνείδηση και τη γνώση, 3) την οργάνωση και τη συνειδητή πειθαρχία. Η αύξηση της ισχύος της εργατικής τάξης συνδέεται με τη ενίσχυση αυτών των παραγόντων. Ο πρώτος παράγοντας ενισχύεται ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από τη θέληση ή τη δράση μας, ως αποτέλεσμα της ίδιας της οικονομικής μεγέθυνσης του καπιταλισμού.
Αντίθετα, η ενίσχυση των δύο άλλων παραγόντων εξαρτάται από τη δική μας δράση… Ο σκοπός των προπαγανδιστικών δράσεων, ο σκοπός των αγώνων μας, είναι να προάγουμε σε ολοένα υψηλότερο επίπεδο τη γνώση και την ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης, και να συμβάλουμε στην ενδυνάμωση της οργανωτικής της συγκρότησης. Στο βαθμό που αυτό εξαρτάται από τη δική μας θέληση και δράση, ιδού ποιος είναι ο τρόπος για την αύξηση της ισχύος της εργατικής τάξης…»
Από τη μπροσούρα «Διαφορετικές τακτικές μέσα στο εργατικό κίνημα» (1909)
***
«…η εργατική τάξη μπορεί να βρει την ταυτότητά της και να υπερισχύσει, μόνον εάν πάρει την τύχη της στα δικά της χέρια. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υιοθετούν τα συνθήματα καμιάς ομάδας, όποια κι αν είναι αυτή, ούτε καν τα συνθήματα των δικών μας ομάδων· πρέπει να σκέφτονται, να αποφασίζουν και να δρουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους.»
Από το κείμενο «Κόμμα και Τάξη» 1936
***
«Αυτό που κάνει ο θεωρητικός είναι να μεταφέρει στην τωρινή γενιά την εμπειρία και τη γνώση των προηγούμενων γενεών εργαζομένων και στοχαστών καθώς και τα αποτελέσματα των προηγούμενων αγώνων σε μια συμπυκνωμένη μορφή…
…Είναι απαραίτητο αλλά και σύμφωνο με τη θεωρία, να λέμε στους εργαζόμενους ότι το μέλλον τους εξαρτάται από τις αρετές τους, και ότι αυτές οι αρετές αναπτύσσονται βαθμιαία μέσα από τους δικούς τους αγώνες.»
Από επιστολή που στάλθηκε στις 12 Φεβρ. 1936 στον Πάουλ Μάττικ
***
«Νομίζω ότι η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών έχει επαρκώς αποδείξει ότι η δημιουργία ενός σωστού «μαρξιστικού», ενός γνήσιου επαναστατικού κόμματος, προορισμένου να μπει επικεφαλής των μαζών στις επερχόμενες επαναστατικές εποχές, είναι μια αυταπάτη. Οι μάζες θα ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο το μόνο που πρέπει να γίνει είναι να διαδοθεί σε αυτές όσο το δυνατόν περισσότερη γνώση και διαύγεια σε ό,τι αφορά στον σκοπό τους.»
Από επιστολή στον Πάουλ Μάττικ (της 18ης Μαΐου 1946)
***
«…Η αυτοαπελευθέρωση των εργαζομένων μαζών απαιτεί την ταυτόχρονη εκπλήρωση των παρακάτω προϋποθέσεων: σκέψη από εσένα τον ίδιο, γνώση που αποκτήθηκε από εσένα τον ίδιο, εκμάθηση από εσένα τον ίδιο της μεθόδου με την οποία θα διακρίνεις τι είναι σωστό, αληθινό και καλό. Το να βάζουμε το μυαλό μας να δουλέψει είναι πιο δύσκολο από το να βάζουμε να δουλεύουν οι μύες. Πρέπει, όμως, να το καταφέρουμε, γιατί το μυαλό προστάζει τους μυς: και όσο δεν το κάνουμε εμείς, πάντα θα βρίσκονται άλλα μυαλά που θα προστάζουν τους δικούς μας μυς…»
Από τη μπροσούρα «Σκέψη και δράση», κείμενο από την ολλανδική έκδοση του «Εργατικά Συμβούλια» 1946, Εκδόσεις των Συναδέλφων
***
«Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εσείς κι εγώ δεν μπορούμε να φτιάξουμε το πρόγραμμα για την εργατική τάξη· εσείς κι εγώ δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε έναν τρόπο δράσης ως τον μόνο καλό και λογικό τρόπο που το μόνο που πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι είναι να τον ακολουθήσουν. Αυτοί θα βρουν και θα ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο υπό την πίεση πρακτικών αναγκών και συνθηκών· και αυτές οι δράσεις τους θα καθορίζονται από τη γνώση που θα έχουν ή δεν θα έχουν, από τις παραδόσεις τους και από αυτά που πιστεύουν, από το θάρρος τους, και κάτι λίγο από τις ιδέες που έχουν εκφραστεί από εμάς».
Από επιστολή στις 12 Σεπτ. 1948, προς τους Σπέερ και Γκάρετ
***
«…Μάλλον αμφιβάλλω ότι μπορώ να είμαι χρήσιμος ως πνευματικός οδηγός στη νέα γενιά. Ο κόσμος εξελίσσεται τόσο γρήγορα που αυτοί θα αποκτούν από ένα ολότελα διαφορετικό περιβάλλον, από ολότελα διαφορετικές εμπειρίες, θεωρίες που θα είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που εμείς αποκτήσαμε από μια περασμένη εποχή. Όπως ακριβώς αποκτήσαμε εμείς τις θεωρητικές μας απόψεις μέσα από πολλές και δύσκολες συγκρούσεις, θα πρέπει να κάνουν και αυτοί το ίδιο, και το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να τους βοηθήσουμε να διακρίνουν σε κάθε τι τις ποικιλόμορφες και πολύπλευρες δυνατότητες, ώστε να μπορέσουν να διαμορφώσουν αυτοί οι ίδιοι τις δικές τους απόψεις. Το να τους διδάξουμε να χρησιμοποιούν τα δικά τους μυαλά είναι η καλύτερη θεωρία που μπορεί και πρέπει να μεταβιβαστεί. Αυτή είναι, επίσης, μια θεωρία που κάλλιστα μπορεί να εφαρμοστεί και στο τωρινό εργατικό κίνημα.»
Από επιστολή του Ά. Πάννεκουκ στον Μπεν Άαρον Σίτζες, στις 21 Ιανουαρίου του 1953 (B. A. Sijes archives)
***
« Το αληθινό όφελος, η αληθινή πρόοδος, αυτή που έχει πραγματικό και μόνιμο χαρακτήρα, προκύπτει όταν ολόκληρη η εργατική τάξη, όταν οι εργατικές μάζες αλλάζουν βαθιά, ερχόμενες σε ρήξη με τη δουλοπρέπειά τους, ενδυναμώνοντας την ανεξαρτησία και την αυτοπεποίθησή τους, και αυτό γίνεται μόνον με την ίδια τη δική τους δραστηριότητα, όταν αναλαμβάνουν αυτοί οι ίδιοι την πρωτοβουλία και όχι όταν αφήνονται να οδηγούνται από κάποιους άλλους…».
Από επιστολή που στάλθηκε το 1954 στον Κορνήλιο Καστοριάδη και το Socialisme ou Barbarie
***
Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1873, στο Βάασσεν, μια μικρή κωμόπολη της αγροτικής επαρχίας Χέλντρε της Ολλανδίας. Πέθανε, στις 28 Απριλίου του 1960, στο Βαγκενίγκε, ένα χωριό κοντά στην Ουτρέχτη, σε ηλικία ογδόντα επτά ετών.
Σπούδασε μαθηματικά, φυσική και αστρονομία στο πανεπιστήμιο του Λέυντεν. Στην Ολλανδία, ο Ά. Πάννεκουκ αναγνωρίζεται ως ο ιδρυτής της αστροφυσικής, ως διακριτού επιστημονικού τομέα. Το πλούσιο επιστημονικό του έργο έχει αναγνωριστεί διεθνώς· ακόμη και σήμερα, το βιβλίο του, A History of Astronomy, θεωρείται κλασικό έργο αναφοράς. Το όνομά του έχει δοθεί, τιμής ένεκεν, σε έναν από τους κρατήρες της Σελήνης καθώς και σε έναν αστεροειδή, τον 2378 Pannekoek. Τέλος, το Αστρονομικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, όπου δίδασκε από το 1925 έως το 1943 που συνταξιοδοτήθηκε, φέρει το όνομά του.
Ως θεωρητικός του μαρξισμού, ήταν ήδη ευρύτατα γνωστός στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με το όνομά του και με το ψευδώνυμο Καρλ Χόρνερ.
ΔραστηριοποιήθηκεστηνΟλλανδίακαιτηΓερμανία – καθώς, μέχρι την ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς, η γερμανική και η ολλανδική αριστερά είχαν πολύ στενές σχέσεις. Προσκεκλημένος από το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, έζησε με την οικογένειά του στη Γερμανία από το 1906 έως το 1914, δίνοντας διαλέξεις για τον μαρξισμό στις κομματικές σχολές του SPD σε διάφορες πόλεις και ιδιαίτερα στο Βερολίνο και τη Βρέμη. Ήταν ανάμεσα στους ηγέτες της αριστερής πτέρυγας που εναντιώθηκαν σφοδρά στην ανάμειξη του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με την ψήφιση των πολεμικών δαπανών.
Ανήκε στην ομάδα των Δυτικοευρωπαίων μαρξιστών, που, ήδη από το 1920, διαχώρισαν τη θέση τους από την Τρίτη Διεθνή, εκφράζοντας τους έντονους ενδοιασμούς τους για τον τρόπο που οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός στη Ρωσία. Στις εκδόσεις το Ένζυμο και στην ιστοσελίδα coghnorti.wordpress.com, μπορεί κανείς να βρει το κείμενό του «Παγκόσμια επανάσταση και κομμουνιστική τακτική», το οποίο απέστειλε – με το ψευδώνυμο Καρλ Χόρνερ – στην Τρίτη Διεθνή στα μέσα Μαρτίου 1920. Εξαιτίας αυτής της κριτικής, το ψευδώνυμό του, Καρλ Χόρνερ (Karl Horner), αναφέρεται συχνά στο «Αριστερισμός, Παιδική Ασθένεια του Κομμουνισμού» (Απρίλιος 1920), όπου ο Λένιν τον στηλιτεύει ως αριστεριστή 1.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν μέχρι το θάνατό του, λόγω αυτής της ανυποχώρητης στάσης του, οδηγήθηκε στην αφάνεια και στη συνέχεια, σιγά σιγά, στη λήθη.
Συνέχισε αδιάλειπτα την πολιτική δραστηριότητά του, συμμετέχοντας σε διάφορες ομάδες που δραστηριοποιούνταν πέρα από τα σοσιαλδημοκρατικά και τα κομμουνιστικά κόμματα, και γράφοντας άρθρα και βιβλία για διάφορα ζητήματα του εργατικού κινήματος. Παρόλη την περιθωριοποίηση, υπήρξε πολυγραφότατος. Στο κείμενο «Γιατί απέτυχαν οι προηγούμενες επαναστάσεις (1940)», αναφέρει: «…Οι αποκλεισμένες ομάδες συνέχισαν για μερικά χρόνια να διαδίδουν τις ιδέες τους. Οι απόψεις τους, όμως, καταπνίγονταν μέσα στον πάταγο της ρωσικής προπαγάνδας. Ως εκ τούτου, δεν είχαν αξιόλογη επίδραση στα πολιτικά γεγονότα των επόμενων χρόνων. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να διατηρήσουν και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν τις αντιλήψεις τους για τις προϋποθέσεις της προλεταριακής επανάστασης, με συλλογικές θεωρητικές συζητήσεις και κάποιες εκδόσεις, και να τις κρατήσουν ζωντανές για το μέλλον.»
