Ο Ζαν Αμερύ ως Κριτικός της Αντι-Ισραήλ Αριστεράς
του Alvin Rosenfeld
πρώτη δημοσίευση Σεπτέμβριος 2021, fathom, For a deeper understanding of Israel and the region, https://fathomjournal.org/jean-amery-as-a-critic-of-the-anti-israel-left/
τo σημείωμα της σύνταξης του fathom
Ο Ζαν Αμερύ είναι κάλλιστα γνωστός ως ο συγγραφέας του Στα Όρια του Νου: Ενατενίσεις από έναν Επιζώντα του Άουσβιτς και των πραγματικοτήτων του. Λιγότερο γνωστά είναι τα γραφτά του Αμερύ από τις δεκαετίες του 1960 και 1970, στα οποία προειδοποίησε ότι υπό το πρόσχημα του αντί-Σιωνισμού, “ο παλιός, ελεεινός αντισημιτισμός χωρεί προς τα μπρος”, ξανά σε μια διακριτά “αριστερή” μορφή. “Οποιοσδήποτε που αμφισβητεί το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει, είναι είτε πολύ ηλίθιος να καταλάβει ότι συμβάλλει, ή εμπρόθετα προωθεί ένα υπέρ-Άουσβιτς”, έγραψε. Ο Alvin H. Rosenfeld ερευνά την κληρονομιά του Αμερύ εν όψει της έκδοσης Jean Améry, Δοκίμια στον Αντισημιτισμό, στον Αντισιωνισμό και στην Αριστερά, εκδ. Marlene Gallner, μτφ. Lars Fischer (Bloomington, Indiana University Press, επίκειται).
το άρθρο του Alvin H. Rosenfeld
Ο Αντισημιτισμός είναι αηδιαστικός οπουδήποτε κι αν εμφανίζεται, αλλά η σπουδαιότητά του στην αριστερά, όπου συχνά παίρνει την μορφή ενός εμμονικού, δαιμονοποιητικού αντί-Σιωνισμού, είναι ιδιαίτερα βδελυρή. Τέτοια πάθη, ευρέως φανερώθηκαν τον Μάη του 2021, κατά το χρονικό διάστημα του τελευταίου πολέμου του Ισραήλ με την Χαμάς. Για μια περίοδο περισσότερη των έντεκα ημερών, η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ στοχοποίησαν Ισραηλινούς κατοίκους και πολίτες με περισσότερες από 4.300 ρουκέτες. Όταν το Ισραήλ ανταπέδωσε, αποκηρύχθηκε διαπρυσίως ως ένα επιθετικά ρατσιστικό, αποικιοκρατικό, απαρτχάιντ και μοναδικά εγκληματικό κράτος. Αυτές οι συκοφαντίες, που απηχούν ένα τυποποιημένο μέρος των Αραβικών αντί-Ισραήλ κατηγοριών, είναι επίσημα ενσωματωμένες στην πολιτική ρητορική της αντί-Ισραήλ αριστεράς, και χρησιμοποιήθηκαν κατ’ επανάληψη στον Μάιο, ώστε να δυσφημήσουν το Ιουδαϊκό (Jewish) κράτος, στο όνομα της ειρήνης, της δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η τακτική είναι κακόβουλη, αλλά κακοβουλία επαναλαμβανόμενη συχνά επιδρά σε κάποιον, και δημιουργεί ένα κλίμα νοσηρής βούλησης, αν και νοσηρής βούλησης φτιασιδωμένης ως αρετής. Το τι ακολουθεί λοιπόν την ανάσυρση τέτοιων ελιγμών μπορεί να είναι κάτι φοβερό.
