Άντον Πάννεκουκ (με το ψευδώνυμο J. Harper): Ο ρόλος του φασισμού
[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό International Council Correspondance, vol. 2, no. 8, τον Ιούλιο του 1936, πηγή Archives Anton Pannekoek]
1.
Το κύριο χαρακτηριστικό του φασισμού είναι η συγκρότηση της μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης, με τις στενοκέφαλες και απαρχαιωμένες ιδέες τους για την ιδιωτική μικροεπιχείρηση, σε μια μαζική οργάνωση αρκετά ισχυρή ούτως ώστε να θέσει υπό τον έλεγχό της και να χτυπήσει τις εργατικές οργανώσεις. Αυτά τα κοινωνικά στρώματα, στρυμωγμένα ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, επειδή είναι ανήμπορα να αγωνιστούν ενάντια στον καπιταλισμό, είναι πάντοτε έτοιμα να στραφούν ενάντια στον αγώνα της εργατικής τάξης.
Ο φασισμός, παρόλο που μισεί το μεγάλο κεφάλαιο και προβάλλει αντικαπιταλιστικά συνθήματα, είναι ένα εργαλείο στα χέρια του καπιταλισμού, ο οποίος χρηματοδοτεί και καθοδηγεί την πολιτική του δράση με στόχο την καθυπόταξη των εργαζομένων.
Οι ιδέες και οι θεωρίες του φασισμού στρέφονται κυρίως ενάντια στην ταξική πάλη, ενάντια στην τάση των εργαζομένων να συναισθάνονται και να ενεργούν σαν ξεχωριστή κοινωνική τάξη. Ως αντίβαρο, προωθεί μια ισχυρή εθνικοφροσύνη, την ιδέα της ενότητας του έθνους ενάντια σε ξένα έθνη. Σε αυτό το έθνος οι εργαζόμενοι έχουν τη θέση τους, όχι ως ξεχωριστή τάξη αλλά ενωμένοι με τους εργοδότες, μέσα στις βιομηχανικές και αγροτικές ομάδες παραγωγής. Εκπρόσωποι από αυτές τις ανάμεικτες ομάδες συνιστούν τα συμβουλευτικά όργανα για την κυβέρνηση. Αυτό είναι το αποκαλούμενο Συντεχνιακό κράτος, που θεμελιώνεται στην άμεση αντιπροσώπευση των παραγωγικών ομάδων της κοινωνίας, μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ο φασισμός αντιτίθεται στο κοινοβουλευτικό σύστημα, για το οποίο θεωρεί ότι πρακτικά δεν έχει καμιά χρησιμότητα, και επιπλέον το καταγγέλλει ως διαλυτική δύναμη που ενσπείρει διχόνοιες μέσα στο έθνος.
Ο κοινοβουλευτισμός είναι η έκφραση της κυριαρχίας του λαού, των πολιτών· η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου που έχουν εκλέξει οι πολίτες. Ο φασισμός βάζει το κράτος πάνω από τους πολίτες. Το Κράτος, ως οργάνωση του έθνους, είναι ο υπέρτατος σκοπός στον οποίο οι πολίτες οφείλουν να υποτάσσονται. Για το φασισμό, προέχουν οι υποχρεώσεις του λαού, ο αυταρχισμός και η υπακοή στην εξουσία, όχι η δημοκρατία και τα δικαιώματα του λαού. Διορίζει επικεφαλής του κράτους τον αρχηγό του κόμματος, σαν δικτάτορα, προκειμένου να κυβερνήσει με τους κομματικούς του συνοδοιπόρους χωρίς να παρεμποδίζεται από κάποιους εκλεγμένους εκπροσώπους του κοινοβουλίου.