Το έργο του κινείται γύρω από δύο κύριους αλληλοσυνδεόμενους άξονες:
-τη θεωρία της μαζικής δράσης και τα εργατικά συμβούλια (τα σοβιέτ), ως μέσο κατάκτησης της εξουσίας και ως τρόπος διακυβέρνησης, οργάνωσης και διαχείρισης της παραγωγής, μετά την κατάκτηση της εξουσίας, και
-την αποσαφήνιση, την εμβάθυνση και την ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού. Ένας συναφής τομέας με τον οποίο ασχολήθηκε σε βάθος ήταν η σχέση του μαρξισμού με τον δαρβινισμό και, γενικότερα, η προέλευση και η εξέλιξη του ανθρώπου.
Οι βασικές ιδέες που συνεχώς επαναλαμβάνει είναι απλές και γνωστές:
-Η ταξική ενότητα των εργαζομένων, πέρα από ιδεολογικές, θρησκευτικές ή κομματικές διαφορές, πάντα στη βάση των πραγματικών καταστάσεων και προβλημάτων που αφορούν τη ζωή τους, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απελευθέρωσή τους.
-Η απελευθέρωση των εργαζομένων μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνον ως έργο των ίδιων των εργαζομένων.
-Ο βασικός πυλώνας της κοινωνίας είναι η παραγωγή. Αυτοί που αποφασίζουν τι θα παραχθεί, πώς θα παραχθεί, και πώς θα διανεμηθεί το προϊόν, δηλαδή αυτοί που διαφεντεύουν την παραγωγή, αυτοί είναι και οι κυρίαρχοι στην κοινωνία.
Είναι φανερό ότι κάθε κείμενό του έχει δουλευτεί πολύ και ότι έχει προσπαθήσει να παρουσιάσει εξαντλητικά κάθε πτυχή του θέματος που αναπτύσσει. Δεν τον ενδιαφέρει να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, αλλά να του μεταφέρει όσο μπορεί περισσότερο τις γνώσεις του, και γράφει με σαφήνεια, απλότητα και αμεσότητα, ακόμη και όταν πρόκειται για πολύπλοκες έννοιες. Αυτό, κατά ένα μέρος, μπορεί να οφείλεται στα νεανικά χρόνια που έζησε στο Βάασσεν, μικρή κωμόπολη της επαρχίας Χέλντρε, που εκείνη την εποχή ήταν η πιο καθυστερημένη και φτωχή αγροτική περιοχή της Ολλανδίας. Κατά ένα άλλο μέρος, σίγουρα οφείλεται στην επιστημονική του κατάρτιση και στη μεγάλη διδακτική του πείρα στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και στις σχολές του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, όμως, πρόκειται για μια πολιτική στάση, επειδή επιδιώκει συνειδητά να είναι η σκέψη του όσο το δυνατόν πιο προσιτή και κατανοητή από όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους.
Εξάλλου, επέπληττε αυστηρά όσους έγραφαν εξεζητημένα και δυσνόητα θεωρητικά κείμενα, επειδή θεωρούσε ότι αυτά «ξέφευγαν από τον κύριο σκοπό τους, να λειτουργούν δηλαδή για την αυτομόρφωση των εργαζομένων, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα τα εκλάμβαναν στα σίγουρα σαν ακόμη μια εκ του πονηρού απόπειρα των διανοουμένων να τους επιβληθούν και να πάρουν τα ηνία» (από επιστολή στον Paul Mattik, στις 13 Φεβρουαρίου 1938). «Στο εξής, η προπαγάνδα θα πρέπει να απευθύνεται στις μάζες όταν και μόνον όταν τα περιεχόμενά της θα έχουν διατυπωθεί με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να γίνονται αμέσως καταληπτά από τους εργαζόμενους» (από επιστολή στον Paul Mattik, στις 11 Ιουνίου του 1946).
Το αμερικανικό φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 και του Μάη του 1968 στην Ευρώπη, στις αναζητήσεις τους για νέους προσανατολισμούς, ξαναέφεραν το έργο του στην επικαιρότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτόν έδειξαν η ομάδα Socialisme ou Barbarie και η Καταστασιακή Διεθνής στη Γαλλία, η Αυτονομία στην Ιταλία, αλλά και πολλοί σύγχρονοι θεωρητικοί, όπως ο Τόνι Νέγκρι, ο Πέρι Άντερσον, ο Χάουαρντ Ζιν και ο Νόαμ Τσόμσκι (βλ. συνέντευξη του Ν. Τσόμσκι στο εισαγωγικό μέρος της αμερικάνικης έκδοσης του «Workers’ Councils», στις εκδόσεις AK Press).
Σταελληνικάέχουν δημοσιευτεί διάφορα κείμενά του στις εκδόσεις “Το ένζυμο”, στο περιοδικό “Σημειώσεις”, στα “Ενθέματα της Αυγής”, στο περιοδικό “Πανοπτικόν” και στις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Κείμενά του μπορεί επίσης κανείς να βρει στις ιστοσελίδες του engymo.wordpress.com, του coghnorti.wordpress.com, των “Ενθεμάτων της Αυγής” και του Rednotebook.gr.
Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα εξής βιβλία του (σε παρένθεση η χρονιά που πρωτοδημοσιεύτηκαν):
-«Σοσιαλδημοκρατία και κομμουνισμός» (αρχές του 1920), εκδόσεις Το Ένζυμο 2013
– «Παγκόσμια επανάσταση και κομμουνιστική τακτική» (δημοσιεύτηκε στα ολλανδικά στις 15 Μαρτίου 1920, με το ψευδώνυμο Καρλ Χόρνερ, στο περιοδικό Nieuwe Tijd, και ταυτόχρονα απεστάλη στα γερμανικά στην Πετρούπολη, ως συμβολή στο 2ο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς), εκδόσεις Το Ένζυμο 2013
-«Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού» (1934), εκδόσεις Το Ένζυμο 2013 (μετάφραση Coghnorti)
-«Ο συνδικαλισμός» (1936), από τις εκδόσεις Επαναστατική Αυτοοργάνωση 2008
-«ΟΛένινωςφιλόσοφος» (1938, με το ψευδώνυμο Τζον Χάρπερ), εκδόσειςΎψιλον 1981 (μετάφραση Ζ. Δεμαθάς και Γ. Σιούνας). Σε αυτήν την έκδοση, περιέχεται και μια εκτενής πολιτική βιογραφία του Άντον Πάννεκουκ από τον Πάουλ Μάττικ.
-«Σκέψη και δράση» (1946), εκδόσεις των Συναδέλφων 2013
-«Τα εργατικά συμβούλια» (1946), εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος 1996 (μετάφραση Θ. Μιχαήλ). Είναι το κυριότερο από τα έργα του – όπως τόνιζε και ο ίδιος, περισσότερο από όλα τα άλλα, αυτό θα ήθελε να διαβαστεί. Σε αυτό παρουσιάζονται σφαιρικά και εν εκτάσει οι απόψεις του για όλα τα ζητήματα που αφορούν την πρακτική και τη θεωρία του εργατικού κινήματος. Γράφτηκε στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και εκδόθηκε το 1946 στην Ολλανδία, με τίτλο “De arbeidersraaden”, από την Κομμουνιστική Ένωση Σπάρτακος, με ψευδώνυμο συγγραφέα P. Aartsz, και το 1948 στην Αυστραλία, στα αγγλικά, με τίτλο « Workers’ Councils ».
Νοέμβριος 2020
Γ. Παπαναγιώτου
1 (στμ.) Πολύ διαφορετική είναι η γνώμη του Λένιν για τον Πάννεκουκ στο «Κράτος και Επανάσταση» (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1917), στο κεφάλαιο όπου παρουσιάζει την πολεμική μεταξύ του Κ. Κάουτσκυ και του Α. Πάννεκουκ.
Άντον Πάννεκουκ
Θρησκεία
(1946)
1.
Η θρησκεία είναι η παλιότερη και βαθύτερα ριζωμένη ιδεολογία, η οποία εξακολουθεί να παίζει έναν ρόλο σήμερα. Υπήρξε ανέκαθεν η μορφή με την οποία οι άνθρωποι εξέφραζαν τη συναίσθηση ότι η ζωή τους κυριαρχούνταν από ανώτερες και ακατανόητες δυνάμεις. Στη θρησκεία εκφραζόταν η ιδέα ότι υπάρχει μια βαθιά συνάφεια ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, και μεταξύ των ανθρώπων και των συνανθρώπων τους. Με την εξέλιξη της εργασίας, των διαφόρων τρόπων παραγωγής, των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, της γνώσης για τη φύση, καθώς και των αλλαγών στην κοινωνία, οι θρησκευτικές ιδέες άλλαζαν.
Οι σημερινές θρησκευτικές ιδέες διαμορφώθηκαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, εδώ και τέσσερεις αιώνες, κατά τη διάρκεια της βίαιης ταξικής αντιπαράθεσης της περιόδου της Μεταρρύθμισης. Ήταν o αγώνας της ανερχόμενης αστικής τάξης και του εμπορικού κεφαλαίου ενάντια στην μεσαιωνική κυριαρχία των γαιοκτημόνων, και o αγώνας των κολλήγων αγροτών ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από τους γαιοκτήμονες, δηλαδή τους αριστοκράτες και τους εκκλησιαστικούς φορείς. Αυτή η σύγκρουση πήρε και μια θρησκευτική μορφή. Η άγνοια των νόμων της φύσης και της κοινωνίας, και το συνακόλουθο βαθύ αίσθημα υποταγής τόσο απέναντι στη φύση όσο και στην κοινωνία, σήμαιναν ότι έπρεπε να υπήρχε μια γενικευμένη πεποίθηση ότι ένα υπερφυσικό παντοδύναμο ον εξουσίαζε τον κόσμο και το πεπρωμένο της ανθρωπότητας. Το περιεχόμενο αυτής της ιδέας, ωστόσο, ποίκιλε ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον, τον πλούτο ή τη φτώχεια και τις βασικές ανάγκες του πιστού: έπαιρνε άλλη μορφή για τον αστό και τον μικροαστό, άλλη για τους πρίγκηπες και τους ιεράρχες, και άλλη για το προλεταριάτο των πόλεων.
Η οργάνωση σε αιρέσεις με διαφορετικά δόγματα και σύμβολα πίστης, τα οποία εξέφραζαν τα ταξικά συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς εκείνης της εποχής, μοιάζουν πολύ με την οργάνωση σε πολιτικά κόμματα κατά τον 19ο αιώνα. Οι αλλαγές των δογμάτων, η εγκαθίδρυση νέων εκκλησιών, ήταν μορφές έκφρασης σφοδρών κοινωνικών αντιπαραθέσεων. Για παράδειγμα, όταν το 1572 οι ολλανδικές πόλεις ξεσηκώθηκαν εναντίον της Ισπανίας και επέλεξαν ως ηγεμόνα τους τον Γουλιέλμο της Οράγγης, το έκαναν εγκαταλείποντας την ίδια στιγμή την Καθολική Εκκλησία και προσχωρώντας στην Καλβινιστική.
