Και οι «άλλοι» έχουν ιστορία
Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) και η εξέγερση του Ίλιντεν το 1903
Το άρθρο είναι του ιστορικού Γιώργου Μαργαρίτη,
Η ίδρυση της ΕΜΕΟ (αγγλικά: IMRO, γαλλικά: ORIM) χρονολογείται από το 1893. Στις 23 Οκτωβρίου 1893, στο βιβλιοπωλείο του Ιβάν Νικόλωφ, στη Θεσσαλονίκη, μια παρέα διανοουμένων αποφάσισε την ίδρυση μιας επαναστατικής οργάνωσης που θα πολεμούσε την «οθωμανική τυραννία». Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Damjan Gruev, δάσκαλος, ο Ivan Nikolov, ο Hristo Tatarcev, φυσικός κλπ. Οι ιδέες που διακατείχαν αυτούς τους ανατρεπτικούς νέους είχαν οπωσδήποτε επηρεαστεί από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του οθωμανικού μακεδονικού χώρου, το ασφυκτικό αγροτικό ζήτημα δηλαδή. Η γη ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων μπέηδων, και σε πολλές περιοχές τα μισά ή και περισσότερα χωριά δεν είχαν παρά ελάχιστη δική τους γη. Η φορολογία, η πληρωμή του αφέντη, τα απαραίτητα για τη λύση του κάθε ζητήματος «μπαχτσίσια» αφαιρούσαν από τα πλήθη των αγροτών κάθε πλεόνασμα και τους καταδίκαζαν σε μία μίζερη, άθλια ζωή. Η κοινωνική αλλαγή, η αγροτική μεταρρύθμιση περνούσε μέσα από την ανατροπή της ημιφεουδαλικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που συντηρούσε αυτό το βάναυσο σύστημα.
Το 1894, στο πρώτο συνέδριο της ΕΜΕΟ, στη Θεσσαλονίκη, διαμορφώθηκαν οι πρώτες θέσεις της επαναστατικής αυτής οργάνωσης. Διέκρινε κανείς σ’ αυτές μια διάθεση αποστασιοποίησης από τους γύρω εθνικισμούς που διεκδικούσαν, ο καθένας για λογαριασμό του, τον μακεδονικό χώρο. Δηλώθηκε η ανεξαρτησία της οργάνωσης από την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία και προβλήθηκε το πλαίσιο της αυτονομίας, μέσα στην οποία θα λύνονταν τα κοινωνικά προβλήματα της περιοχής. Οι επαναστάτες καταλάβαιναν ότι τυχόν σύνδεσή τους με έναν από τους εθνικισμούς θα τους έφερνε πιο κοντά στον αλληλοσπαραγμό των λαών της περιοχής παρά στην επανάσταση. Φυσικά, από την αρχή κιόλας της ιστορίας η ΕΜΕΟ δεχόταν κάθε είδους πιέσεις από τη βουλγαρική κυβέρνηση και από τους Βούλγαρους εθνικιστές. Γι’ αυτούς, η κατεύθυνση και η πολιτική της οργάνωσης έπρεπε μόνο αποβλέπει στην ένταξη του μακεδονικού χώρου στο βουλγαρικό κράτος, στην πραγματοποίηση της Μεγάλης Βουλγαρίας, εκείνης που παρ’ ολίγο να πραγματωθεί στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Τα στηρίγματα που παρείχε η Βουλγαρία στους επαναστάτες του μακεδονικού χώρου διευκόλυναν την επιρροή της πάνω τους και την καλλιέργεια φιλοβουλγαρικών τάσεων στους κόλπους τους.