Είναι προφανές ότι αυτή η μορφή διακυβέρνησης ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού. Σε έναν καπιταλισμό στην υψηλότερη βαθμίδα της εξέλιξής του, η οικονομική ισχύς δεν εδράζεται πια σε μια πολυάριθμη τάξη ανεξάρτητων παραγωγών, όπως συνέβαινε στην αρχή, αλλά σε μια ολιγάριθμη ομάδα μεγάλων καπιταλιστών. Τα συμφέροντα αυτών των τελευταίων εξυπηρετούνται καλύτερα όταν ασκούν την επιρροή τους σε μια ολιγάριθμη ομάδα που κυβερνά απολυταρχικά, ενώ και οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες φαίνονται πιο ασφαλείς και προστατευμένες όταν κάθε αντίδραση των εργαζομένων και κάθε έκφραση δημόσιας κριτικής καταστέλλεται με σιδερένια πυγμή. Για αυτό, είναι ορατή πλέον σε όλες τις χώρες μια τάση να αυξάνεται η εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης και των αρχηγών του κράτους. Παρόλο που και αυτό αποκαλείται μερικές φορές φασισμός, υπάρχει κάποια διαφορά όταν διατηρείται ο κοινοβουλευτικός έλεγχος σε σχέση με την περίπτωση όπου επιβάλλεται ένα ανοιχτά δικτατορικό καθεστώς, που στηρίζεται στην τρομοκρατία μιας πανίσχυρης κομματικής οργάνωσης.
Κάπως αργότερα από την Ιταλία, έλαβε χώρα και στη Γερμανία μια ανάλογη ανάπτυξη του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος. Η επανάσταση του 1918 είχε φέρει τους σοσιαλιστές στην εξουσία, αλλά αυτή η εξουσία χρησιμοποιήθηκε για να προστατέψει τον καπιταλισμό. Οι σοσιαλιστές στην κυβέρνηση άφηναν τους καπιταλιστές να λειτουργούν ασύδοτα. Οι μικροαστικές τάξεις, βλέποντας τους ανταγωνιστές τους, και από την αστική και από την εργατική τάξη, να είναι τώρα ενωμένοι και τους σοσιαλιστές αξιωματούχους να εμπλέκονται σε βρώμικα καπιταλιστικά παιχνίδια, θεώρησαν ότι το σοσιαλιστικό κράτος και η καπιταλιστική κερδοσκοπία συνιστούσαν μια και μόνη πηγή διαφθοράς μιας διεθνούς συμμορίας απατεώνων. Σε αυτήν την κατάσταση αντιπαράθεταν την τίμια μικρή επιχείρηση των μικροαστών και των συντηρητικών αγροτών του παλιού καιρού. Αυτοί που οργάνωσαν και στελέχωσαν τις πρώτες εθνικοσοσιαλιστικές ομάδες κρούσης ήταν οι νεαροί διανοούμενοι των πανεπιστημίων, που έβρισκαν το – προηγουμένως δικό τους – μονοπώλιο κρατικών αξιωμάτων να έχει καταπατηθεί από μισητούς σοσιαλιστές ηγέτες, και οι αποστρατευμένοι αξιωματικοί, που βρέθηκαν εκτός στρατεύματος λόγω της μείωσης του στρατιωτικού προσωπικού1.
Ήταν φανατικοί εθνικιστές επειδή ανήκαν στις μικροαστικές και μεσοαστικές τάξεις, αλλά και επειδή αντιτάσσονταν στον διεθνισμό της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας. Αυτοαποκαλούνταν σοσιαλιστές, επειδή το μικροαστικό τους ένστικτο ήταν εχθρικό απέναντι στο μεγάλο βιομηχανικό και χρηματιστικό κεφάλαιο. Ήταν επίσης σφοδρά αντισημίτες. Πρώτον, επειδή το εβραϊκό κεφάλαιο έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στη Γερμανία, ειδικά στην ανάπτυξη των μεγάλων καταστημάτων, τα οποία οδήγησαν στη χρεωκοπία τους μικρούς καταστηματάρχες. Δεύτερον, επειδή πολυάριθμοι Εβραίοι διανοούμενοι πλειοψηφούσαν στα πανεπιστήμια και τα μορφωμένα επαγγέλματα, και, εξαιτίας της επιμέλειας και της εξυπνάδας τους – π.χ., ως δικηγόροι και γιατροί –, συχνά ξεπερνούσαν τούς Γερμανούς ανταγωνιστές τους.