Εκείνην την εποχή όπως και αργότερα, οι μορφές και οι ονομασίες που παίρνανε τα διάφορα δόγματα – δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονταν η ίδια η θρησκεία – συνδέονταν βέβαια με τις μεσαιωνικές και πρωτόγονες μορφές του Χριστιανισμού. Το βασικό τους περιεχόμενο, όμως, ο ουσιαστικός τους χαρακτήρας, καθορίζονταν πλέον από τη γέννηση της αστικής κοινωνίας, της εμπορευματικής παραγωγής. Οι δυνάμεις που εξουσίαζαν τη ζωή του Ανθρώπου δεν ήταν πλέον οι φυσικές δυνάμεις – καθώς, ως ένα βαθμό, αυτές είχαν ήδη δαμαστεί από τη νέα μορφή εργασίας που αναπτυσσόταν επρόκειτο για κάποιες κοινωνικές δυνάμεις που ήταν ακόμη άγνωστες. Οι παραγωγοί ήταν αναγκασμένοι να μετατρέπουν τα αγαθά που παρήγαγαν σε χρήμα. Πλην όμως, ο παραγωγός δεν ήταν πλέον σε θέση να ξέρει αν θα μπορούσε να πουλήσει τα προϊόντα του και σε τι ποσότητα, γιατί αυτό εξαρτιόταν από κάτι έξω από αυτόν, που ξέφευγε από τον έλεγχό του, από την αγορά και τις τιμές της, και αυτά καθορίζονταν από τη συνολική κοινωνική παραγωγή και τον ανταγωνισμό. Όσο κι αν ήταν ικανός ή σκληρά εργαζόμενος, μπορούσε το ίδιο εύκολα να ξεπέσει στη φτώχεια ή ακόμη και στην οικονομική καταστροφή όσο και να γίνει πλούσιος. Η δύναμη που τον εξουσίαζε ήταν το προϊόν που μεταμορφώνονταν σε χρήμα και που συγκεντρώνονταν με τη μορφή του κεφαλαίου. Δεν ήταν πια κύριος της μοίρας του. «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Αυτή τη φορά, όμως, δεν επρόκειτο όπως στο παρελθόν για κάποια δύναμη της φύσης που μπορούσε να τον ανυψώσει ή να τον ρίξει στα τάρταρα τώρα, η δύναμη που τον εξουσίαζε επηρέαζε τις πιο στοιχειώδεις δραστηριότητες του νου, της σκέψης και του συλλογισμού, της βούλησης και του συναισθήματος επρόκειτο για μια διανοητική δύναμη που κυριαρχούσε σε όλη την κοινωνία. Αυτή η κοινωνία είναι ενιαία και, παρά τις διαφορές μεταξύ λαών και φυλών, το εμπόριο διασυνδέει τα διάφορα ξεχωριστά μέρη της και τα μετατρέπει σε ένα ομοιογενές σύνολο. Έτσι προκύπτει η ιδέα ότι υπάρχει μόνον ένας θεός, ένα παντοδύναμο πνευματικό υπέρτατο ον, που βασιλεύει σε όλον τον κόσμο και αποφασίζει για τη μοίρα των ανθρώπων ανάλογα με τη βούλησή του. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται στις θρησκευτικές ιδέες των ανθρώπων στον καπιταλιστικό κόσμο τα βαθύτερα βιώματά τους για τις κοινωνικές δυνάμεις που τους εξουσιάζουν.
Ο αστικός τρόπος παραγωγής, όμως, πέρα από τις πνευματικές αντιλήψεις, έχει σημαντική επίδραση και στην ηθική συνείδηση των ανθρώπων. Οι ελεύθεροι παραγωγοί είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον εργάζονται ο καθένας για τον εαυτό του, σε ένα περιβάλλον αχαλίνωτου ανταγωνισμού. Ο εγωϊσμός είναι πρωταρχικής σημασίας προϋπόθεση για την επιβίωση: σε αυτόν τον αδυσώπητο αγώνα του καθενός εναντίον όλων και όλων εναντίον του καθενός, εκείνοι που δεν είναι αρκετά εγωιστές διατρέχουν τον κίνδυνο να καταστραφούν. Παράλληλα, όμως, οι παραγωγοί αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο: χρειάζονται ο ένας τον άλλον, και εργάζονται για να ικανοποιούν o ένας τις ανάγκες του άλλου. Η αγορά και η πώληση υφαίνουν έναν δεσμό μεταξύ τους· παρόλο τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, συνιστούν μια κοινότητα.
Κοινότητα, όμως, σημαίνει ότι η βούληση του κάθε μέλους της περιορίζεται από κάποιους κανόνες που είναι υποχρεωτικοί για όλους. Αν ο καθένας άφηνε τον εαυτό του να οδηγείται μόνον από την προσωπική του απληστία, θα ήταν αδύνατον να υπάρξει κανονική ανταλλαγή αγαθών: για τις αμοιβαίες ανταλλαγές απαιτείται να υπάρχουν και να ισχύουν ορισμένοι κανόνες συμπεριφοράς σχετικά με αυτό που επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται. Χωρίς τέτοιους κοινά αποδεκτούς κανόνες, που ορίζουν την εντιμότητα και την καλή πίστη, δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν κανενός είδους διαρκείς εμπορικές συναλλαγές. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι κανόνες ακολουθούνται πάντοτε από όλους. Αντιθέτως, αν το ατομικό συμφέρον ή οι ανάγκες της αυτοσυντήρησης το απαιτούν, παραβιάζονται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αναλόγως της περίπτωσης. Όποιος το κάνει αυτό, όμως, το κάνει εν επιγνώσει της παραβίασης, ενώ, την ίδια στιγμή, στο βαθύτερο είναι του, συνεχίζει να υπολήπτεται αυτόν τον γενικό κανόνα, που θεωρείται ως αιώνια ηθική επιταγή, με αποτέλεσμα να αισθάνεται ότι παραβιάζοντάς τον αμαρτάνει. Αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στο ατομικό συμφέρον και το γενικό κοινωνικό συμφέρον, ανάμεσα στην πράξη και τον κανόνα, είναι στη σφαίρα της ηθικής η εκδήλωση του εσώτερου διφορούμενου χαρακτήρα του αστικού κόσμου. Όπως λέει ο Καντ, ο ηθικός νόμος δεν είναι σεβαστός επειδή τηρείται, αλλά ακριβώς επειδή δεν τηρείται. Αυτός ο νόμος δεν είναι ένα πρακτικό γεγονός αλλά η ενδόμυχη συναίσθηση για αυτό που θα έπρεπε να γίνει. Στην αστική κοινωνία, επικρατεί η άποψη ότι οι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο μπορούν να επιβιώσουν μόνον αμαρτάνοντας, παραβιάζοντας τους κανόνες της ηθικής. Και όντως εν προκειμένω αυτό είναι ένα αμάρτημα, επειδή οι πνευματικές δυνάμεις, η κοινωνική προέλευση των οποίων δεν ήταν ακόμη κατανοητή, γίνονται αισθητές ως εκ Θεού εκπορευόμενες: ο ηθικός νόμος είναι μια εντολή που προήλθε από το Θεό. Και κάθε προσβολή αυτού του νόμου είναι μια προσβολή ενάντια στο Θεό.
Ένα πρόβλημα κυριαρχούσε σε όλη τη θρησκευτική σκέψη των προηγούμενων αιώνων: πώς μπορεί να εξιλεωθεί ο αμαρτωλός ενώπιον του Θεού, πώς μπορεί να εξασφαλίσει την συγχώρεση του Θεού, πώς μπορεί να αποφύγει την τιμωρία που θα του άξιζε; Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, τέθηκε από κάποιους επικριτές της θρησκείας η ακόλουθη πολύ λογική ερώτηση: γιατί άραγε ο Άνθρωπος χρειάζεται μια άφεση των υποτιθέμενων αμαρτημάτων του, όταν ο μόνος υπεύθυνος για τα δημιουργήματά του πρέπει να είναι ο ίδιος ο Δημιουργός; Και δικαίως περιέπαιζαν τις ασυναρτησίες κάποιων επιτήδειων θεολόγων που πάσκιζαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Οι ίδιοι, όμως, παράβλεπαν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ιδέα του αμαρτήματος ήταν εκείνη την εποχή πολύ στέρεα εδραιωμένη, και δεν ήταν δυνατόν να ξεριζωθεί από το νου των ανθρώπων με επιχειρήματα. Επειδή επρόκειτο για μια αντίληψη που η προέλευσή της ήταν βαθιά ριζωμένη στην κοινωνία, που αντλούσε τη δύναμή της, τόσο κατά την εποχή της Μεταρρύθμισης όσο και στις μεταγενέστερες περιόδους, από τις αντιφάσεις της αστικής τάξης, δηλαδή από τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής.
Οι θρησκευτικές διαμάχες του αιώνα της Μεταρρύθμισης, η ιδεολογική μορφή που πήρε η ταξική πάλη εκείνη την εποχή, εκφράζονταν θεολογικά στη συζήτηση για τη Θεία Χάρη. Στις χώρες του Νότου, όπου η αστική τάξη δεν ήταν πολύ ισχυρή, όπου βασίλευαν απόλυτοι μονάρχες και όπου η κεντρική εξουσία και ο μηχανισμός μιας μεσαιωνικής Καθολικής εκκλησίας διατηρούνταν – και στην πράξη ενδυναμώνονταν μέσω της Αντιμεταρρύθμισης -, η εκκλησία διακήρυττε ότι η σωτηρία δεν ήταν δυνατόν να κερδηθεί χωρίς τη Θεία Χάρη, η οποία προϋπέθετε την πλήρη υποταγή στους κληρικούς. Από την άλλη πλευρά, η αστική τάξη της δυτικής Ευρώπης, της οποίας η δύναμη αυξανόταν διαρκώς και ετοιμαζόταν να κατακτήσει το νέο κόσμο, διακήρυττε την ελευθερία της μέσω του προτεσταντικού δόγματος, που θεωρούσε τη Θεία Χάρη ως αποτέλεσμα προσωπικής πίστης, και δεν προϋπέθετε την προσφυγή του πιστού στους κληρικούς. Στη Γερμανία, όπου η αναπόφευκτη αντίσταση στην εκμετάλλευση της παπικής εκκλησίας συνέπεσε με την έναρξη μιας περιόδου οικονομικής παρακμής, αυτή η πίστη πήρε τη μορφή του Λουθηρανισμού, κατά τον οποίο η Θεία Χάρη μπορούσε να κερδηθεί «μέσω μόνης της πίστης, επί τη βάσει μόνον της Γραφής».
Οι φτωχοί χωρικοί, που υφίσταντο μια μέχρι θανάτου εκμετάλλευση, και οι προλετάριοι σπανίως αισθάνονταν ότι ήταν κι αυτοί πλάσματα του Θεού, αλλά κυρίως ότι ήταν τα θύματα αυτού του αμαρτωλού κόσμου. Θεωρούσαν δε τους εαυτούς τους επιφορτισμένους με ένα ιερό καθήκον: να εγκαθιδρύσουν επί Γης το Βασίλειο του Θεού, το βασίλειο της ισότητας και της δικαιοσύνης.
Όλες αυτές οι θρησκευτικές διαφορές ήταν ενσωματωμένες σε ισάριθμα θεολογικά δόγματα, που αντικατόπτριζαν τις διαφορές και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των τάξεων και των κοινωνικών ομάδων στην πραγματικότητα, όμως, η φύση αυτών των θρησκευτικών διαφορών δεν γίνονταν αντιληπτή με αυτόν τον τρόπο από τα εμπλεκόμενα μέρη. Εκείνη την εποχή, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την κοινωνική προέλευση αυτών των διαφορών, έστω και αν κατά τον 16ο αιώνα, στη διάρκεια μιας σφοδρής ταξικής σύγκρουσης, εναλλάσσονταν αδιάκοπα πόλεμοι, επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις.
2.