Εξίσου ισχυρή ήταν όμως και η παρουσία αναρχικών, διεθνιστικών και σοσιαλιστικών ιδεών στην ΕΜΕΟ, ιδιαίτερα στην πριν το Ίλιντεν περίοδο. Η κυριότερη προσωπικότητα που σφράγισε την οργάνωση στην ίδια αυτή περίοδο ήταν ο Goce Delcev, που γεννήθηκε το 1872 στο Kukush (το σημερινό Κιλκίς). Γόνος εύπορης αστικής οικογένειας, σπούδασε στη Σχολή Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Θεσσαλονίκη και το 1891 στη Στρατιωτική Ακαδημία της Σόφιας. Από την τελευταία αποβλήθηκε – μαζί με άλλα μέλη της ΕΜΕΟ – το 1894 για «σοσιαλιστική προπαγάνδα». Έκτοτε ως δάσκαλος και ως επαναστάτης άρχισε τη δράση του στη Μακεδονία.
Το 1896, στο Β΄ Συνέδριο της ΕΜΕΟ στη Θεσσαλονίκη, ο κοινωνικά ανατρεπτικός χαρακτήρας της οργάνωσης πιστοποιήθηκε περισσότερο παρά ποτέ. Θα μπορούσαν να γίνουν μέλη της όλοι όσοι κατοικούσαν στην ευρωπαϊκή Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανεξάρτητα από εθνότητα, γλώσσα ή θρησκεία. Η οργάνωση ανέλαβε να πολεμήσει «κάθε σωβινιστική προπαγάνδα και κάθε εθνικιστική διαμάχη» και προσδιόρισε ω μόνο της εχθρό την «οθωμανική τυραννία». Η Μακεδονία χωρίστηκε σε 7 «επαναστατικές περιοχές», μέσα στις οποίες άρχισε να αναπτύσσεται ένα πλέγμα «επαναστατικών επιτροπών». Στόχος των τελευταίων, η προοδευτική υποκατάσταση του κράτους, μέσα από έναν μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης, για παράδειγμα, αλλά και η προετοιμασία της τελικής αναμέτρησης με την οθωμανική εξουσία, της επαναστατικής απελευθερωτικής εξέγερσης.
Το ένοπλο τμήμα της οργάνωσης έπαιξε οπωσδήποτε ιδιαίτερο ρόλο στην προετοιμασία της αναμέτρησης. Περίπου 4.000 αντάρτες, «κομιτατζήδες» όπως έγιναν γνωστοί, στήριζαν τις προσπάθειες των επαναστατών στο γύρισμα του αιώνα. Ένας πυκνός προπαγανδιστικός μηχανιστικός πρόσθετε άλλου είδους επιχειρήματα στην προσπάθεια. Τα πιο γνωστά έντυπά του ήταν τα Na Orunje (Στα όπλα), Μοναστήρι (Μπίτολα), 1895, Vostanik (Ο επαναστάτης), Θεσσαλονίκη 1895, Osvobozdenije (Απελευθέρωση), Σκόπια 1902, Sloboda ili Smrt (Ελευθερία ή θάνατος), Σέρρες 1903.
Η αναμέτρηση ανάμεσα στη φιλοβουλγαρική και στην «αριστερή» πτέρυγα της ΕΜΕΟ υπονόμευε διαρκώς την οργάνωση. Με την παρέμβαση του Φερδινάνδου και της κυβέρνησής του, δημιουργήθηκε στη Σόφια μια «Ανώτατη Επιτροπή» της οργάνωσης με προφανείς προσανατολισμούς. Οι οπαδοί της ονομάστηκαν «σουπρεμιστές» σε αντίθεση με τους «κεντριστές» που ακολουθούσαν την αριστερή Κεντρική Επιτροπή της Θεσσαλονίκης. Οι ισορροπίες ανάμεσα στις δύο τάσεις ήταν πάντα ευαίσθητες αν και «τεχνικά» η επιτροπή της Σόφιας είχε σίγουρο πλεονέκτημα. Πραγματικά, οι αντίπαλοί της της Θεσσαλονίκης ήταν συχνά έκθετοι στις κατασταλτικές ενέργειες της Οθωμανικής Χωροφυλακής και δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν με την άνεση των υποστηριζομένων από τη Σόφια.
Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις αιτίες που προκάλεσαν την απόφαση για γενική εξέγερση στον μακεδονικό χώρο. Οπωσδήποτε, μετά το 1897, τη στρατιωτική επικράτηση επί της Ελλάδος και την ανοχή που έδειξαν τα ευρωπαϊκά κράτη στη βίαιη «επίλυση του αρμενικού προβλήματος», η οθωμανική κυβέρνηση αισθάνθηκε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να εντείνει την καταστολή και την καταπίεση στον μακεδονικό χώρο. Η χρησιμοποίηση Αλβανών ατάκτων και Βόσνιων προσφύγων ενάντια στους χριστιανούς αγρότες, οι επιτυχίες της Χωροφυλακής ενάντια στα στελέχη της ΕΜΕΟ πίεζαν σημαντικά την τελευταία και οπωσδήποτε την έσπρωχναν προς βεβιασμένες ενέργειες. Στις 14 Ιανουαρίου 1903, σε έκτακτο συνέδριο της οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη, πάρθηκε απόφαση για εξέγερση την άνοιξη του ίδιου χρόνου, παρά τις έντονες αντιρρήσεις μερικών τοπικών οργανώσεων.
Οι επιθέσεις των επαναστατών άρχισαν στα τέλη Απριλίου του 1903 με μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων, στη Θεσσαλονίκη κυρίως. Στους εκεί κύκλους των νεαρών διανοουμένων, οι ιδέες του ρωσικού αναρχισμού είχαν βρει πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης και οι βομβιστές ήταν αρκετά αποτελεσματικοί. Οι πιο διάσημες επιθέσεις ήταν η βύθιση του γαλλικού υπερωκεάνιου «Γκουανταλκιβίρ» στο λιμάνι της πόλης, η ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας και η έκρηξη στο Καζινό Αλάμπρα. Το σύνολο των πράξεων αυτών προκάλεσε έντονη αναταραχή στην περιοχή και σημαντική συγκίνηση στην Ευρώπη. Λίγες μέρες μετά, κοντά στις Σέρρες, σκοτώθηκε σε μάχη με τον οθωμανικό στρατό ο Γκότσε Ντέλτσεφ. Ο θάνατός του αποδυνάμωσε στις κρίσιμες εκείνες στιγμές την αριστερή πτέρυγα της ΕΜΕΟ και ήταν προάγγελος του γενικότερου αποκεφαλισμού της στη διάρκεια των ταραγμένων ημερών που ακολούθησαν.
Στις 20 Ιουλίου του 1903, την ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία, ξέσπασε η γενική εξέγερση. Η επιλογή της ημέρας έγινε σε ανάμνηση παλαιών σλαβικών επαναστατικών παραδόσεων, του καιρού των Βογομίλων.
Η εξέγερση είχε τυπικά αγροτικό χαρακτήρα και εκτός από τη γενική καταστροφή τηλεγραφικών, τηλεφωνικών και σιδηροδρομικών γραμμών, την ανατίναξη γεφυρών και τις επιθέσεις σε δημόσια κτίρια, αναλώθηκε σε πυρπολήσεις των αποθηκών και των κονακιών ή των πύργων των μπέηδων. Για προφανείς λόγους η αναμέτρηση με τον οθωμανικό στρατό δεν επιδιώχθηκε και μόνο απομονωμένες φρουρές δέχτηκαν επιθέσεις. Η εξάπλωση της εξέγερσης δεν ήταν εξάλλου ισόρροπή. Στον βορρά και στο νότο, στην περιοχή των Σκοπίων και στην αντίστοιχη της Θεσσαλονίκης, οι εστίες της εξέγερσης ήταν σποραδικές και ασύνδετες αναμεταξύ τους. Το επίκεντρό της βρέθηκε στην περιοχή του Μοναστηριού, όπου και οι ένοπλες κινήσεις ήταν μαζικές και περιόρισαν αρχικά τις στρατιωτικές φρουρές.