Αυτοί οι εθνικοσοσιαλιστές υποστηρίζονταν οικονομικά από πολλές μεγάλες καπιταλιστικές εταιρείες, και ειδικά από την πολεμική βιομηχανία, η οποία αισθάνονταν ότι τα συμφέροντά της κινδύνευαν από τις αλλεπάλληλες διασκέψεις για τον αφοπλισμό. Συγκρότησαν τις παράνομες ομάδες κρούσης εναντίον του ανερχόμενου μπολσεβικισμού. Έπειτα, ήλθε και η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδεινώνοντας τις συνθήκες στην Γερμανία, που ήταν ήδη εξαντλημένη από τις πολεμικές αποζημιώσεις των συμφωνιών ειρήνης, μετά από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η εξέγερση των απεγνωσμένων μεσοαστικών τάξεων ανέδειξε το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα στην θέση του ισχυρότερου κόμματος, και του έδωσε τη δυνατότητα να αρπάξει την εξουσία και να κάνει τον αρχηγό του δικτάτορα της Γερμανίας.
Φαινομενικά, αυτή η δικτατορία των μεσοαστικών ιδεών καταφέρεται ταυτόχρονα εναντίον και των δύο, και του μεγάλου καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος. Είναι, ωστόσο, προφανές ότι ένα τέτοιο μικρο-μεσοαστικό πρόγραμμα για ένα καπιταλισμό που θα επιστρέψει στις ρίζες, στις αξίες των μικρών επιχειρήσεων όπως ήταν σε παλιές εποχές, δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί. Σύντομα έγινε ολοφάνερο στη Γερμανία ότι ο μεγάλος καπιταλισμός και οι μεγαλογαιοκτήμονες αριστοκράτες εξακολουθούσαν να είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι πίσω από το κυβερνών εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Στην πραγματικότητα, αυτό το κόμμα δρα σαν εργαλείο του καπιταλισμού για την καταπολέμηση και την εξουδετέρωση των εργατικών οργανώσεων.
Η δύναμη των νέων συνθημάτων ήταν τόσο ισχυρή που πήραν με το μέρος τους και έναν μεγάλο αριθμό εργατών, που προσχώρησαν στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Καθώς ήταν μαθημένοι να ακολουθούν ηγέτες, και από τη στιγμή που οι δικοί τους ηγέτες τούς είχαν απογοητεύσει, ακολούθησαν τους νέους ισχυρότερους ηγέτες. Το μεγαλείο και η δύναμη των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών είχαν ξεθωριάσει. Ο εθνικοσοσιαλισμός υποσχόταν στους εργαζόμενους έναν καλύτερο σοσιαλισμό, που θα πραγματοποιούνταν διαμέσου της ταξικής ειρήνης αντί του ταξικού πολέμου. Τους πρόσφερε την προσήκουσα θέση τους μέσα στο έθνος ως μέλη ενός ενιαίου και αδιαίρετου λαού, όχι ως μιας ξεχωριστής κοινωνικής τάξης.
Σε κάποιες χώρες, εξαιτίας της νίκης του φασισμού ή ανάλογων καθεστώτων, οι εργατικές τάξεις πισωδρόμησαν στον συστηματικά ανοδικό τους αγώνα για την απελευθέρωσή τους. Οι οργανώσεις τους εξαρθρώθηκαν, ή, στην περίπτωση των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών, τέθηκαν υπό την άμεση διοίκηση των αξιωματούχων του καπιταλιστικού κράτους. Οι εργατικές εφημερίδες και η ελευθερία του λόγου απαγορεύτηκαν· η σοσιαλιστική και κομμουνιστική προπαγάνδα απαγορεύτηκαν και τιμωρούνταν με φυλάκιση, με στρατόπεδα συγκέντρωσης ή με μακροχρόνια κάθειρξη. Σε μια τέτοια κατάσταση καταναγκαστικής ομοιομορφίας γνώμης, δεν υπάρχει χώρος για επαναστατικές διδασκαλίες. Ο δρόμος της ομαλής προοδευτικής πορείας προς την προλεταριακή εξουσία, με την ανάπτυξη της διαφώτισης και της οργάνωσης μέσω προπαγάνδας και συζητήσεων, ο δρόμος για την επανάσταση και την απελευθέρωση, είναι φραγμένος από αυτό το αδιαπέραστο αντιδραστικό τείχος.