Όταν αυτές οι διαμάχες καταλάγιασαν, η τάξη αποκαταστάθηκε οι διαφορές και οι ανταγωνισμοί έχασαν την οξύτητά τους οι εκκλησίες συρρικνώθηκαν σε μικρές ομάδες και έγιναν δογματικές τα νέα μέλη τους προέρχονταν πάντοτε από τις ίδιες οικογένειες: εισέρχονταν στα διάφορα εκκλησιαστικά δόγματα από τη γέννησή τους. Στην πραγματικότητα, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των διαφόρων εκκλησιών ήταν οι συνέπειες προηγούμενων συγκρούσεων και πολέμων, και η σταθερότητα και η συνοχή τους οφείλονταν στην παράδοση και την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών τους. Στο εσωτερικό κάθε μικρής ομάδας, όμως, αναπτύσσονταν νέοι ταξικοί ανταγωνισμοί: στους αιώνες που ακολούθησαν, μπορούσε κανείς να δει μέσα σε κάθε εκκλησία να προσεύχονται μαζί πλούσιοι και φτωχοί, γαιοκτήμονες και κολλήγοι, αστοί και εργάτες. Παρόλα αυτά, την περίοδο αμέσως μετά τη Μεταρρύθμιση, οι ταξικές διαφορές παρουσιάζονταν μόνο με τη μορφή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των αγώνων για αυτές τις πεποιθήσεις. Για τους πλούσιους αστούς, όμως, η θρησκεία δεν ήταν πια τόσο σημαντική ο ρόλος που έπαιζε στη ζωή τους ήταν πολύ πιο υποτονικός από ό,τι στη ζωή των μικροαστών και των πάμπτωχων και καταπιεσμένων αγροτών, και ως εκ τούτου ήταν πολύ πιο ανεκτικοί. Μεταξύ των μικροαστών και των αγροτών, η θρησκεία πήρε παθιασμένες και φανατισμένες μορφές (όπως, για παράδειγμα, στους Γερμανούς Ευσεβιστές και τους Άγγλους Μεθοδιστές), που μερικές φορές οδηγούσαν σε σχίσματα.
Κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ο αγώνας της αστικής τάξης για την εξουσία έπαιρνε μερικές φορές τη μορφή ενός ιδεολογικού αγώνα εναντίον της παραδοσιακής θρησκείας. Ο λόγος ήταν ότι η εξουσία των βασιλιάδων, των ευγενών και του κλήρου στηριζόταν σε ένα θρησκευτικό δόγμα, στο αδιαφιλονίκητο κύρος μιας εκκλησίας (βασικά της Καθολικής Εκκλησίας), που εγγυόταν την ιερότητα των παλιών θεσμών. Επιπλέον, η ίδια η εκκλησία ήταν συχνά ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης, όπως συνέβαινε στη Γαλλία πριν την επανάσταση του 1789 η απαλλοτρίωση των γαιών της και η αναδιανομή τους στους αγρότες – προϋπόθεση για την καπιταλιστική εκμετάλλευσή τους – αποτέλεσε για την αστική τάξη μια πρωταρχική πηγή πλούτου.
Η αστική τάξη στράφηκε στις φυσικές επιστήμες και ευνόησε την ανάπτυξή τους, αφού αυτές αποτελούσαν το θεμέλιο της βιομηχανικής τεχνολογίας και του εξοπλισμού· τις χρησιμοποιούσε, όμως, και στον ιδεολογικό της αγώνα. Διότι οι νόμοι της φύσης που ανακαλύπτονταν από την επιστήμη αποδείχναν ότι ήταν αδύνατον να διατηρηθούν οι πρωτόγονες ιδέες της παραδοσιακής θρησκείας και των ιερών αληθειών. Με αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποιώντας τις νέες γνώσεις ενάντια στις παλιές διδασκαλίες, αφενός εξυπηρετούσε τα τρέχοντα συμφέροντά της, και ταυτόχρονα επιχειρούσε να απομακρύνει τις τεράστιες μάζες των μικροαστών και των αγροτών από την επιρροή της εκκλησίας, και να τους πάρει με το μέρος της. Κάνοντας αυτές τις μάζες να περάσουν από την πίστη στην εκκλησία στην πίστη στην επιστήμη, υπονόμευε την πολιτική ισχύ του καθεστώτος και ενδυνάμωνε τη δική της.
Κατά τον 19ο αιώνα, ο αγώνας ενάντια στην παραδοσιακή θρησκεία διεξαγόταν σε όλες τις χώρες σαν ένας αγώνας για την πρόοδο και εναντίον του σκοταδισμού αυτό, όμως, γινόταν με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση κάθε χώρας. Εκεί όπου κυριαρχούσε μια ευημερούσα αστική τάξη, όπως στην Αγγλία, οι αστοί ήταν ανεκτικοί και φρόνιμοι, μη θέλοντας να διαταράξουν τις σχέσεις τους με τους αριστοκράτες και την εκκλησία στη μετέπειτα περίοδο, αυτοί που διεξήγαν την πιο σφοδρή και ριζοσπαστική ιδεολογική πάλη στην Αγγλία ήταν οι μικροαστοί και οι εργάτες. Εκεί, όμως, από την άλλη πλευρά, όπου η αστική τάξη έπρεπε ακόμη να αγωνιστεί για την επικράτησή της και συναντούσε μια ανυποχώρητη αντίσταση (όπως στη Γερμανία), ο αντιθρησκευτικός αγώνας πήρε ακραίες ριζοσπαστικές μορφές. Στην πρώτη γραμμή των προπαγανδιστών, μπήκαν οι επιστήμονες και γενικά οι διανοούμενοι: η χώρα πλημμύρισε από ένα εκδοτικό κύμα βιβλίων και άρθρων, με σκοπό την εκλαϊκευμένη παρουσίαση των επιστημονικών ανακαλύψεων. Αυτός ο αγώνας στο επίπεδο της θεωρίας ήταν ανάγκη να αναπτυχθεί ακριβώς επειδή ο πρακτικός, ο πολιτικός αγώνας της Γερμανικής αστικής τάξης ήταν αισθητά υποτονικός· και είχε όντως αποτελέσματα, τα οποία εξάλλου ποίκιλαν πολύ στο εύρος τους, καλύπτοντας ένα φάσμα από έναν πράο και ανοιχτόμυαλο Χριστιανισμό μέχρι τον πιο απόλυτο αθεϊσμό.
Ο αγώνας που διεξήγε η αστική τάξη, είτε υπέρ είτε κατά της θρησκείας, παρέμενε εντελώς στο ιδεολογικό επίπεδο: αφορούσε μόνο την αλήθεια κάποιων γενικών και αφηρημένων ιδεών. Με τη μορφή που εκφραζόταν προς τα έξω, αυτή η πάλη δεν συνδέονταν καθόλου με κοινωνικούς στόχους. Εννοείται ότι η αστική τάξη δεν θα μπορούσε να εκφράσει ανοιχτά τον κοινωνικό της στόχο, την εγκαθίδρυση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης έπρεπε να τον κρύψει πίσω από ιδέες, πίσω από τα ιδεώδη μιας αφηρημένης πολιτικής και νομικής ελευθερίας. Έτσι, η διαπάλη μεταξύ Θρησκείας και Επιστήμης παρέμενε φαινομενικά στο επίπεδο των ιδεών. Οι πιο ριζοσπάστες πολέμιοι της θρησκείας, μικροαστικής προέλευσης συνήθως, αυτοαποκαλούνταν “ελεύθεροι στοχαστές”, θέλοντας έτσι να δείξουν ότι ήταν απελευθερωμένοι από τα δόγματα και τις παλιές διδαχές των εκκλησιών και ότι αναζητούσαν την αλήθεια με τη δική τους σκέψη, με απόλυτη ελευθερία. Η ιδέα, όμως, ότι η σκέψη των ανθρώπων καθοριζόταν από την κοινωνία, ότι οι θρησκευτικές και οι αντιθρησκευτικές αντιλήψεις γεννιόντουσαν στην πραγματικότητα από τον τρόπο παραγωγής, δεν ήταν δυνατόν να περάσει από το νου τους, διότι η γνώση αυτών των ίδιων δεν εκτεινόταν πέρα από τις φυσικές επιστήμες. Θα τους δινόταν, όμως, η ευκαιρία να τη βιώσουν στην πράξη, μέσω του πεπρωμένου που έλαχε στην ίδια τους τη θεωρία.
3.
Στην πραγματικότητα, για την πλειονότητα της αστικής τάξης, ο αθεϊσμός δεν ήταν η καλύτερη θεωρία. Μπορεί στον πρώτο τους ενθουσιασμό να πίστευαν ότι με τον ερχομό του αστικού καθεστώτος θα άρχιζε μια εποχή γενικευμένης ευημερίας και οικουμενικής ευτυχίας, ότι όλα τα προβλήματα της καθημερινής ζωής θα λύνονταν και ότι συνεπώς καμιά υπερφυσική ή άγνωστη δύναμη δεν θα μπορούσε να αποφασίζει για τη μοίρα του Ανθρώπου ότι η ανθρωπότητα λύνοντας, χάρη στην επιστήμη και τις τεχνικές της εφαρμογές, τα πρακτικά προβλήματα της υλικής ζωής, θα έλυνε ταυτόχρονα και τα προβλήματα της θεωρίας. Αυτή, όμως, ήταν απλώς μια εφήμερη ψευδαίσθηση. Διότι, στα βάθη του υποσυνειδήτου τους παρέμενε η ιδέα ότι με τον αγώνα που διεξήγαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, με τον ανταγωνισμό, κανένας άνθρωπος δεν ήταν στην πραγματικότητα κύριος της μοίρας του. Και σύντομα αποκαλύφθηκε ότι κάποιες άλλες νέες δυνάμεις δρούσανε στον κόσμο. Περιοδικές εμπορικές και βιομηχανικές κρίσεις διέκοπταν βάναυσα την πρόοδο σαν απρόβλεπτες και μυστηριώδεις καταστροφές. Η ασυγκράτητη ανάπτυξη της βιομηχανίας μετέτρεψε σε εργάτες τους βιοτέχνες, και τους καταδίκασε στην πιο φριχτή φτώχεια: οι εξεγέρσεις εξαιτίας της πείνας στην Αγγλία έδειχναν ήδη την αρχή ενός οργανωμένου ταξικού αγώνα.