Το φαινόμενο δεν είναι νέο, παρόλο που έχει ενεργοποιηθεί εκ νέου στις μέρες μας. Για να κατανοήσουμε την παρουσία του εντός της πολιτικής αριστεράς, μπορούμε να ωφεληθούμε μέσω της επανασύνδεσης με τον συγγραφέα Ζαν Αμερύ, ο ίδιος μέλος για μακρύ διάστημα στην αριστερά, ο οποίος κατά τα τελευταία έτη του, αφιέρωσε τον εαυτό του στο εκθέτειν και αποκηρύττειν τον αντι-Σιωνισμό αρκετών εκ των πρώην πολιτικών του συμμάχων.
Ο Ζαν Αμερύ είναι γνωστός στους Άγγλους αναγνώστες, σήμερα, κυρίως διότι του ανήκει ένα μοναδικό βιβλίο, Στα Όρια του Νου: Ενατενίσεις από έναν Επιζώντα του Άουσβιτς και των πραγματικοτήτων του (1980). Με την εμφάνιση αυτού του έργου, δημοσιευμένο στην Γερμανία στο 1966 ως Jenseits von Schuld und Sühne (“Πέρα από την Ενοχή και την Εξιλέωση”), ο Αμερύ κατέστησε εαυτό ως ένα από τους απολύτως αναγκαίους στοχαστές της Ιουδαϊκής μοίρας και των συμπλεγματικοτήτων της Ιουδαϊκής ταυτότητας κατά την διάρκεια του Ολοκαυτώματος και πέρα. Ένας μικρός τόμος πέντε μόνο δοκιμίων, το Στα Όρια του Νου, προσφέρει δυνατά γνήσιες ματιές στην ζωή και στον θάνατο στα Εθνικοσοσιαλιστικά στρατόπεδα και βαθιούς στοχασμούς/αντανακλάσεις στην επώδυνη και διαρκούσα κληρονομιά εκείνης της τρομακτικής εποχής. Σκιαγραφώντας τις δικές του εμπειρίες ως τρόφιμος μιας Βελγικής φυλακής, ως επίσης του εγκλεισμού του σε τρία διαφορετικά στρατόπεδα, τα αυτοβιογραφικά και φιλοσοφικά γραπτά του Αμερύ για τις επώδυνες εμπειρίες τις οποίες υπέστη, διακρίνονται από ένα σπάνιο εύρος διανοητικού σθένους και ηθικής δύναμης. Στα καλύτερά τους, εγείρονται στο επίπεδο του πιο διεισδυτικού έργου στο Ολοκαύτωμα από άλλους τέτοιους μείζονες δοκιμιογράφους, όπως ο Imre Kertész, ο Primo Levi, και ο Elie Wiesel.
Να είσαι ένας Ιουδαίος (Jew), o Αμερύ έγραφε, ήταν να είσαι ένας νεκρός άνθρωπος σε φευγιό, κάποιος ο οποίος μαρκαρίστηκε για να δολοφονηθεί. Αυτή η συνειδητοποίηση ήλθε σε αυτόν πρώιμα στο 1935, όταν ως σπουδαστής στην Βιέννη, διάβασε πρώτα τους Εθνικοσοσιαλιστικούς φυλετικούς νόμους. Το τέκνο ενός Ιουδαίου πατέρα, τον οποίο δεν ήξερε ποτέ (σκοτώθηκε ως στρατιώτης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) και μιας Καθολικής μητέρας, ο Αμερύ, του οποίου το βαφτιστικό του ήταν Hans Maier, μεγάλωσε στην Αυστρία, με σχεδόν καμία σύνδεση με τον Ιουδαϊσμό, ή χωρίς να έχει γνώση του εαυτού του ως Ιουδαίου. Όλο αυτό άλλαξε με τον ερχομό της Εθνικοσοσιαλιστικής διοίκησης στην Γερμανία και την απομόνωση των Ιουδαίων ως λαού παρία. Είτε προσωπικά αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως Ιουδαίο ή όχι, οι καινούριοι φυλετικοί νόμοι τον προσδιόριζαν ως τέτοιον. Κάνοντας έτσι, συνειδητοποίησε ότι τον τοποθετούσαν σε θανατική καταδίκη. Με μια πιο ξεκάθαρη ματιά του τι τον περίμενε, εγκατάλειψε την γενέτειρά του Αυστρία για το Βέλγιο, όπου για σύντομο χρονικό διάστημα έφερε εις πέρας κάποια ελάσσονα καθήκοντα για την αντί-Εθνικοσοσιαλιστική αντίσταση. Όταν απασχολείτο με αυτές τις δραστηριότητες, γρήγορα