Έτσι τουλάχιστον φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αν, όμως, κοιτάξουμε το πρόβλημα βαθύτερα, σημαίνει απλώς ότι έχει φραχτεί για τους εργαζόμενους ο ήπιος και ειρηνικός δρόμος της βαθμιαίας ανοδικής τους πορείας προς την εξουσία. Έχουμε προηγούμενα πει ότι τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου, του συνέρχεσθαι και συνδικαλίζεσθαι, τα δικαιώματα της διάδοσης των ιδεών και της δημιουργίας πολιτικών κομμάτων, ήταν αναγκαία για τον καπιταλισμό. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητα προκειμένου να διασφαλίζεται μια εύρυθμη λειτουργία για την καπιταλιστική παραγωγή και ανάπτυξη. Σημαίνει ότι, από τη στιγμή που αυτά τα δικαιώματα παύουν να υπάρχουν, ο ταξικός ανταγωνισμός θα οδηγηθεί στο τέλος να εκραγεί με σοβαρές εξεγέρσεις και βίαια επαναστατικά κινήματα. Αυτός που καλείται να αποφανθεί, να αποφασίσει αν προτιμάει αυτόν το δρόμο ή όχι, είναι η αστική τάξη.
Και πράγματι έχει λόγους να επιλέξει αυτόν το δρόμο. Είναι πεπεισμένη ότι η σημερινή σοβαρή παγκόσμια κρίση τραντάζει συθέμελα το καπιταλιστικό σύστημα. Γνωρίζει ότι η μειωμένη παραγωγή δεν μπορεί ταυτοχρόνως να αφήνει ικανοποιητικά κέρδη και να θρέφει ολόκληρη την εργατική τάξη. Είναι αποφασισμένη να μην επιβαρυνθεί η ίδια τις ζημιές. Έχοντας αυτά τα δεδομένα υπόψη της, συνειδητοποιεί ότι οι εργαζόμενοι, λιμοκτονώντας εξαιτίας της ανεργίας, θα αναγκαστούν να ξεσηκωθούν και ότι θα ξεσηκωθούν με εξεγέρσεις. Για αυτό το λόγο, προσπαθεί να τους αποτρέψει προληπτικά, ενισχύοντας τη δική της θέση, σφυρηλατώντας μια ισχυρή ενότητα σε ολόκληρη την αστική τάξη, θωρακίζοντας την κρατική εξουσία, δένοντας σφιχτά τους εργαζόμενους σε αυτό το κράτος, και στερώντας τους τα παλιά μέσα άμυνας που διέθεταν, τους σοσιαλιστές εκπροσώπους τους και τις οργανώσεις τους. Αυτός είναι ο λόγος που ο φασισμός ισχυροποιήθηκε τόσο πολύ κατά τα τελευταία χρόνια.
Κάποτε, ο καπιταλισμός είχε φανεί να συνειδητοποιεί ότι ο καλύτερος τρόπος εξαπάτησης των εργαζομένων ήταν διαμέσου μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας και ψευτο-μεταρρυθμίσεων. Τώρα στρέφεται σε άλλη κατεύθυνση, στην ωμή καταδυνάστευση. Αυτό πρέπει να οδηγήσει τους εργαζόμενους στην αντίσταση και σε αποφασιστικό ταξικό αγώνα. Για ποιο λόγο το κάνει αυτό ο καπιταλισμός; Δεν το κάνει με ελεύθερη βούληση και επιλογή, αλλά επειδή εξαναγκάζεται, επειδή πιέζεται από υλικές, οικονομικές δυνάμεις που είναι εγγενείς στην εσώτατη φύση του· εξαιτίας της σοβαρότατης οικονομικής κρίσης που θέτει σε κίνδυνο τα κέρδη του και επειδή ξυπνάει τους φόβους του για μια επικείμενη επανάσταση.