Από τα βάθη αυτών των εξεγερμένων μαζών, ξεπήδησαν νέες ιδέες που προαναγγέλλανε στην αστική τάξη τη μελλοντική της παρακμή. Η ίδια η αστική τάξη, όμως, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει με ξεκάθαρο και επιστημονικό τρόπο τον αληθινό χαρακτήρα της κοινωνίας, καθώς αυτό αφενός θα αποκάλυπτε την ίδια στιγμή τον δικό της εκμεταλλευτικό και δουλεμπορικό χαρακτήρα, και αφετέρου θα την οδηγούσε στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο τρόπος παραγωγής της ήταν εφήμερος. Αυτό, όμως, θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την προσπάθεια, και έτσι θα υπονομευόταν το κουράγιο της να συνεχίσει τον αγώνα της. Αντίθετα, η αστική τάξη ένοιωθε αρκετά νέα και ρωμαλέα για να συνεχίσει να αγωνίζεται στην πράξη, για να κατακτήσει τον κόσμο και να επιβάλει την κυριαρχία της στις μάζες των εργαζομένων. Μια τάξη που αισθάνεται τον εαυτό της ικανό να διεξάγει έναν πρακτικό αγώνα, δεν μπορεί να το καταφέρει χωρίς να έχει μια πεποίθηση, βασισμένη σε κάποια θεωρία, ότι έχει το δίκιο με το μέρος της και ότι θα νικήσει έτσι, αναπτύσσει μια κατάλληλη θεωρία και τη διαδίδει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η θεωρία δεν μπορούσε παρά να βρίσκει τη δύναμή της σε μια ενστικτώδη πίστη ότι δεν ήταν οι υλικές κοινωνικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν τον κόσμο και το μέλλον του, αλλά κάποιες άγνωστες υπερβατικές πνευματικές δυνάμεις. Συνεπώς, η αστική τάξη ήταν αναγκασμένη να επιτρέψει στη θρησκεία να συνεχίσει να ζει ο θρησκευτικός τρόπος σκέψης ταίριαζε πλέον απόλυτα με την κοινωνική τους κατάσταση. Και βέβαια, αυτή η θρησκεία ήταν εντελώς διαφορετική από την παραδοσιακή διδασκαλία της εκκλησίας. Τα αδιάλλακτα και άτεγκτα δόγματα, τα διαδέχτηκαν πιο ευέλικτες, πιο εκλογικευμένες ιδέες, και η ακαθόριστη αίσθηση ότι, αντί ενός εκδικητικού Θεού, ενός τρομερού Ιεχωβά, τώρα βασίλευε στον ουρανό ένας ανεκτικός και αβρός πατέρας, μερικές φορές μάλιστα τόσο ακαθόριστος και τόσο λίγο υπαρκτός που μεταμορφωνόταν σε ένα απλό ηθικό ιδεώδες.
Καθώς, όμως, το εργατικό κίνημα ορθωνόταν στη συνέχεια απειλητικά, η θρησκευτικότητα εντείνονταν στην αστική τάξη. Οι μυστικιστικές ιδέες κυρίευαν ολοένα και περισσότερο και τη σκέψη και την πνευματική παραγωγή των εκπροσώπων της. Σίγουρα, από καιρού εις καιρόν, έβλεπε κανείς να επανεμφανίζονται κάποια σημάδια ορθολογισμού, ειδικά την εποχή κατά την οποία η ανώτερη αστική τάξη αισθάνθηκε αρκετά ισχυρή για να κατακτήσει όλη την οικουμένη με τη βιομηχανία και το κεφάλαιό της. Και πάλι όμως, λόγω των σφοδρών παγκόσμιων κρίσεων και των καταστροφικών πολέμων, αναπτυσσόταν στην αστική τάξη το αίσθημα της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας, της αγωνίας για το μέλλον, και, μαζί με αυτό, οι μυστικιστικές και οι θρησκευτικές τάσεις αυξάνονταν και πληθύνονταν.
4.
Στον 19ο αιώνα, εμφανίστηκε μέσα στην εργατική τάξη μια εντελώς διαφορετική υλιστική αντίληψη που συνδεόταν με τον τρόπο της ζωής της και την ταξική της θέση στην κοινωνία. Ήταν εντελώς διαφορετική από τον αθεϊσμό, που είχε παίξει έναν ρόλο στους αγώνες της αστικής τάξης. Ο αθεϊσμός αντιπαρατίθεται στον θεϊσμό, στην πίστη στο Θεό. Για τον αθεϊσμό, το ουσιώδες πρόβλημα είναι: υπάρχει άραγε κάποιος Θεός που κυβερνάει τον κόσμο; Ο υλισμός δεν ασχολείται με αυτό το ζήτημα τον ενδιαφέρουν οι δυνάμεις που όντως κυριαρχούν στον κόσμο: αυτές είναι υλικές δυνάμεις, δηλαδή δυνάμεις που είναι πραγματικές και τις οποίες μπορούμε να παρατηρήσουμε. Διότι οι δυνάμεις που καταπιέζουν τους εργαζόμενους και εναντίον των οποίων δεν μπορούν παρά να αγωνίζονται είναι φανερές, ξεκάθαρα αναγνωρίσιμες κοινωνικές δυνάμεις. Από τη στιγμή που οι εργαζόμενοι αποκτούν μια σαφή αντίληψη για τη θέση της τάξης τους στην κοινωνία, συνειδητοποιούν ότι το κοινό τους πεπρωμένο καθορίζεται από τον καπιταλισμό ότι η εκμετάλλευσή τους είναι φυσική συνέπεια της πώλησης της εργατικής τους δύναμης· ότι η εξαθλίωσή τους είναι αποτέλεσμα της ανάγκης του κεφαλαίου να αυξάνεται μέσω του κέρδους ότι με την πάλη που όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι διεξάγουν θα μπορέσουν να υπερνικήσουν το κεφάλαιο και να καταργήσουν την εκμετάλλευση. Η σκέψη τους κινείται εντός των πραγματικοτήτων του κόσμου το παλιό ζήτημα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ένας Θεός που κυβερνάει τον κόσμο δεν τίθεται πια για αυτούς. Είναι άνευ νοήματος, ακριβώς όπως και το ζήτημα που απασχολούσε πολλούς στο Μεσαίωνα για το πόσοι άγγελοι μπορούσαν να χορέψουν μαζί πάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας. Τα θρησκευτικά θέματα και οι προβληματισμοί δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τους εργαζόμενους, δεδομένου ότι δεν παίζουν κανένα ρόλο σε εκείνα που πραγματικά τους αφορούν. Και επειδή δεν παίζουν κανένα ρόλο, τα θρησκευτικά ζητήματα και προβλήματα περιθωριοποιούνται στη συνείδηση των εργαζομένων, και στο τέλος εξαφανίζονται ολωσδιόλου.
Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του αθεϊσμού και του ιστορικού υλισμού: Ο αθεϊσμός επιτίθεται στη θρησκεία, επειδή τη θεωρεί ως την κύρια αιτία της άγνοιας και της καταπίεσης, και την πολεμάει επειδή βλέπει σε αυτήν τον κύριο εχθρό κάθε προόδου. Ο υλισμός βλέπει τη θρησκεία ως ένα προϊόν των κοινωνικών σχέσεων, και επομένως δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα θρησκευτικά ζητήματα αυτά καθαυτά – και αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο υπονομεύει τη θρησκεία. Ο υλισμός ασχολείται πότε πότε με τη θρησκεία μόνον θεωρητικά, ως ένα σπουδαίο ιστορικό φαινόμενο που προσπαθεί να το κατανοήσει και να το εξηγήσει. Στην πράξη, εντούτοις, ο αθεϊσμός και ο υλισμός συνυπήρξαν στο εργατικό κίνημα. Πράγματι, συχνά συμβαίνει οι εργαζόμενοι, διαπαιδαγωγημένοι σε μια θρησκευτική παράδοση, να αρχίζουν να σκέφτονται με βάση την προσωπική τους πείρα από την πραγματικότητα, δηλαδή με υλιστικό τρόπο, και τότε να αντιλαμβάνονται ότι τα παλιά πιστεύω τους εξαφανίζονται. Σε αυτήν την περίοδο των αμφιβολιών και των εσωτερικών αντιφάσεων, προσφεύγουν σε αθεϊστικές πραγματείες και σε βιβλία που εκλαϊκεύουν την επιστήμη για να ξεπεράσουν και συνειδητά πλέον την παραδοσιακή τους πίστη.
5.
Ο αθεϊσμός έπαιξε σημαντικό ρόλο μόνον μια φορά: στη Ρωσική επανάσταση. Κατά τον 19ο αιώνα, η Ρωσία ήταν μια γιγαντιαία χώρα κατοικημένη από αναλφάβητους και εξαθλιωμένους χωρικούς, που μόλις είχαν ελευθερωθεί από το καθεστώς δουλοπαροικίας, οι οποίοι ζούσαν σε μια εντελώς πρωτόγονη φτώχεια και υπομένοντας το σκληρό και ανίκανο αυταρχικό καθεστώς του Τσάρου και των αριστοκρατών γαιοκτημόνων. Ο δυτικοευρωπαϊκός καπιταλισμός εκμεταλλευόταν τη χώρα σαν κάποιου είδους αποικία: οι λιμοκτονούντες χωρικοί έπρεπε να πληρώνουν επαχθείς φόρους για την εξόφληση των δανείων που έπαιρνε ο Τσάρος για τις σπάταλες πολεμικές του επιχειρήσεις και τις πολυέξοδες δαπάνες του. Ωστόσο, σε μερικές μεγάλες πόλεις, έβλεπε κανείς μεγάλα εργοστάσια που τα διαχειρίζονταν ξένοι και που απασχολούσαν έναν πληθυσμό εργαζομένων προερχόμενο από τους πάμπτωχους χωρικούς και στερημένο από κάθε είδους δικαιώματα. Ο αγώνας ενάντια στην απολυταρχία του τσάρου και για την κατάκτηση μιας πιο ελεύθερης πολιτικής κατάστασης διεξαγόταν από μικρές ομάδες διανοουμένων, οι οποίοι, όπως και στη Δυτική Ευρώπη, εκπροσωπούσαν την αστική τάξη και αγωνίζονταν στο πλευρό της.
Στη Ρωσία, όμως, όπου δεν υπήρχε μια ισχυρή αστική τάξη, οι πρώτες τους δράσεις – από τις οποίες οι πιο γνωστές ήταν αυτές των Νιχιλιστών – συντρίφτηκαν. Οι δραστηριότητες των διανοουμένων απέκτησαν μια στέρεη βάση μόνον στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν άρχισε να αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα με τις απεργίες του. Οι επαναστάτες διανοούμενοι έγιναν τότε οι εκπρόσωποι, οι προπαγανδιστές και οι παιδαγωγοί της εργατικής τάξης. Για αυτόν τον σκοπό, στράφηκαν στο εργατικό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης, και ειδικά στη Σοσιαλδημοκρατία. Δανείστηκαν τις ιδέες και τις θεωρίες των Σοσιαλδημοκρατών και ιδιαίτερα τη μαρξιστική θεωρία της ταξικής πάλης και της οικονομικής εξέλιξης του καπιταλισμού. Ως το «Μπολσεβίκικο κόμμα», αφιερώθηκαν ψυχή τε και σώματι στον αγώνα, διεξήγαγαν αδιάκοπη προπαγάνδα στους εργαζόμενους, τους οργάνωσαν και κατάφεραν να υπονομεύσουν το Τσαρικό καθεστώς. Και όταν το Τσαρικό καθεστώς, εξαντλημένο από δύο πολέμους, κατέρρευσε το 1917, μια επανάσταση εργατών και αγροτών έφερε αυτό το κόμμα στην εξουσία.
O χαρακτήρας του Μπολσεβίκικου κόμματος, της θεωρίας του, των ιδεών και της προπαγάνδας του, ήταν δισυπόστατος. Έπρεπε να πραγματοποιήσουν μια αποστολή που στη Δυτική Ευρώπη υπήρξε το έργο της αστικής επανάστασης: να διεξάγουν έναν αγώνα εναντίον της βασιλικής απολυταρχίας, εναντίον της κυριαρχίας των αριστοκρατών και της εκκλησίας, και να ανοίξουν το δρόμο για την βιομηχανική ανάπτυξη και την εκπαίδευση του λαού. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η δύναμη που έπρεπε να πραγματοποιήσει αυτήν την αποστολή ήταν η εργατική τάξη, η οποία είχε ήδη δείξει σημάδια σοσιαλιστικών τάσεων που πήγαιναν πέρα από τον καπιταλισμό. Ως εκ τούτου, η σοσιαλιστική θεωρία του μπολσεβίκικου κόμματος δεν μπορούσε παρά να είναι διαποτισμένη από ιδέες που συνδέονταν με τον αγώνα της αναδυόμενης ρωσικής αστικής τάξης εναντίον της τσαρικής απολυταρχίας, των αριστοκρατών και της εκκλησίας.