ανακαλύφθηκε ότι ήτο ένοχος για ένα πιο σοβαρό αδίκημα από αυτό -εκείνο του να είσαι Ιουδαίος. Ως τέτοιος στάλθηκε στις φυλακές και στα στρατόπεδα στην Γαλλία και στο Βέλγιο, πριν μεταφερθεί στο Άουσβιτς, στο Ντορά και στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Η ακρότητα των εμπειριών του σε αυτά τα μέρη τον σημάδεψε για το υπόλοιπο του βίου του, και εκτός χρόνου, καθόρισε την πορεία την οποία θα έπαιρνε ως συγγραφέας: αυτή του “σφόδρα διαμαρτυρόμενου Ιουδαίου”, ή, όπως κάποιες φορές περιέγραφε τον εαυτό του, ενός “Ιουδαίου της συμφοράς/καταστροφής”.
Η ώριμη συγγραφική καριέρα του Αμερύ ήταν σύντομη –μόλις 12 έτη-, και συχνά στην μορφή των γρήγορα γραμμένων δημοσιογραφικών άρθρων, με την προσοχή του εστιασμένη σε προεξάρχουσες φιγούρες και γεγονότα στην συγκαιρινή Ευρωπαϊκή πολιτική και κουλτούρα. Το πιο διαρκές έργο του, ωστόσο, τον επέστρεψε στις πολεμικές του εμπειρίες και πήρε την μορφή των δοκιμιακών στοχασμών/αντανακλάσεων στα μαρτύρια και βασανιστήρια τα οποία υπέστη ως Ιουδαίος υπό Εθνικοσοσιαλιστική διοίκηση. Κατάφερε να επιβιώσει από τα χειρότερα από αυτά στα οποία υπεβλήθη, και πάλι δεν μπόρεσε ποτέ να κοιτάξει στην θυματοποίησή του ως ένα πράγμα του παρελθόντος. Αυτός ο οποίος βασανίστηκε παρέμενε βασανισμένος, επέμενε. Τα Εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα και το τραύμα το οποίο τα συνόδευε, ήταν ανέκκλητο.
Το τραύμα εντάθηκε στα ύστερα χρόνια του, καθώς παρατήρησε κάτι το οποίο ουδέποτε ανέμενε να δει: την επιστροφή των φωναχτών αντισημιτικών παθών στην Γερμανική κοινωνική και πολιτική ζωή. Υπό το πρόσχημα του αντί-Σιωνισμού, “ο παλιός, ελεεινός αντισημιτισμός χωρεί προς τα μπρος”, όπως λυπηρά σημείωσε στον πρόλογο στην δεύτερη έκδοση του Στα Όρια του Νου. Στις αντί-Ισραήλ πορείες στις Γερμανικές πόλεις στην δεκαετία του 1970, ο Αμερύ άκουσε όχι μόνο φλογερές αποκηρύξεις του Σιωνισμού ως μια “παγκόσμια πανούκλα” και “χτυπήστε μέχρι θανάτου τον Σιωνιστή – κάντε την Ανατολή κόκκινη”, αλλά επίσης επαναλαμβανόμενες κραυγές του “Θάνατος στον Ιουδαϊκό λαό”. Το γεγονός ότι νέοι άντρες και γυναίκες της αριστεράς απηχούσαν αυτά τα πρωταρχικά μίση, εξόργισε τον Αμερύ. Δεν περίμενε να δει ένα τέτοιο σκανδαλώδες θέαμα στην μεταπολεμική Γερμανία, ειδικά ερχόμενο από ανθρώπους τους οποίους είχε βρει ως φίλους του και φυσικούς συμμάχους, αλλά “το ρεύμα είχε γυρίσει”. Ξανά, “ένας παλαιός-καινούριος αντισημιτισμός αναιδώς υψώνει το αηδιαστικό του κεφάλι, χωρίς να εγείρει αγανάκτηση”. Κανείς να μην παραμείνει παθητικός εν όψει μιας τέτοιας εχθρότητας, ο Αμερύ έκανε ένα βήμα μπρος ώστε να διακηρύξει την δική του αγανάκτηση. “Το πολιτικό, όπως και το Ιουδαϊκό θύμα του Εθνικοσοσιαλισμού, το οποίο ήμουν και είμαι, δεν μπορεί να είναι σιωπηλό” διακήρυξε. Και δοκίμιο με το δοκίμιο, έγραψε με ισχύ ενάντια στο παλαιό κακό ενεργοποιημένο από την Γερμανία του Χίτλερ, και σε διαμαρτυρία ενάντια στην αποκατάστασή του στην μορφή ενός έντονου και απειλούντος αντί-Σιωνισμού.