Θριαμβεύοντας, ο φασισμός καυχιέται ότι έχει φράξει για πάντα τον δρόμο στον κομμουνισμό. Ο ισχυρισμός του βασίζεται στο γεγονός ότι έχει συντρίψει το εργατικό κίνημα. Αυτό που έχει όντως καταστρέψει είναι μόνον τις αναποτελεσματικές, πρωτόγονες μορφές του εργατικού κινήματος. Κατέστρεψε τις ψευδαισθήσεις, τις παλιές σοσιαλιστικές πεποιθήσεις, τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα – όλα αυτά που ήταν ήδη απαρχαιωμένα και στέκονταν εμπόδιο στην πρόοδο του κινήματος. Την ίδια στιγμή, κατάργησε και τις παλιές κομματικές διχόνοιες που έστρεφαν εργαζόμενους ενάντια σε άλλους εργαζόμενους. Με αυτόν τον τρόπο, έχει αποκαταστήσει το αίσθημα της έμφυτης ταξικής τους ενότητας.
Τα κόμματα είναι ομάδες ατόμων που έχουν κοινές απόψεις· οι οργανώσεις στηρίζονται στη συμμετοχή των μελών τους – αυτά και τα δύο είναι περιστασιακά και δευτερεύουσας σημασίας. Η μόνιμη πρωταρχικής σημασίας πραγματικότητα είναι η κοινωνική τάξη που θεμελιώνεται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού. Παραδοσιακά, οι εργαζόμενοι θεωρούσαν την πολιτική άποψη και την ένταξη σε μια πολιτική οργάνωση ως τα πραγματικά στοιχεία που τους διαχώριζαν από τους καπιταλιστές. Σκέφτονταν και συναισθάνονταν με γνώμονα τα κόμματα και τις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες – και μπορεί, πάντα εξαιτίας της παράδοσης, να συνεχίζουν να το κάνουν για κάποιο διάστημα. Τώρα, είναι αναγκασμένοι να σκέφτονται και να συναισθάνονται με βάση την τάξη στην οποία ανήκουν. Μη έχοντας πια ανάμεσά τους διαχωριστικά τείχη, στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλον, και διαπιστώνουν ότι όλοι τους είναι σύντροφοι, ότι όλοι υφίστανται την ίδια καπιταλιστική εκμετάλλευση. Τώρα, δεν υπάρχει κάποια κομματική πειθαρχία που να μπορεί να τους καλεί σε δράση· θα πρέπει οι ίδιοι να σκεφτούν προσεκτικά και να προχωρήσουν στις δικές τους δράσεις όταν το βάρος του φασιστικού καπιταλισμού γίνει ανυπόφορο. Η θολούρα των αντιτιθέμενων κομματικών απόψεων, των πολιτικών συνθημάτων, της στενομυαλιάς των συνδικάτων, όλα αυτά που λιγόστευαν τη φυσιολογική ταξική συνείδηση έχουν καταστραφεί. Βρίσκονται αντιμέτωποι με την σκληρή και ανελέητη πραγματικότητα του καπιταλισμού, και το μόνο που έχουν για να την καταπολεμήσουν είναι οι εαυτοί τους οι ίδιοι· στο μόνο που μπορούν να βασιστούν είναι η ταξική τους ενότητα.
Τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης στη Γερμανία και την Ιταλία έχουν εξαφανιστεί· μόνον οι εξόριστοι ηγέτες τους συνεχίζουν να μιλούν ως εάν τα κόμματα να ήταν αυτοί οι ίδιοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν για πάντα εξαφανιστεί. Στην περίπτωση που λάβει χώρα μια εξέγερση της εργατικής τάξης, θα επιστρέψουν παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως ηγέτες. Πρέπει να κατατροπωθούν ξανά, από τους εργαζόμενους αυτή τη φορά, με τη συνειδητή αναγνώριση του γεγονότος ότι είναι απαρχαιωμένοι.