Η οθωμανική διοίκηση αντέδρασε με αποφασιστικότητα. Ο Ναζάρ Πασά αντικατέστησε τον αποτυχώντα τοποτηρητή της Αυτοκρατορίας και άρχισε να συγκεντρώνει τακτικά στρατεύματα και σώματα ατάκτων, βασιβουζούκων. Εφαρμόστηκε πολιτική μεθοδικής καταστολής και τρομοκράτησης των χωρικών. Για κάθε πυρπολημένο υποστατικό μπέη, καταστρέφονταν σε αντίποινα 2 ή 3 χριστιανικά χωριά. Πάνω από 200 από τα τελευταία καταστράφηκαν και μερικές χιλιάδες αγρότες σφαγιάστηκαν ή εκτελέστηκαν. Προοδευτικά, τα οθωμανικά στρατεύματα ξεπέρασαν τις 300.000 και η εξέγερση περιορίστηκε μέσα στο αίμα και την καταστροφή.
Η κεντρική, έστω και πρόσκαιρη, επιτυχία της εξέγερσης έγινε στην πόλη του Κρουσόβου, κοντά στο Πριλέπι. Εκεί οι επαναστάτες, με επικεφαλής τους Ντάμιαν Γκρούεφ και Μπόρις Σαράφωφ, επικράτησαν και κυριάρχησαν σε μια περιοχή 15.000 κατοίκων γύρω από την πόλη. Για λίγες ημέρες λειτούργησε εκεί μια ιδιόμορφη δημοκρατία. Καθώς ο πληθυσμός ανήκε σε τρεις γλωσσικές και πολιτιστικές ενότητες (Σλαβομακεδόνες, Αλβανοί και Βλάχοι, πολλοί από τους οποίους δήλωναν Έλληνες-Ρωμιοί) και σε δύο Εκκλησίες (πατριαρχικοί εξαρχικοί), χρειάστηκε ένα αναλογικό σώμα διακυβέρνησης της περιοχής. Η από κοινού δράση των διαφορετικών φυλών της Μακεδονίας έγινε πράξη στην πόλη αυτή και η επαναστατική προκήρυξη που κυκλοφόρησε μπορούσε και χωρίς τύψεις να απευθύνεται σε «όλες τις εθνότητες και λαούς των Βαλκανίων». Οι σοσιαλιστικές ιδέες και το σύνθημα για αυτόνομη Μακεδονία φαίνεται ότι λειτούργησαν ενωτικά στην εξεγερμένη πόλη.
Φυσικά, ολ΄ αυτά τελείωσαν γρήγορα μέσα στη γενική στρατιωτική ήττα. Η εξέγερση και η συγκίνηση γι΄αυτή μεταφέρθηκε στις πρωτεύουσες της Δυτικής Ευρώπης. Ο αντίκτυπος των γεγονότων ήταν ιδιαίτερα έντονος εκεί. Ο τύπος, οι σοσιαλιστές και οι αριστεροί ιδιαίτερα έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα στα της εξέγερσης και συντάχτηκαν με το σύνθημα της «αυτόνομης Μακεδονίας». Επιτροπές συμπαράστασης και στήριξης δημιουργήθηκαν στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, τη Βοστώνη, στη Γαλλία οι Ζαν Ζωρές και Ανατόλ Φράνς ξεδίπλωσαν, έντονη δραστηριότητα, ενώ πολλές επιτροπές για την Αρμενία διευρύνθηκαν για να περιλάβουν και τη μακεδονική υπόθεση.
Οι διεθνείς επιπτώσεις όμως δεν ήταν μόνο συγκινησιακές. Έντονα προβληματισμένοι συναντήθηκαν στο Mürzteg οι δύο άμεσα ενδιαφερόμενοι για τα Βαλκάνια αυτοκράτορες: ο τσάρος Νικόλαος Β’ και ο Αυστριακός Φραγκίσκος Ιωσήφ. Από εκεί υπαγόρευσαν κάποιες προτάσεις στην οθωμανική κυβέρνηση, που η τελευταία δεν μπορούσε παρά τελικά να δεχτεί. Ο Χιλμί Πασάς, ο διοικητής της Μακεδονίας, πλαισιώθηκε από δύο υποδιοικητές-επιθεωρητές, έναν Ρώσο κι έναν Αυστριακό. Η Οθωμανική Χωροφυλακή στην περιοχή απέκτησε Ευρωπαίο διοικητή και αξιωματικούς. Ζητήθηκαν επίσης νέες μεταρρυθμίσεις, περιορισμός των ατάκτων και αποζημίωση των θυμάτων της καταστολής, πράγματα που φυσικά πολύ λίγο εφαρμόστηκαν.