Η γνώση του Σιωνισμού δεν ήταν περισσότερο τμήμα των προηγούμενων ετών του Αμερύ στην Αυστρία, από όσο ήταν η γνώση του Ιουδαϊσμού, και πάλι στα ύστερα χρόνια του έγινε ένας παθιασμένος αμύντορας του Ισραήλ, ειδικά ενάντια στους αντίπαλους της χώρας στην αριστερά. Σε αυτό το πλαίσιο, εξαιρέθηκε των Γερμανόφωνων συγγραφέων της εποχής του, διότι η φωνή του ως δημόσιος υποστηρικτής του δικαιώματος του Ιουδαϊκού κράτους να υπάρχει, βρήκε ελάχιστους να ταιριάξει. Όντως, ήταν ο πρώτος που αποκήρυξε δημόσια τον αντί-Σιωνισμό ως μια νέα μορφή του αντισημιτισμού στην Γερμανία.
Οι πηγές αυτής της στάσης δεν ήταν θεμελιακά πολιτικές ή ιδεολογικές στην φύση των, αλλά υπαρκτικές. Σε ένα μεγάλο εύρος, εβασίζοντο στην ανησυχία ότι ο αντισημιτισμός ήτο εγγενές τμήμα της Ευρωπαϊκής κουλτούρας και επέμενε στα μυαλά αρκετών ακόμα και μετά το τέλος της Εθνικοσοσιαλιστικής διοίκησης. Όπως το έβλεπε, “η πιθανότητα δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ο συστηματικός αφανισμός μεγάλων αριθμών Ιουδαίων θα μπορούσε να ξανασυμβεί”. Το Ισραήλ, πίστευε, ήταν στα σίγουρα μια άμυνα ενάντια σε ένα επαπειλούμενο τέτοιο συμβάν, όσο ουδείς Ιουδαίος θα έλπιζε να μην το έχει. Κι ακόμα, από την γέννησή του, το Ισραήλ ήταν ο στόχος της μαχητικής αντιπολίτευσης των Αραβικών χωρών στην Μέση Ανατολή, και εν τρόμω του, πολλών στην Ευρώπη των οποίων ο αντί-Σιωνισμός εσαλπίζετο ως μια αναγκαία κι ακόμα “ενάρετη” πολιτική στάση.