Αυτό δεν σημαίνει ότι κόμματα δεν θα υπάρχουν πια στο μέλλον, ότι ο ρόλος τους έχει τελειώσει. Σε επαναστατικές περιόδους, θα ανακύψουν αναμφίβολα νέα κόμματα για να εκφράσουν στις νέες καταστάσεις τις αναπόφευκτες διαφορές απόψεων που υπάρχουν μέσα στην εργατική τάξη για τις ακολουθητέες τακτικές. Κόμματα αυτού του είδους είναι απαραίτητα στοιχεία για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να δέχεται τις έτοιμες απόψεις και πολιτικές πλατφόρμες που εκπορεύονται από ένα δικτατορικό κόμμα που αξιώνει να σκέφτεται για λογαριασμό της, και που απαγορεύει την έκφραση προσωπικών απόψεων. Η εργατική τάξη πρέπει να εξετάζει προσεκτικά τα δεδομένα και να βρίσκει η ίδια για λογαριασμό της το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει. Από την άλλη πλευρά, οι απόψεις σχετικά με την κατάσταση και για αυτό που πρέπει να γίνει δεν μπορούν παρά να διαφέρουν μεταξύ τους, επειδή οι ζωές τους – παρόλο που ως επί το πλείστον μοιάζουν – παρουσιάζουν διαφορές στις διάφορες υποκατηγορίες. Έτσι, θα δημιουργηθούν ομάδες με κοινές απόψεις για να μελετούν την κατάσταση, να συζητούν και να διαδίδουν τις ιδέες τους, να αγωνιστούν ενάντια στις ιδέες και τις θεωρίες της αστικής τάξης, να διεξάγουν ιδεολογικές και πολιτικές διαμάχες με άλλες ομάδες. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η εργατική τάξη αυτομορφώνεται στην πράξη.
Θα μπορούσε κανείς να ονομάσει τα κόμματα αυτού του είδους «ομάδες ανιχνευτών στην καπιταλιστική ζούγκλα». Οφείλουν να διερευνούν τους τρόπους, τα επιστημονικά δεδομένα και τις συγκυρίες, να τα συζητούν αυτά μεταξύ τους ελεύθερα και με αμοιβαιότητα, να παρουσιάζουν και να αναλύουν στους συναδέλφους τους εργαζόμενους τις ιδέες τους, τις εξηγήσεις τους, τις συμβουλές τους. Τέτοιου είδους κόμματα, που λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, είναι απαραίτητα εργαλεία για την ανάπτυξη της διανοητικής ισχύος της εργατικής τάξης.
Αποστολή τους δεν είναι να δρουν αυτά αντί των εργαζομένων, να κάνουν την πραγματική αγωνιστική δουλειά για λογαριασμό των εργαζομένων και να τους σέρνουν πίσω τους σαν κοπάδι. Δεν θα έχουν την δύναμη να υποκαταστήσουν την εργατική τάξη στο ρόλο της. Η άποψη του κόμματος θα είναι ήσσονος σημασίας· πρωταρχικής σημασίας θα είναι η ταξική ενότητα και η ταξική δράση.
2.
Υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας, που είναι φασιστικές χώρες, και της μπολσεβίκικης Ρωσίας. Κυβερνώνται από δικτάτορες, τους επικεφαλής δικτατορικών κομμάτων – το Κομμουνιστικό Κόμμα στη Ρωσία, το Φασιστικό Κόμμα στην Ιταλία, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα στη Γερμανία. Αυτά τα κόμματα είναι μεγάλες, πανίσχυρα οργανωμένες ομάδες, οι οποίες με το ζήλο και τον ενθουσιασμό τους, την προσήλωσή τους στον αγώνα, με την πειθαρχία και την ενεργητικότητά τους, είναι σε θέση να κυριαρχούν στο κράτος και τη χώρα, και να επιβάλλουν τη σφραγίδα μιας σκληρής, μεγάλης ενότητας.