Η Ρωσική θρησκεία ήταν από τη φύση της μια μισαλλοδοξία ακόμη πιο σκοταδιστική και πρωτόγονη από εκείνη της Δυτικής Ευρώπης. Η δύναμη της επιβολής της βασιζόταν σε ένα πολύ πιο βαρύγδουπο τελετουργικό και στην εικονολατρία, τη λατρεία των θαυματουργών εικόνων. Η ιδεολογικός αγώνας έπρεπε να προσανατολιστεί σε μεγάλο βαθμό ενάντια στο σκοταδισμό στον οποίο στηριζόταν ο Τσαρισμός, και για αυτό το σκοπό δεν μπορούσε παρά να προσφεύγει απερίφραστα στην αθεϊστική και αντιθρησκευτική προπαγάνδα. Αυτός ήταν ο λόγος που η πηγή από την οποία ο ιδεολογικός αυτός αγώνας άντλησε επιχειρήματα και συνθήματα πρωταρχικής σημασίας υπήρξαν τα κείμενα του «νεαρού Μαρξ», δηλαδή τα έργα του πριν το 1846, την εποχή που ο συγγραφέας τους ήταν ακόμη ένας από τους αγωνιστές της πρώτης αστικής επανάστασης στη Γερμανία.
Αφού πήραν την εξουσία οι Μπολσεβίκοι, όταν άρχισαν να οργανώνουν τη βιομηχανία και να εδραιώνουν την κυριαρχία τους στις αγροτικές μάζες, η αντιθρησκευτική και αθεϊστική προπαγάνδα έγινε ακόμη περισσότερο ουσιαστική και σημαντική. Ήταν ένα ουσιώδες μέρος, ο ακρογωνιαίος λίθος μάλιστα, της εντατικής εκστρατείας εκπαίδευσης του λαού. Βέβαια, οι αναλφάβητοι μουζίκοι δεν επηρεάζονταν πολύ από τα επιχειρήματα που αντλούνταν από τις φυσικές επιστήμες, πλην όμως το γεγονός ότι δεν έπεφτε κεραυνός να κάνει στάχτη τους άθεους προπαγανδιστές φαίνονταν στα μάτια τους ως μια αρκετά πειστική απόδειξη που τους επέτρεπε να καίνε τις εικόνες των αγίων και να αφήνουν τους κληρικούς να πεθαίνουν της πείνας. Από την άλλη πλευρά, οι νεαροί αγρότες παρακολουθούσαν πρόθυμα τις αγροτικές και επαγγελματικές σχολές για να αποκτήσουν τη νέα γνώση. Έτσι, στη Ρωσία, μια νέα γενιά μεγάλωσε έξω από κάθε θρησκευτική παράδοση.
Με την Μπολσεβίκικη διακυβέρνηση, με τον κεντρικό σχεδιασμό και την οργάνωσή της που βασίζονταν σε επιστημονικές τεχνικές, η βιομηχανία αναπτύχθηκε με εντυπωσιακή ταχύτητα, παρά τη δυσκολία που συναντούσε στην αλλαγή των παλιών εργασιακών συνηθειών, στην προσπάθειά της να προσαρμόσει τις μάζες στο ρυθμό των μηχανών. Ένας μετασχηματισμός, που συχνά επιβλήθηκε με τη βία, επήλθε και στην γεωργία, μετατρέποντάς την σε ένα δίκτυο μεγάλων εκβιομηχανισμένων αγροτικών μονάδων.
Η κυριότητα του Κράτους, των μέσων παραγωγής και του παραγόμενου προϊόντος πέρασε στα χέρια μιας πολυπληθούς γραφειοκρατίας από πολιτικούς ηγέτες και τεχνοκράτες. Παρόλο το παραπλανητικό όνομα του κομμουνισμού, που καταχρηστικά αποδίδεται σε αυτό το καθεστώς, η εργατική τάξη δεν κυβερνά την οικονομία: παίρνει χαμηλούς μισθούς που ορίζονται από υψηλά ιστάμενες αρχές, και είναι στην πραγματικότητα μια εκμεταλλευόμενη τάξη, καθώς η υπεραξία βρίσκεται στη διάθεση της κυβέρνησης, για την περαιτέρω ανάπτυξη του παραγωγικού μηχανισμού και για δική τους χρήση. Σε αυτό το οικονομικό σύστημα, στον Κρατικό καπιταλισμό, η γραφειοκρατία, ως νέα άρχουσα τάξη, παίζει έναν ρόλο από πολλές απόψεις ίδιο με αυτόν που έπαιξε η αστική τάξη στη Δυτική Ευρώπη.
Η βαριά καταπίεση που επέβαλε αυτό το σύστημα στη μάζα των εργαζομένων και ο συχνά ανελέητος αγώνας εναντίον των αγροτών που προσπαθούσαν να υπερασπιστούν την προσωπική τους ιδιοκτησία ενάντια στην εγκαθίδρυση των μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων, οδήγησαν σε μια αντίσταση που, δεδομένης της απουσίας κάθε πολιτικής ελευθερίας, έπαιρνε συχνά ιδεολογικές μορφές. Και δεν μπορούσε παρά να παίρνει προπαντός τη μορφή μιας αναβίωσης της θρησκείας. Διότι η αντίσταση, έχοντας επίγνωση της αδυναμίας της έναντι της κεντρικής εξουσίας, έπρεπε να παίρνει μια μορφή εχθρική προς την επίσημη θεωρία των ηγετών του καθεστώτος. Έτσι, ο παλιός σκοταδισμός αφυπνίστηκε και έγινε δραστήρια δύναμη: επειδή η θρησκευτική πίστη ήταν η μόνη δυνατότητα ενεργούς αντιπολίτευσης και, ταυτοχρόνως, συλλογικής διαμαρτυρίας. Σε αντίποινα, αυτή η μορφή αντίστασης έγινε αιτία θρησκευτικών διώξεων και νέων εκστρατειών ενάντια στην θρησκεία.
Αυτό είναι το υπόβαθρο της συχνά αναφερόμενης αναζωπύρωσης της θρησκείας στη Ρωσία. Αυτή η εξέλιξη αποδεικνύει την ανεδαφικότητα της αθεϊστικής θεωρίας, που βλέπει τη θρησκεία μόνον ως το αποτέλεσμα μιας παράδοσης που εμφυτεύεται δόλια από τους κληρικούς στα παιδιά, και το οποίο, κατά συνέπεια, θα έπρεπε να εξαφανιστεί μαζί με αυτήν την πρακτική και με τη μελέτη της επιστημονικής αλήθειας. Στην πραγματικότητα, η θρησκεία στηρίζεται σε έναν τρόπο παραγωγής και δεν μπορεί να εξαφανιστεί παρά μόνον όταν η εργαζόμενη ανθρωπότητα απελευθερωθεί και κατακτήσει την κυριότητα της εργασίας της, του πεπρωμένου της, ή τουλάχιστον, όταν αρχίζει να βλέπει αυτή την δυνατότητα να διαγράφεται χειροπιαστά μπροστά της. Έτσι, όσον αφορά τη Ρωσία, μπορούμε να πούμε ότι η αθεϊστική ιδεολογία είτε θα μετασχηματιστεί σε συνειδητό υλισμό είτε θα οπισθοδρομήσει, ξανακυλώντας στην θρησκευτική πίστη, στο βαθμό που, εξαιτίας της αδιάκοπης ανάπτυξης της παραγωγής, ο κρατικός καπιταλισμός είτε θα οδηγήσει τις μάζες μπροστά στην αναγκαιότητα να πάρουν το πεπρωμένο τους ολότελα στα δικά τους χέρια, με έναν όλο και πιο αποφασιστικό αγώνα για την απελευθέρωσή τους, είτε, αντίθετα, θα οδηγηθεί σε μια επαχθέστερη και διαρκέστερη καταπίεση.
6.
Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, εμφανίζεται μεταξύ των εργαζομένων μαζών μια ζωή χωρίς θρησκεία. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιδίδονται σε μια επιθετική αντιθρησκευτική στάση, σε έναν αγώνα εναντίον της θρησκείας αυτής καθαυτής, καθώς σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης, επιφανειακά και τυπικά, παραμένουν πιστά σε εκκλησίες και θρησκευτικές μορφές· σημαίνει ότι έχουν μάθει να θεωρούν ότι τα φαινόμενα του κόσμου και τα γεγονότα της ζωής τα κυβερνούν φυσικές δυνάμεις, και ότι οι θρησκευτικές ιδέες που τους έχουν κληρονομηθεί περνούν στο περιθώριο. O υλιστικός τρόπος σκέψης εισχωρεί σε αυτούς όλο και περισσότερο, παρόλο που αυτή η πρόοδος δεν γίνεται εντελώς συνειδητά, ούτε με απόλυτο τρόπο, ούτε παντού. Εκεί που η εργασιακή δύναμη των εργαζομένων αντιπαρατίθεται μονίμως με τρομακτικές φυσικές δυνάμεις, που δεν είναι ελεγχόμενες όπως θα έπρεπε εξαιτίας της ανεπάρκειας του καπιταλισμού, και οι οποίες συνιστούν θανάσιμο κίνδυνο (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των ανθρακωρύχων και των ψαράδων), είναι φυσικό η συνείδησή τους να παραμένει γεμάτη από βαθιά θρησκευτική πίστη. Εκεί που η εκκλησία επιλέγει να πάρει το μέρος των εργαζομένων και θέτει την ισχύ της στη διάθεσή τους στον αγώνα εναντίον του κεφαλαίου, σαν να ήταν δική της υπόθεση, οι εργαζόμενοι θα αισθάνονται δεμένοι με αυτήν για δεκαετίες, ακόμη κι αν στο μεταξύ έχει αλλάξει η θέση της. Επομένως, τo φαινόμενο της ανάπτυξης του υλιστικού τρόπου σκέψης μέσα στην εργατική τάξη υπόκειται και αυτό σε διακυμάνσεις, που συνδέονται με καταστάσεις και ιστορικά γεγονότα.
Αυτό το φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε στη διάρκεια του ενθουσιώδους αγώνα που διεξήγε ο Χαρτισμός1. Οι Άγγλοι εργάτες ήταν οι πρώτοι που αισθάνθηκαν την ανάγκη να βρουν το δικό τους δρόμο, και πρακτικά και θεωρητικά. Ο αγώνας τους συνέπεσε με εκείνον της αστικής τάξης εναντίον των αριστοκρατών γαιοκτημόνων αυτός είναι ο λόγος που είχε τόση επιρροή στους Άγγλους εργάτες ο αστικός ριζοσπαστισμός. Αυτό που είναι ακόμη περισσότερο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μπορούσε κανείς να βρει στις Χαρτιστικές εφημερίδες νέες, ριζοσπαστικές, αθεϊστικές, υλιστικές ιδέες που εκφράζονταν ήδη με μεγάλη δύναμη. Σίγουρα, ένα μεγάλο μέρος από αυτές προερχόταν από το παρελθόν, κληρονομημένο από μια ριζοσπαστική παράδοση – αυτήν του ορθολογισμού.
