Για μια κριτική ανάγνωση του βιβλίου του Νίκου Κοτζιά με τίτλο «Η Λογική της Λύσης»
Η κριτικοδιαλεκτική σκέψη ξεκινάει από το σημείο όπου τελειώνει η φιχτεανή αρχή της ταυτότητας λχ. Ε = Ε, με βασική διαπίστωση ότι πχ. το Α δύναται όχι μόνο να είναι Β, αλλά ακόμα περισσότερο δύναται να είναι –Α.1
Στην πιο δυναμική εκδίπλωσή της, διαλεκτική είναι η κατά την κίνησή της προθετική (μετά)δραση μίας έννοιας στην αντίθετή της, ή/και ακόμα η προθετική σύνθεση ή/και συγκόλλησή της σε μία διαφορετική.
Όπως λέει ο Αντόρνο, η διαλεκτική είναι η οντολογία της εσφαλμένης τάξης πραγμάτων, των εσφαλμένων συνθηκών.2 Η διαλεκτική δεν επιβεβαιώνει a posteriori την ορθότητα ή το εσφαλμένο, αλλά κλονίζει τις μεταφυσικές και ιδεαλιστικές σταθερές, και έτσι μπορεί να τεκμηριώσει, να αποδείξει, να μετασχηματίσει, να μεταμορφώσει.
Σε αντίθεση με τις έννοιες οι οποίες συχνά μοιάζουν ότι κινούνται με ταχύτητα φωτός, οι χώρες μοιάζουν ότι κινούνται σαν χελώνες. Επομένως, ενέχει ρίσκο η νοητικοθεωρησιακή εξομοίωση ή προσομοίωση των χωρών (πόσω μάλλον κατά τις στιγμές που επιδιώκουν να συγκροτηθούν εθνοκρατικά) με την εννοιολογική κίνηση και (δια)πάλη. Η εννοιολογική κίνηση ως τέτοια, πριν τον Χέγκελ και την ολοκλήρωση της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, περιγράφεται από ένα νήμα σκέψης η οποία έχει να κάνει κυρίαρχα με την οντολογία η οποία αναπτύχθηκε στην Ιωνία, στην νότια ιταλική χερσόνησο και στην Σικελία, με την επικούρεια φιλοσοφία της φύσης, με τον μυστικισμό ενός Διονύσιου Αεροπαγίτη, με την φυσική φιλοσοφία του Ιωάννη Εριουγένη, με την εννεαδολογία του Πλωτίνου και με την μοναδολογία του Λάιμπνιτς.3
Καθ’ εαυτές οι έννοιες, δηλαδή οι σολομώντειες συλλήψεις των κόσμων ως ολότητες, είναι ασύλληπτες και στους ίδιους χρόνους μη συλλήψιμες: έχουν πολλαπλές υποστάσεις (τόσο υποκειμενικές, όσο και αντικειμενικές). Σε οποιαδήποτε έννοια, σε ένα οποιοδήποτε σημείο μπορούν να χωρέσουν όλα και ταυτόχρονα εντός των να θεαθεί θεωρητικό κενό. Γι’ αυτό τον λόγο η εννοιολογική κίνηση μια απεχθάνεται, μια μισεί τον απριορισμό της οποιαδήποτε δομής.
Η κατασκευή μιας οποιαδήποτε δομής προϋποθέτει την νοητική και μόνο απάλειψη κάποιων υπαρκτών κρίσιμων στοιχείων και παραγόντων: είναι σαν κάποιος να θέλει να φτιάξει μια αλγοριθμική εξίσωση, αφαιρώντας μεταβλητές οι οποίες αναπτύσσονται στο σύστημα, το οποίο (σύστημα) η αλγοριθμική εξίσωση θέλει να περιγράψει και να κανοναρχήσει/ρυθμίσει.