Πρόκειται για μια ομοιότητα που έχει να κάνει μόνον με τη μορφή: το περιεχόμενο είναι διαφορετικό. Στη Ρωσία τις παραγωγικές δυνάμεις τις αναπτύσσει ο κρατικός καπιταλισμός· το ιδιωτικό κεφάλαιο τελεί υπό απαγόρευση. Αντίθετα, στην Ιταλία και τη Γερμανία, το κράτος και το κυβερνών κόμμα συνδέονται στενά με τη μεγάλης κλίμακας ιδιωτική κεφαλαιοκρατία. Και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, στους φασιστικούς στόχους περιλαμβάνεται και μια καλύτερη οικονομική οργάνωση της κοινωνίας.
Όταν μιλάμε για μεγάλες επιχειρήσεις, καταλαβαίνουμε πάντοτε ότι υπάρχει μια οργάνωση της παραγωγής, των μεταφορών και του τραπεζικού συστήματος, στα χέρια ενός μικρού αριθμού από ιθύνοντες. Αυτά τα συγκριτικά πολύ λίγα άτομα ελέγχουν και εξουσιάζουν τη μάζα των μικρότερων καπιταλιστών. Ήδη, οι διάφορες πολιτικές κυβερνήσεις ήταν και στο παρελθόν συνδεδεμένες με αυτούς τους μεγάλους καπιταλιστές. Τώρα, όμως, το φασιστικό πρόγραμμα διακηρύσσει ανοιχτά ότι η αποστολή της κρατικής εξουσίας είναι να διευθύνει και να ρυθμίζει τις οικονομικές δυνάμεις της κοινωνίας. Η άνοδος του εθνικισμού σε όλες τις χώρες, και οι προετοιμασίες για παγκόσμιο πόλεμο, όπως εκφράζονται στα συνθήματα για αυτάρκεια, δηλαδή να μπορεί κάθε κράτος να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού βασιζόμενο μόνο στους δικούς του εγχώριους πόρους, επιβάλλει στους πολιτικούς ηγέτες μια στενή συνεργασία με τους ηγέτες της βιομηχανίας. Αν στον παλιό καπιταλισμό το κράτος ήταν ένα απαραίτητο εργαλείο για τη βιομηχανία, στο σημερινό καπιταλισμό η βιομηχανία γίνεται ένα απαραίτητο εργαλείο για το κράτος. Η διαχείριση του κράτους και η διαχείριση της παραγωγής και της οικονομίας ενώνονται και συγχωνεύονται. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις που επιβάλλονται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι υποχρεωτικές σημαίνει ότι με τη φασιστική εξουσία το μεγαλύτερο μέρος των μικροκαπιταλιστών θα είναι ακόμη πιο ολοκληρωτικά υποταγμένοι στο μεγάλο κεφάλαιο.
Είναι βέβαιο ότι στον φασιστικό καπιταλισμό η άρχουσα τάξη ακολουθεί πιστά τις αρχές της ιδιωτικής επιχείρησης, και ακόμη και αν το αποσιωπούν για τα μάτια του κόσμου, αυτό ισχύει τουλάχιστον για αυτούς τους ίδιους. Παρασκηνιακά και αθόρυβα, συνεχίζεται αδιάκοπα ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, η διαπάλη των μεγάλων καπιταλιστών, των μονοπωλίων, των τραπεζιτών, για την κυριαρχία τους στην αγορά και για τα κέρδη. Εν τούτοις, αν διαρκέσει η οικονομική κρίση, τότε η αυξανόμενη εξαθλίωση, οι εξεγέρσεις των εργαζομένων ή των μικρομεσαίων τάξεων θα αναγκάσουν την άρχουσα τάξη να προχωρήσει σε αποτελεσματικότερες ρυθμίσεις της οικονομικής ζωής. Ήδη, οι αστοί οικονομολόγοι στρέφουν τώρα το βλέμμα τους στη Ρωσία, και μελετούν τα οικονομικά της σαν ένα δυνητικό πρότυπο, αλλά και σαν μια διέξοδο από την κρίση. Η «σχεδιασμένη οικονομία» έχει γίνει αντικείμενο καθημερινής κουβέντας μεταξύ των πολιτικών σε πολλές χώρες. Μια εξέλιξη του ευρωπαϊκού ή του αμερικάνικου καπιταλισμού προς την κατεύθυνση του κρατικού καπιταλισμού ή, μάλιστα, και σε κάποια μορφή του, ενδέχεται να είναι αυτή καθαυτή πρόσφορη σαν ένα μέσο να προληφθεί ή να αποτραπεί ή να αναχαιτιστεί μια προλεταριακή επανάσταση. Μια τέτοια εξέλιξη θα ονομαστεί τότε σοσιαλισμός. Από αυτή τη σκοπιά, αν αυτό το παραβάλουμε με το «Πλάνο», το πρόσφατο πρόγραμμα του βελγικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος για τη ρύθμιση του καπιταλισμού, η διαφορά δεν είναι ουσιώδης. Τόσο που, πράγματι, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το βελγικό «Πλάνο» ως μια απόπειρα να συναγωνιστεί το φασισμό σε δράσεις σωτηρίας του καπιταλισμού.