Μετά το 1848, όμως, αφού είχε επιτύχει τους σκοπούς της και είχε γίνει, χάρη στη βιομηχανία και το εμπόριό της, κυρίαρχη του κόσμου, η Αγγλική αστική τάξη υιοθέτησε σχεδόν ολόκληρη την παραδοσιακή θεωρία της Εκκλησίας. Όταν και η εργατική τάξη, διαμέσου του συνδικαλιστικού κινήματος και της κατάκτησης του δικαιώματος ψήφου, πήρε τη θέση της στον καπιταλισμό και εισέπραξε το μερίδιό της από τα κέρδη του μονοπωλιακού κεφαλαίου, προσάρμοσε τις αντιλήψεις της σύμφωνα με τη νέα κατάσταση. Άρχισε να υιοθετεί τις ιδέες της αστικής τάξης: οι τρόποι σκέψης της ήταν γενικά αυτοί της αστικής τάξης, ειδικότερα, όμως, ακολουθούσε τους τρόπους σκέψης της ριζοσπαστικής μικροαστικής τάξης. Αυτό μπορεί κανείς να το δει και στην αποδοχή του κυρίαρχου θρησκευτικού δόγματος, από το γεγονός ότι ως επί το πλείστον προσχώρησαν στη μικροαστική, μη κομφορμιστική εκκλησία (Low Church) αντί της επίσημης Αγγλικανικής Εκκλησίας (High Church).
7.
Τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά στη Γερμανία όπου, κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα, ο καπιταλισμός και το εργατικό κίνημα γεννήθηκαν ταυτόχρονα. Η ταχεία ανάπτυξη της βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας και η συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει η αστική τάξη και οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες που εκείνη την εποχή κατείχαν την εξουσία, σήμαιναν ότι οι εργαζόμενοι έπρεπε να πολεμήσουν αυτούς τους δύο εχθρούς ταυτόχρονα αυτό οδήγησε στη γρήγορη και ισχυρή ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας.
Η Γερμανική εργατική τάξη επωφελήθηκε από ένα σπουδαίο πλεονέκτημα: στη διαμόρφωση της νέας αντίληψής της για τον κόσμο είχε στη διάθεσή της τις επιστημονικές μελέτες του Καρλ Μαρξ. Αυτές αποκάλυπταν τις δυνάμεις και τις εξελικτικές τάσεις που κυριαρχούσαν στην άνοδο και την παρακμή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δείχνοντας έτσι στην εργατική τάξη τη μεγαλειώδη αποστολή της και το πεπρωμένο της.
Ο Μαρξ, μελετώντας την ιστορία, τελειοποίησε ταυτόχρονα μια μέθοδο, τον ιστορικό υλισμό, χάρη στον οποίο δεν αποκαλύφθηκε μόνον ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται τα ιστορικά γεγονότα με την οικονομική εξέλιξη της κοινωνίας, αλλά ανοίχθηκε και ο δρόμος για μια φυσιοκρατική αντίληψη όλων των πνευματικών φαινομένων, που μέχρι τότε συνδέονταν αποκλειστικά με θρησκευτικές και μυστικιστικές θεωρίες.
Χάρη σε αυτή τη μέθοδο, οι υλιστικές ιδέες των σοσιαλδημοκρατών εργαζομένων μπορούσαν να αναπτυχθούν ανεμπόδιστα και να δυναμώσουν. Πράγματι, αυτές οι ιδέες εκφράστηκαν σε μια πλούσια βιβλιογραφία. Αυτό, όμως, δεν έγινε χωρίς αγώνα και τριβές. Διότι είχαν κληρονομηθεί από τον αστικό κόσμο θρησκευτικοί και αθεϊστικοί τρόποι σκέψης. Όπως γίνεται πάντα, όταν η αστική τάξη εγκαταλείπει κάποιες προγενέστερες αγωνιστικές της θέσεις, συχνά συμβαίνει να αναλαμβάνουν να τις υποστηρίζουν η μικροαστική και η εργατική τάξη, αρνούμενες να αποδεχτούν αυτήν την «προδοσία αρχών» και συνεχίζοντας αυτές την παλιά παράδοση. Έτσι έγινε και με τον αθεϊσμό, ο οποίος είχε φτάσει να θεωρείται θεμελιώδης και ριζοσπαστική αρχή. Ο αθεϊσμός, όμως, επικεντρωνόταν στις ιδεολογικές μορφές, παραβλέποντας τη βαθύτερη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της αστικής και της προλεταριακής επανάστασης. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η επιρροή του στις μαρξιστικές ιδέες ήταν μικρή. Αυτό αντικατοπτριζόταν στο πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, όπου μπορούσε κανείς να διαβάσει ότι η θρησκεία ήταν προσωπική υπόθεση. Εν τούτοις, αυτή η άποψη δεν είχε ως μόνο αποτέλεσμα τον – εν πολλοίς σωστό – περιορισμό του σκοπού του κόμματος στον οικονομικό μετασχηματισμό του τρόπου παραγωγής λειτούργησε και ως ανοιχτό παράθυρο από το οποίο παρεισέφρησαν στην προπαγάνδα κάθε λογής καιροσκοπικές ιδέες. Στο τέλος, έγινε και παρέμεινε ένα αντικείμενο διαμάχης στις ενδοκομματικές πολιτικές συζητήσεις.
Αργότερα, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, όταν ο ρεφορμισμός, σχετιζόμενος και με την ευημερία, κατάφερε να κυριαρχήσει στη σκέψη με ολοένα και περισσότερο συνειδητό τρόπο, οι αστικές απόψεις επιβλήθηκαν προοδευτικά σε όλους τους τομείς. Η αστική τάξη, με δυναμωμένη την ισχύ της, υποχρέωσε την εργατική τάξη να ασπαστεί τους στόχους της στον αγώνα για παγκόσμια κυριαρχία αυτός είναι ο λόγος που η βεβαιότητα για την έλευση του σοσιαλισμού ξεθώριαζε όλο και περισσότερο. Αυτή η νέα αβεβαιότητα οδήγησε σε μια αναβίωση του θρησκευτικού αισθήματος μεταξύ των εργαζομένων. Στη Γερμανία, η αποδοχή της ηγεμονικής θέσης της αστικής τάξης είχε ως συνέπεια μια οπισθοχώρηση των ανεξάρτητων και υλιστικών αντιλήψεων. Το ίδιο συνέβη παντού.
8.
Μόλις, όμως, η εργατική τάξη αρχίσει να διεξάγει τον αγώνα της για εξουσία, για να κατακτήσει τα εργοστάσια, για να κυριαρχήσει στην παραγωγή, όλα αυτά αλλάζουν. Αυτός ο αγώνας απαιτεί, περισσότερο από ποτέ, μια όλο και σαφέστερη συνειδητοποίηση του οικονομικού σκοπού. Η ενότητα στη δράση είναι επιτακτικά αναγκαία, περισσότερο από ποτέ. Οι εργαζόμενοι πρέπει να δρουν σαν συμπαγείς ομάδες δράσης: δεν χωρούν ιδεολογικές διαφωνίες και διενέξεις, σαν αυτές που υπάρχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το προσωπικό συζητά τη δράση του σαν μια μονάδα που πρέπει να φέρει εις πέρας μια αποστολή αν επιτρεπόταν η έκφραση διαφορετικών θρησκευτικών απόψεων, θα απειλούνταν η συνοχή αυτού του συνόλου και όλη η πρακτική δράση θα γινόταν ανέφικτη. Τέτοιες διχογνωμίες πρέπει να αποκλείονται εντελώς σε αυτές τις συζητήσεις. Διότι εδώ αναπτύσσεται ο σκληρότερος, ο βαθύτερος και ο πιο συνειδητοποιημένος κοινωνικός αγώνας, ο οποίος δεν κρύβεται πια πίσω από ιδεολογικές γιρλάντες. Οι αγωνιστές πρέπει να διακατέχονται από μια ξεκάθαρη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Κάθε παρέκκλιση από την κατεύθυνση που οδηγεί στον στόχο πρέπει να διορθώνεται ακατάπαυστα, επειδή συνεπάγεται αποδυνάμωση και ήττα.
Εν τούτοις, η θρησκεία είναι πιθανόν να παίξει κάποιον ρόλο σε αυτήν τη μάχη, επειδή θα εξακολουθεί να κατέχει κυρίαρχη θέση στη σκέψη των μικροαστών και των αγροτών. Η αστική τάξη θα προσπαθήσει να προσεταιριστεί αυτές τις τάξεις, ενισχύοντας τη δύναμή της ενάντια στους εργαζόμενους. Κάνοντας, πρώτα απ’ όλα, έκκληση στο ένστικτο της ιδιοκτησίας, συγκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο το δικό της εκμεταλλευτικό συμφέρον. Την ίδια στιγμή, όμως, θα επιχειρήσει να δώσει σε αυτή τη σύγκρουση μια ιδεολογική μορφή, παρουσιάζοντάς την σαν μια σύγκρουση μεταξύ πίστης και αθεΐας. Και αυτό θα κάνει την αναμέτρηση σκληρότερη, διότι θα επικρατεί ένας τυφλός φανατισμός που θα αποκλείει κάθε συζήτηση για τα πραγματικά συμφέροντα αυτών των τάξεων. Αλλά, και εδώ πάλι, η δύναμη της εργατικής τάξης βρίσκεται στο ότι θέτει στο επίκεντρο τον οικονομικό σκοπό, και συγκεκριμένα την οργάνωση της εργασίας από τις ίδιες τις εργαζόμενες και παραγωγικές τάξεις, μια οργάνωση που αποκλείει κάθε κυριαρχία των εκμεταλλευτικών συμφερόντων. Με τη συλλογική διαχείριση της παραγωγής, που αποτελεί θεμέλιο και προϋπόθεση για μια γνήσια ανάπτυξη της σκέψης και του πνεύματος για όλους, θα εξαφανιστεί κάθε ίχνος της καταπίεσης των προηγούμενων νοοτροπιών. Στο τέλος, αν οι οικονομικές αναγκαιότητες υποχρεώσουν αυτές τις τάξεις να συνεργαστούν με την εργατική τάξη, αν η συνεργασία τους στο έργο της μεγάλης ενότητας τους προαναγγέλλει τη χειραφέτησή τους από κάθε καπιταλιστική εκμετάλλευση, θα πρέπει να αναμένει κανείς ότι θα ανθίσει και για αυτές μια νέα πνευματική ζωή που θα αντικαταστήσει τις προηγούμενες θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
9.
Έτσι, κατά πάσα πιθανότητα, θα στερέψουν οι πηγές από τις οποίες προέρχονταν στην ιστορία του ανθρώπινου είδους οι ζωτικές δυνάμεις της θρησκείας. Καμιά φυσική δύναμη δεν θα μπορεί να τρομοκρατεί τον Άνθρωπο καμιά φυσική καταστροφή, καμιά καταιγίδα, καμιά πλημμύρα, κανένας σεισμός ή επιδημία δεν θα μπορεί να απειλεί την ύπαρξή του. Χάρη σε ολοένα εγκυρότερες προβλέψεις, με μια ολοένα μεγαλύτερη ανάπτυξη των επιστημών και μιας όλο και πιο θαυμαστής τεχνολογίας, οι κίνδυνοι θα περιοριστούν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό: καμιά ανθρώπινη ζωή δεν θα πηγαίνει χαμένη. Η επιστήμη και οι εφαρμογές της θα κάνουν την ανθρωπότητα κυρίαρχη των φυσικών δυνάμεων, τις οποίες θα χρησιμοποιεί για τις δικές της ανάγκες. Καμιά πανίσχυρη ή ακατανόητη κοινωνική δύναμη δεν θα μπορεί να πλήττει ή να τρομοκρατεί το ανθρώπινο είδος· οι άνθρωποι διαμέσου της οργάνωσης της εργασίας θα έχουν τον έλεγχο του ίδιου του πεπρωμένου τους, και ταυτόχρονα θα έχουν υπό τον έλεγχό τους όλες τις πνευματικές δυνάμεις της βούλησης και του συναισθήματος. Η αγωνία τους να πρέπει να παρουσιαστούν ενώπιον ενός υπέρτατου δικαστή που θα αποφασίζει για το πεπρωμένο του καθενός στον αιώνα τον άπαντα – μια αγωνία που επί αιώνες προκαλούσε αναρίθμητους τρόμους στην ανυπεράσπιστη ανθρωπότητα – θα χαθεί, όταν χάρη στη συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων και την αυτοθυσία για την κοινότητα πάψουν να υπάρχουν οποιoιδήποτε περιορισμοί από ηθικούς κανόνες. Έτσι όλες οι λειτουργίες που εκπλήρωνε η θρησκεία στη σκέψη και τα συναισθήματα των ανθρώπων θα εκπληρώνονται από άλλους τρόπους σκέψης και συναίσθησης.