Η δέσμευση του Αμερύ στον Σιωνισμό, γι’ αυτό, ήταν για πολλά χρόνια μια αντίδραση στον αντί-Σιωνισμό της εποχής του, που, ήτο πεπεισμένος, ήταν μόνο η πιο πρόσφατη διακήρυξη μια παλαιάς εποχής και προφανώς ανίατης εχθρότητας στους Ιουδαίους. Ήταν βαθιά ανήσυχος απ’ αυτό, ιδιαίτερα καθώς φοβόταν ότι γινόταν κοινωνικά αποδεκτό ξανά. “Το μίσος για το Ισραήλ, αν η αριστερά τρέξει την πορεία αυτού του μίσους …, μπορεί μόνο να υπηρετήσει την κακή και άδικη μάστιγα του αντισημιτισμού”, έγραψε. Ήταν απογοητευμένος από αυτήν την προοπτική, και πάλεψε εναντίον της σθεναρά, συχνά με το να ανακινεί τα μίση τα οποία είχαν κατευθυνθεί εναντίον του ως Ιουδαίου και των οποίων οι πληγές μπορούν να εντοπισθούν κυριολεκτικά στην δική του σάρκα. Και έτσι αποκήρυττε αυτό με τους δυνατότερους των όρων: “Οποιοσδήποτε που αμφισβητεί το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει είναι είτε πολύ ηλίθιος να καταλάβει ότι συμβάλλει, ή εμπρόθετα προωθεί ένα υπέρ-Άουσβιτς”.
Οι καταγωγές του αντί-αντί-Σιωνισμού του Αμερύ είναι εύκολο να αποκρυπτογραφηθούν. Σχεδόν δεν είχε άμεση γνώση του Ισραήλ, δεν μιλούσε, ούτε καταλάβαινε την γλώσσα του, ήταν ανεξοικείωτος με την κουλτούρα του, δεν είχε ιδιαίτερη σύνδεση με την κύρια θρησκεία του. Ένας περήφανος ουμανιστής και φιλελεύθερος στοχαστής, δεν είχε κανένα συμφέρον στον Ιουδαϊσμό και λίγη συμπάθεια για το τι αποκαλούσε “προκαταλήψεις” του. Επισκέφθηκε το Ισραήλ μόνο μια φορά, και αυτό ήταν απλά για μια σύντομη παραμονή αργά στον βίο του. Αυτό το οποίο τον έκανε ασυμβίβαστο υπερασπιστή του Ισραήλ ο οποίος έγινε, δεν ήταν οι πολιτισμικές ελκύσεις, μηδέ το εθνικιστικό συναίσθημα, αλλά τα νούμερα του Άουσβιτς που ήταν χαραγμένα στον αριστερό του μηρό. Το μήνυμα που αυτό το σημάδεμα διαβίβαζε σε αυτόν, ήταν ισχυρό και υλικοποιηθέν, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε σοφία ίσως έβρισκε στην Τορά και στο Ταλμούδ. Να το πούμε απλά, αυτό το βαθιά εγχαραγμένο, ποτέ να μην εξαλειφθεί μήνυμα, είναι ότι κάθε Ιουδαίος ζων, είτε το ήξερε είτε όχι, μπορούσε να τοποθετηθεί, εγκαταλειφθεί, εξαιρεθεί, δολοφονηθεί. Του άρεσε να τσιτάρει Σαρτρ –“Το τι ο αντί-Σημίτης εύχεται, αυτό για το οποίο προετοιμάζεται, είναι ο θάνατος του Ιουδαίου”, -όμως, ο Αμερύ πραγματικά δεν χρειαζόταν καμία εξωτερική αυθεντία να υποστηρίξει την πεποίθησή του ότι όλοι οι Ιουδαίοι παντού ήταν δυνητικά επίφοβοι. Ήταν επίσης πεπεισμένος ότι οποτεδήποτε και οπουδήποτε οι ζωές των Ιουδαίων ήταν ακόμα μια φορά σε κίνδυνο, “υπάρχει ένας τόπος στην γη ο οποίος θα μπορούσε να τους δεχθεί, χωρίς να νοιάζεται”. Αυτός ο τόπος ήταν το Ισραήλ. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Αμερύ ήταν παντελώς ανοιχτός για την αφοσίωσή του στο Ιουδαϊκό κράτος: “Η ύπαρξη κανενός άλλου κράτους δεν σημαίνει πιο πολλά σε μένα … το Ισραήλ πρέπει υπό όλες τις περιστάσεις να διατηρηθεί”.