Ως απόρροια των παραπάνω, αν η δομή στην οποία βασίζεται η «Λογική της Λύσης» εκληφθεί a priori ως τέτοια, όλα είναι σωστά, και η «λύση» είναι όντως λύση. Αν, όμως, στην όλη «λογική της λύσης» προστεθούν οι μεταβλητές τις οποίες η δομή από την οποία «απέρευσε» η «λογική της λύσης», προϋπέθεσε ως μη υπάρχουσες ή μη υφιστάμενες, τότε δεν μιλάμε για λύση, αλλά για νέες πιο σύνθετες προβληματικές οι οποίες αναπαράγουν το πρόβλημα σε ένα πιο σύνθετο επίπεδο, φανερώνοντας αυτά καθ’ αυτά τα υλικά χαρακτηριστικά του.
Πώς, λοιπόν, μπορεί κάποιος να συντάξει μια «λογική λύσης», βγάζοντας από αυτήν, την ύπαρξη, την δράση και τα υλικά συμφέροντα συγκεκριμένων δυνάμεων τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών?
Εδώ, δεν πρόκειται για διαφωνίες επί μιας γεωστρατηγικοπολιτικής σχολής σκέψης και πρακτικής, ούτε καν για διαφωνίες στα πλαίσια των διεθνών σχέσεων, αλλά για κριτικό σκεπτικισμό σε κάτι το οποίο κατατείνει στην εδραίωση ενός μοντέλου. Πράγματι, το βιβλίο με τίτλο «Η Λογική τη Λύσης. Πολιτική Θεωρία και Πρακτική στις Διεθνείς Σχέσεις. Αλήθειες για το Μακεδονικό και τη Διαπραγμάτευση» (εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2020) εδραιώνεται, διότι περιέχει μοντέλο επίλυσης τέτοιων διαφορών.
Σωστά, λοιπόν, ο Υπουργός και συγγραφέας επέλεξε κάποιες εκδοχές της διαλεκτικής της αναγνώρισης ως βασικής αρχής για την διπλωματία και την διαπραγμάτευσή την οποία διενήργησε και -ποιος ξέρει- ίσως γι’ αυτό στέφθηκε με επιτυχία. Εξ όσων γράφει, ενάσκησε και εφάρμοσε την διαλεκτική της αναγνώρισης, ιδιαίτερα στην διάσταση της εγελιανής empathy (“ενσυναίσθησης”), ώστε να λυθεί το πολιτισμικό-ταυτοτικό πρόβλημα το οποίο συμπυκνωνόταν στο «ονοματολογικό».
Από την άλλη, η μεγαλύτερη προβληματική είναι ότι η «λογική της λύσης» με έναν βουλητικό τρόπο υπέλαβε την Τουρκία (ευτυχώς) όχι ως εχθρό, αλλά ως το αντίπαλο δέος του οποίου η επιρροή πρέπει να ανακοπεί ή να μετριασθεί, και πάνω σε αυτό συγκροτήθηκε. Δηλαδή, η «λογική της λύσης» αναπτύχθηκε εν μέρει (κι από το σημείο θέασης των ελληνικών θέσεων σωστά) εξ αρνητικής διαλεκτικής προς την Τουρκία.
Από την σκοπιά της ιστορίας, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι 500 χρόνια ύπαρξης, λειτουργίας και αναπαραγωγής της χώρας η οποία πλέον ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θεωρήθηκαν ως κάτι παράπλευρο. Το ίδιο έγινε και με τις από τον 3ο αιώνα εγκαταστάσεις των Γότθων σε αυτήν.4 Αυτή η γκοθικότητα μέσα από την αισθητική αναπαράγει τόσο βρετανικότητα, όσο και εν γένει δυτικότητα, κάτι το οποίο δεν μπορεί να παραβλέπεται στην εν λόγω περίπτωση.