Πέρα από όλα αυτά, όμως, δεν θα παραμείνει άραγε η λειτουργία που αιωνίως εκπλήρωνε η θρησκεία, να δίνει δηλαδή παρηγοριά και σιγουριά στις στιγμές της επιθανάτιας αγωνίας και του θανάτου; Η σιγουριά να μπορεί κανείς να εξασφαλίζει τη ζωή του με τη δουλειά του, η εξαφάνιση πολλών από τις αιτίες πρόωρου θανάτου που οφείλονταν στη φτώχεια, την αρρώστια και τα ατυχήματα, δεν επηρεάζουν το θεμελιώδες βιολογικό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ζωντανών όντων, ότι η ζωή τους είναι προσωρινή και έχει περιορισμένη διάρκεια. Η σημασία αυτού του γεγονότος και η επιρροή του στις ανθρώπινες ιδέες, ωστόσο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές σχέσεις. Η πίστη στην επιβίωση του πνεύματος, της ψυχής, αυτός ο ψυχολογικός θεμέλιος λίθος όλων των θρησκειών, στην μορφή με την οποία εξελίχθηκε στην εποχή μας είναι μια συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Το πανίσχυρο συναίσθημα της εξατομικευμένης προσωπικότητας, που έχει τις ρίζες του στην εξατομικευμένη εργασία που επιτελεί κανείς με δική του ευθύνη, μεμονωμένος από τους άλλους, απλούστευε αυτήν την πίστη στην ανάγκη να είναι πεπεισμένος ότι το άτομο, στην πραγματική του ουσία, δηλαδή ως πνευματική ύπαρξη, είναι αιώνιο. Στην πάλη του για τη ζωή του, κάθε άτομο ήταν απομονωμένο – καθένας πάλευε για λογαριασμό του ή κρατιόταν από τους πολύ χαλαρούς δεσμούς που ένωναν τα μέλη οποιασδήποτε ομαδοποίησης. Γύρω από κάθε άτομο υπήρχε, όμως, μια μικρή ομάδα, όπως η οικογένεια, που αποτελούσε μια κάποιου είδους πόλη οχυρωμένη, μικρή, απομονωμένη και ανεξάρτητη, η οποία βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με άλλες πόλεις. Έτσι, οι βιολογικοί δεσμοί μεταξύ ζευγαριών και μεταξύ γονιών και παιδιών έγιναν οι μόνοι στέρεοι δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων, στο οικονομικό και υλικό επίπεδο όπως και στο πνευματικό. Η αναπάντεχη διάρρηξη αυτών των δεσμών, ή ακόμη και κάποια αναμενομένη, βιωνόταν από όλους ως η μεγαλύτερη από όλες τις συμφορές: οι έγνοιες που είχαν οι ετοιμοθάνατοι για αυτούς που άφηναν πίσω τους, η μοναξιά που αισθάνονταν αυτοί οι τελευταίοι, η οποία συχνά επιδεινωνόταν λόγω κάποιας επακόλουθης οικονομικής κατάρρευσης, ελάχιστα αντισταθμίζονταν από την παρουσία συγγενών και φίλων, που και αυτοί οι ίδιοι συνήθως ήταν απορροφημένοι κυρίως από τις έγνοιες της δικής τους βιοπάλης. Έτσι, χάρη στην πίστη σε μια νέα αντάμωση στην αιωνιότητα με αυτούς που αποχωρίζονταν και σε μια προστάτιδα θεία πρόνοια, στην οποία οι άνθρωποι όφειλαν να υποταχτούν για να μπορούν να αντέχουν τα καπρίτσια της μοίρας, η θρησκεία χρησίμευε επί αιώνες ως παρηγοριά.
Με την εγκατάσταση του νέου τρόπου παραγωγής, θα εξαφανιστούν και πολλοί λόγοι που οδηγούσαν τους ανθρώπους στη θρησκευτική πίστη, και ιδιαίτερα αυτοί που μόλις εξετάσαμε. Το συναίσθημα της ατομικότητας θα αλλάξει εντελώς χάρη στο συναίσθημα της αλληλεγγύης που θα αναπτυχθεί, αλληλεγγύη στην οποία θα αφιερώσει ο καθένας τον εαυτό του και από την οποία θα αντλεί τη μεγαλύτερή του δύναμη. Τότε, δεν θα υπάρχει καμιά ανάγκη για αυτήν την ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς στην αθανασία της ψυχής: στην πραγματικότητα, αυτή που είναι αιώνια και αθάνατη είναι η κοινότητα στην οποία ανήκει κανείς. Οτιδήποτε έχει παραχθεί από τον κάθε άνθρωπο, οτιδήποτε στο οποίο έχει αφιερώσει τις καλύτερες δυνάμεις του, συνεχίζει να ζει εντός αυτής της κοινότητας. Η πνευματική του ύπαρξη είναι αιώνια στο βαθμό που αποτελεί μέρος της πνευματικής ύπαρξης όλης της ανθρωπότητας, και δεν χρειάζεται πια να επιβιώνει σαν κάποιο φάντασμα, ξεχωριστά από τους άλλους.
Δεσμοί αλληλεγγύης, πολύ ισχυρότεροι από αυτούς που ένωναν στο παρελθόν τα μέλη της ίδιας οικογένειας, θα ενώνουν όλους τους ανθρώπους. Δεν θα υπάρχει πια καμιά ανάγκη να ανησυχεί κανείς για τις οικονομικές συνέπειες ενός θανάτου ούτε να αγωνιά για αυτούς που αφήνει πίσω του – ανησυχίες που στο παρελθόν έκαναν οδυνηρότερη την επιθανάτια αγωνία. Και η θλίψη για τον παντοτινό αποχωρισμό θα εξασθενήσει, αφού οι ισχυροποιημένοι δεσμοί της ανθρώπινης αδελφοσύνης δεν θα αφήνουν πια χώρο στα αισθήματα απομόνωσης και μοναξιάς. Ο θάνατος θα χάσει τον τρομαχτικό του χαρακτήρα για μια γενιά που θα έχει μάθει, στη διάρκεια του σφοδρού αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπινου είδους, να θυσιάζει την ίδια τη ζωή της. Και τα αισθήματα αγάπης για την κοινότητα που θα δημιουργηθούν ως αποτέλεσμα αυτού του αγώνα, θα σταθεροποιούνται και θα δυναμώνουν όλο και περισσότερο μέσα στην εργασιακή κοινότητα των ελεύθερων ενωμένων παραγωγών.
Η τυχερή γενιά στην οποία θα γεννηθεί η νέα ανθρωπότητα, θα αντιλαμβάνεται τότε κάθε ατομική ζωή απλώς ως την προσωρινή μορφή που θα παίρνει μια κοινωνική ζωή που θα αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο.
Μετάφραση από τα αγγλικά και τα γαλλικά: Γ. Παπαπαναγιώτου
1 (στμ. από την Wikipedia) «Ο χαρτισμός ήταν ένα κίνημα για πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, κυρίως μεταξύ 1838 και 1850. Πήρε το όνομά του από τον Χάρτη του Λαού του 1838, που όριζε τους έξι κύριους στόχους του κινήματος:
- Μια ψήφος για κάθε άνθρωπο άνω των είκοσι ενός ετών, που έχει σώας τας φρένας, και δεν έχει υποβληθεί σε τιμωρία για έγκλημα.
- Μυστική ψηφοφορία. – Για την προστασία του εκλογέα κατά την άσκηση της ψήφου του.
- Καμία προαπαίτηση ύπαρξης ιδιοκτησίας για τα μέλη του Κοινοβουλίου – καθιστώντας έτσι δυνατό στους ψηφοφόρους στις εκλογικές περιφέρειες να εκλέξουν το άτομο της επιλογής τους, είτε είναι πλούσιος είτε φτωχός.
- Πληρωμή των μελών του κοινοβουλίου, επιτρέποντας έτσι σε μια τίμια έμπορο, έναν εργάτη, ή όποιο άλλο πρόσωπο, να εκπροσωπήσει μια εκλογική περιφέρεια, χωρίς να τον εμποδίζει η οικονομική του κατάσταση να ασχοληθεί με τα συμφέροντα της χώρας.
- Ανάλογες εκλογικές περιφέρειες, εξασφαλίζοντας το ίδιο ποσοστό εκπροσώπησης για τον ίδιο αριθμό εκλογέων, αντί να επιτρέπεται στις μικρές εκλογικές περιφέρειες να ισοσκελίζουν την ψήφο των μεγάλων.
- Ετήσια κοινοβούλια, επιτρέποντας έτσι πιο τελεσφόρο ελέγχο, ενάντια στη δωροδοκία και τον εκφοβισμό, ώστε τα μέλη, αφού θα εκλέγονται για ένα έτος μόνο, να μην μπορούν να προδώσουν τους ψηφοφόρους τους όπως τώρα.»
Πολύ ωραίος πραγματικά ο Πάνενουκ. Κάποιες μόνο ενστάσεις: 1) Τοποθετεί το μονοθεϊσμό στο πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, την περίοδο της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης. Όπως γνωρίζουμε αυτό το πέρασμα συνέβη κάτι παραπάνω από 1000 χρόνια πριν. Μάλλον ο παρασύρθηκε για να τα φορτώσει όλα στον καπιταλισμό. Αλλά και ως μαρξιστής, μάλλον θέτει ως δευτερεύουσες τις ιδεολογίες στις κοινωνικές συνθήκες σε δεύτερη μοίρα, σε σχέση με την οικονομία. Η αποδοχή του μονοθεισμού από τη Ρώμη είτε έχει να κάνει με την ενσωμάτωση των ριζοσπαστών πρώτων χριστιανών από το κράτος (όπως ακριβώς έγινε και με τους μαρξιστές) είτε με τη χρησιμοποίηση μια διεθνιστικής θρησκείας προς ιδεολογική στήριξη της πολυεθνικής αυτοκρατορίας. 2) Αγνοεί την ψυχολογία του ατόμου και το συλλογικό φόβο του θανάτου προβάλλοντας ότι αν αλλάξουν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες η πίστη θα χαθεί. 3) Δεν πρόλαβε να δει τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα της λατινικής Αμερικής όπου η Θεολογία της απελευθέρωσης αποτέλεσε βασικό ιδεολογικό σύμμαχο των εργατών και των αγροτών ενάντια στην αστική. (χωρίς να εξιδανικεύω αυτά τα κινήματα) 4. Θεολογικά, όσον αφορά το παρακάτω ερώτημα ” γιατί άραγε ο Άνθρωπος χρειάζεται μια άφεση των υποτιθέμενων αμαρτημάτων του, όταν ο μόνος υπεύθυνος για τα δημιουργήματά του πρέπει να είναι ο ίδιος ο Δημιουργός;” Η απάντηση είναι “η ελευθερία της επιλογής” που είναι διάχυτη σε όλη την Καινή Διαθήκη.
LikeLiked by 2 people