Τον σόκαρε, γι’ αυτό, ότι το Ισραήλ, ένα καταφύγιο για τα θύματα του παρελθόντος διωγμού και ένα αναγκαίο άσυλο για αυτούς που θα μπορούσαν να είναι θύματα, ήταν μονίμως υπό επίθεση, συχνά από τους δικούς του πολιτικούς συμπατριώτες. Οι όροι τους οποίους χρησιμοποιούσαν για να αποκηρύξουν το Ιουδαϊκό κράτος –το Ισραήλ ήταν εξορκισμένο ως ανηλεές, επιθετικό και καταπιεστικό, αποκηρυγμένο ως ένα ολικά στρατιωτικοποιημένο κράτος, ένοχο των πράξεων της φασιστικής βίας, καταδικασθέν ως αποικιοκρατική εξουσία, ένα προγεφύρωμα του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Μέση Ανατολή, ένας ατζέντης των καπιταλιστικών συνομωσιών, και πάει λέγοντας, -όλες αυτές οι αποκηρύξεις ήταν εκτός του Μαρξιστικού εγχειριδίου. Μέλος της αριστεράς για μακρύ διάστημα, ο ίδιος ο Αμερύ ήταν εξοικειωμένος με την ιδεολογική καταγωγή και την τυποποιημένη φύση αυτών των όρων και ήταν πεπεισμένος ότι η εφαρμογή τους στο Ισραήλ ήτο άδικη και ατσούμπαλα εκτός γραμμής. Προσέτι, τα είδε αυτά ως επικίνδυνα για την εξακολουθητική δυσφήμηση του Ισραήλ ως ένα εγκληματικό κράτος, και είχαν επίδραση στην δαιμονοποίηση της χώρας και στην προετοιμασία του εδάφους για την ελαχιστοποίησή της. Τίποτα δεν προβόκαρε τον Αμερύ πιο πολύ στα ύστερα χρόνια του, από αυτή την εφιαλτική πιθανότητα. Τίποτα δεν τον κέντριζε πιο πολύ στα ύστερά του χρόνια από αυτό, για να υψώσει την φωνή του ως “σφόδρα διαμαρτυρόμενος Ιουδαίος” προς άμυνα του Ισραήλ.
Παρότι γραμμένα σχεδόν μισό αιώνα πριν, τα δοκίμιά του δεν μπορούσαν να χρονίσουν άλλο, διότι μιλάνε για τα προβλήματα τα οποία όχι μόνο προβλημάτισαν τον Αμερύ στις δεκαετίες του 1960 και 1970, αλλά έχουν ενταθεί στα πιο πρόσφατα έτη. Ειδικά κάτω από τον καμουφλάζ όρο του αντί-Σιωνισμού, η μη φιλία στους Ιουδαίους, και ειδικά στο Ιουδαϊκό κράτος, έχει κλιμακωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες και πέρα, σε παγκόσμια κλίμακα. Τέτοιο μίσος έχει επίσης γίνει πιο φονικό. Οι Ιουδαίοι υφίστανται επίθεση και κάποιες φορές σκοτώνονται στο Βερολίνο, Μπουργκάς, Βρυξέλες, Καράκας, Μάλμο, Μουμπάι, Παρίσι, Τουλούζη και αλλού, συμπεριλαμβανομένων Αμερικανικών πόλεων. Ένας αριθμός τέτοιων επιθέσεων που γίνονται από ανθρώπους που ενεργούν για λογαριασμό Παλαιστινιακών ή Ισλαμιστικών οργανώσεων, είναι παραδείγματα του Μεσανατολικού τερορισμού, εξαγόμενου σε άλλα μέρη του κόσμου για πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς. Κάποιες επιθέσεις είναι το έργο μοναχικών δραστών, εμφανώς δοσμένων στο να βλάψουν Ιουδαίους για άλλους λόγους, κάποιοι από αυτούς οικονομικοί, κάποιοι οιονεί θρησκευτικοί, και άλλοι ακόμα ανεξήγητοι.