Αν τώρα συγκρίνουμε αυτά τα τρία κόμματα, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το κομμουνιστικό κόμμα και το φασιστικό κόμμα, ανακαλύπτουμε ότι όντως το κοινό σημείο όλων είναι ο κύριος σκοπός τους: θέλουν να κυριαρχούν πάνω στην εργατική τάξη και να την κυβερνούν. Πάντοτε, βέβαια, για το καλό των εργαζομένων, για να τους κάνουν ευτυχισμένους, για να τους απελευθερώσουν. Όλοι αυτό λένε.
Τα μέσα που χρησιμοποιούν και οι πολιτικές τους πλατφόρμες διαφέρουν· είναι ανταγωνιστές, και το κάθε κόμμα καθυβρίζει τα άλλα αποκαλώντας τα αντεπαναστατικά ή εγκληματικά.
Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα επικαλείται τη δημοκρατία· οι εργαζόμενοι θα επιλέγουν τους αφέντες τους με την ψήφο τους. Το κομμουνιστικό κόμμα καταφεύγει στην επανάσταση· οι εργαζόμενοι θα ξεσηκωθούν με το κάλεσμά του, θα ανατρέψουν το καπιταλιστικό καθεστώς και θα δώσουν τα ηνία της εξουσίας στο κομμουνιστικό κόμμα. Οι φασίστες επικαλούνται την εθνικοφροσύνη και τα μικροαστικά ένστικτα. Όλοι τους πασχίζουν να εγκαθιδρύσουν κάποια μορφή κρατικού καπιταλισμού ή κρατικού σοσιαλισμού, όπου το κράτος, η κοινότητα των ηγετών, των διοικητών, των αξιωματούχων, δηλαδή των διαχειριστών της παραγωγής, θα διοικούν και θα εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη.
Το κοινό τους σκεπτικό είναι ότι οι εργαζόμενες μάζες είναι ανίκανες να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους. Ο ανίκανος και ηλίθιος όχλος – όπως πιστεύουν – πρέπει να καθοδηγείται και να διαπαιδαγωγείται από τους λίγους και εκλεκτούς ικανούς.
Όταν η εργατική τάξη αρχίσει να αγωνίζεται για την πραγματική της απελευθέρωση, να πάρει στα χέρια της τη διαχείριση της παραγωγής και τη διακυβέρνηση της κοινωνίας, θα βρει όλα αυτά τα κόμματα εναντίον της.
J. Harper, 1936
1(στμ.) Το 1919, μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ των άλλων όρων που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη συνθήκη των Βερσαλλιών, ο γερμανικός στρατός περιοριζόταν σε 100.000 άνδρες χωρίς υποβρύχια και εναέριες δυνάμεις, ενώ απαγορευόταν η χρήση βαρέος πυροβολικού και θωρακισμένων αρμάτων καθώς και χημικών όπλων. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ το 1933, το Μάρτιο του 1935, εκδόθηκε Διάταγμα με το οποίο η στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας αυξανόταν στις 36 μεραρχίες, και πολύ γρήγορα στη συνέχεια καταστρατηγήθηκαν όλοι οι άλλοι περιοριστικοί όροι που είχαν επιβληθεί από τις διάφορες διεθνείς διασκέψεις για τον αφοπλισμό.
Leave a Reply