Όμως, δεν ήταν, ούτε έπρεπε να ήταν καθήκον του Έλληνα ΥΠΕΞ, να λύσει όλα τα ζητήματα της Βόρειας Μακεδονίας. Καθ’ εαυτό το «μακεδονικό» συνιστά μία μόνο διάσταση του ανατολικού, η οποία γίνεται πιο περίπλοκη λόγω της συμπλοκής του με τα προβλήματα και τα επίπεδα της σλαβικής ιστορίας και παράδοσης.
Επομένως, ο Έλληνας υπουργός ως τέτοιος καινοτόμησε. Επίσης, είχε την τόλμη να ξεκόψει από τα χρεωκοπημένα σχήματα των αρχών της δεκαετίας του 1990 τα οποία παντελώς άσχετα και χωρίς έρεισμα παραλλήλιζαν το «μακεδονικό» … με το «παλαιστινιακό». Από αυτήν την σκοπιά και την ιστορική οπτική, η «λογική της λύσης» καθ’ εαυτή είναι προχωρηματική και προοδευτική.
Όμως, το ζήτημα στην ολότητά του δεν λύθηκε, ή για να διατυπωθεί αλλιώς, λύθηκε το θέμα του ονοματολογικού ως ένα νομικοθεσμικό πρόβλημα το οποίο αφορούσε κατά κύριο λόγο τις διεθνείς σχέσεις. Αυτό, επίσης, άνοιξε δρόμους αναφορικά με τις ενεργοποιήσεις και πυροδοτήσεις τομέων και τμημάτων της συλλογικής μνήμης (στους ποικίλους διαχωρισμούς της) τα οποία είχαν απενεργοποιηθεί.5
Εν τούτοις, τα συνολικά προβλήματα εσωτερικής ανάπτυξης της Βόρειας Μακεδονίας ως νεαρής χώρας, δηλαδή ως νεαρού σχηματισμού και νεαρού κράτους, το οποίο διαβαίνει τον δρόμο από την πολιτισμική του έκφραση στην μετατροπή του σε πολιτικό κράτος, το πιο πιθανόν, τώρα αρχίζουν.
O.N
1 Σημειώνεται ότι τόσο η αρχή της ταυτότητας, όσο και η αρχή της μη ταυτότητας εντάσσονται στην διαλεκτική της ταυτολογίας. Βλ. Έγελος, Η Διαφορά των Συστημάτων Φιλοσοφίας του Φίχτε και του Σέλλινγκ, μτφ. κλπ. Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, Εστία, Αθήνα 2006, σ. 19, και πιο συγκεκριμένα σ. 59 επ.
2 Theodor Adorno, Negative Dialectics, Prologue, Suhrkamp Verlag 1970 Frankfurt am Main, Original text is copyright 1997 by Suhrkamp Verlag, The text of this translation is copyright 2001 Dennis Redmond, https://libcom.org/library/negative-dialectics-prologue-theodor-adorno
3 Ο ευφυής σχολαστικισμός με υλιστικό χαρακτήρα, από τους Άραβες, Πέρσες και Ιρανούς στοχαστές έως τον Μαιμονίδη, τον Ναχμανίδη, τον Ντανς Σκώτο, τον Θωμά Ακινάτη κ.α. επίσης περιγράφει κινήσεις εννοιών, αλλά με μεσολαβημένο τρόπο.
4 Ενδεικτικά βλ. The Gothic History of Jordanes, in English version, with an Introduction and a Commentary by Charles Christopher Mierow, Ph.D., Instructor in Classics in Princeton University, Cambridge University Press: 10 August 2015, Dexippus and the Gothic Invasions: Interpreting the New Vienna Fragment (Codex Vindobonensis Hist. gr.73, ff. 192–193)* (fns01), Miguel Pablo Sancho Gómez, The Byzantine Balkan Path in the Gothic Campaigns of 536 and 551, 18/11/2016.
5 Βλ. Erik Sjöberg, Battlefields of Memory. The Macedonian Conflict and Greek Historical Culture, Doctoral Dissertation, Department of Historical, Philosophical and Religious Studies, Umeå University, Umeå 2011.
γεια μας
LikeLike