Για την ΕΜΕΟ η εξωτερική συμπαράσταση δεν μείωσε τις επιπτώσεις της ήττας. Η κυριότερη από αυτές είχε να κάνει με τις εσωτερικές ισορροπίες. Η καταστολή έπληξε ιδιαίτερα τις οργανώσεις του εσωτερικού, της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα, και ενίσχυσε έτσι το βάρος των ελεγχόμενων από τη Σόφια τάσεων. Και γενικότερα όμως, η βουλγαρική στήριξη έγινε απαραίτητη για τη χτυπημένη οργάνωση και η βουλγαρική επιρροή βρήκε στο γεγονός αυτό μια στέρεη βάση. Οι διαμάχες των φραξιών και των τάσεων έγιναν έντονες στα επόμενα χρόνια με αποκορύφωμα τη δολοφονία των Σαράφωφ και Γκαρμπάνωφ από την αριστερή πτέρυγα της ΕΜΕΟ το 1907, έξω από το παλάτι του Φερδινάνδου, με την κατηγορία ότι ήταν πράκτορες της βουλγαρικής κυβέρνησης.
Η πιο σημαντική όμως από τις επιπτώσεις της εξέγερσης ήταν ο «Μακεδονικός αγώνας». Για τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Σερβίας, τα γεγονότα αυτά ήταν μια έντονη προειδοποίηση και μια βίαιη αφύπνιση. Η λύση του μακεδονικού προβλήματος, της μακεδονικής διανομής, φάνηκε ξαφνικά να παίζεται ανάμεσα στους επαναστάτες και στην οθωμανική κρατική μηχανή. Σερβία και Ελλάδα βρέθηκαν έξω από την ταραγμένη αυτή αναμέτρηση και από το παιχνίδι της διεκδίκησης συνολικά. Έπρεπε, πάση θυσία, να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος. Η πλέον ενδεικνυόμενη λύση γι’ αυτή φάνηκε να είναι η αποστολή στρατιωτικών, ανταρτικών, σωμάτων στον μακεδονικό χώρο ώστε να ξαναμπούν οι δύο χώρες στο παιχνίδι των διεκδικήσεων και να χτυπηθούν οι επαναστατικές –φιλοβουλγαρικές ή αυτονομιστικές- οργανώσεις. Και έτσι, στα μακεδονικά μονοπάτια εμφανίστηκαν «αντάρτες» από το νότο και «Τσέτνικς» από τον βορρά. Μέχρι το 1908 και το κίνημα των Νεότουρκων, οι ένοπλες ομάδες τρομοκρατούσαν τους αγροτικούς πληθυσμούς για να τους υποχρεώσουν να δηλώσουν τη «σωστή» εθνική ταυτότητα. Πέρα από τους αμέτρητους νεκρούς – ανθρώπους χωρικούς κυρίως- πλήθος κατοίκων της πολύπαθης χώρας έφυγε στα ξένα. Περίπου 70.000 άτομα – σλαβόφωνοι κυρίως- μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά όπου έκτισαν συμπαγείς κοινότητες, στις οποίες σήμερα ανθούν οι σκληροπυρηνικές οργανώσεις των Σλαβομακεδόνων.
Και των άλλων λοιπόν η ιστορία μπορεί να είναι ιδιαίτερα πικρή και γεμάτη από χαμένες πατρίδες.
(Και οι «άλλοι» έχουν ιστορία, Ο Πολίτης, τεύχος 121, Ιανουάριος – Μάρτιος 1993, σελ. 23-25
Leave a Reply