Στα πρόσφατα χρόνια, και προς έκπληξη πολλών, οι ΗΠΑ έχουν επίσης παρατηρήσει την εξάπλωση επιθετικών αντισημιτικών παθών, όπως χαρακτηριστικά λάβαμε εικόνα στις 12 Αυγούστου 2017, στην κακόφημη Ενώστε την Δεξιά πορεία των υπέρμαχων της λευκής υπεροχής, νέο-εθνικοσοσιαλιστών, και τύπων της KKK στον Σάρλοτσβιλ, Βιρτζίνια. –“Τελειώστε την Ιουδαϊκή επιρροή στην Αμερική”, “Οι Ιουδαίοι δεν θα μας αντικαταστήσουν”, “Οι Ιουδαίοι είναι τα τέκνα του Σατανά”, -προς απογοήτευση των παρατηρητών, που ήταν άμαθοι στο να βλέπουν τέτοιον αντισημιτισμό να διεκτραγωδείται στους δρόμους των Αμερικανικών πόλεων. Ακόμα χειρότερα, ο μαζικός πυροβολισμός των ανθρώπων στην προσευχή στην συναγωγή του Πίτσμπουργκ, στις 27 Οκτωβρίου 2018, που την διαδέχθηκε 6 μήνες αργότερα μια φονική επίθεση στην συναγωγή Σάμπατ στο Πογουέι στην Καλιφόρνια, οδήγησε στην συνειδητοποίηση ότι οι ΗΠΑ επίσης δεν ήταν άτρωτες σε πράξεις βίαιου αντι-Ιουδαϊκού μίσους. Η ιστορία των ουδέποτε ήτο απαλλαγμένη από κοινωνικές παραβιάσεις εναντίον των Ιουδαίων και επεισοδίων αντισημιτικής βίας, αλλά συγκρινόμενη προς την κατάσταση των Ιουδαίων στις Ευρωπαϊκές και Μεσανατολικές χώρες, οι Ιουδαίοι στις ΗΠΑ έχουν ζήσει μια σχετικά ασφαλή και ομαλή ζωή, ειδικά στις πρόσφατες δεκαετίες. Σάρλοτσβιλ, Πίτσμπουργκ, Πογουέι, και άλλες βάρβαρες αντισημιτικές επιθέσεις, ωστόσο, έχουν θέσει τα Ιουδαϊκά νεύρα στο άκρο. Μια νέα αίσθηση αγωνίας είναι τώρα έντονη στις Αμερικανικές Ιουδαϊκές κοινότητες.
Οι κύριοι εμφιλοχωρούντες των πιο καταστροφικών καμωμάτων εναντίον των Ιουδαίων και των Ιουδαϊκών ιδρυμάτων σε Ευρώπη, Νότια Αμερική, και στην Μέση Ανατολή στα πρόσφατα χρόνια είναι ριζικοποιημένοι Μουσουλμάνοι, παρόλο που σε κάποιες περιπτώσεις οι αντισημιτικές πράξεις έχουν γίνει από νέο-εθνικοσοσιαλιστές, ακραίους λαϊκιστές και εθνικιστές, και τέτοιους δρομίσιους τύπους. Στις ΗΠΑ, η πιο ισχυρή αντισημιτική απειλή στο φυσικό επίπεδο ακριβώς τώρα βρίσκεται κύρια μεταξύ των λευκών εθνικιστών, των υπέρμαχων της λευκής υπεροχής, των νέο-εθνικοσοσιαλιστών, και άλλων στην άκρα δεξιά, μαχητικών Μουσουλμάνων, και ανταγωνιστικών Αφρο-Αμερικανών. Καθώς κάποιοι από αυτούς τους τύπους υπήρχαν στην Ευρώπη των ημερών του Αμερύ, ήταν, επί το πλείστον, λιγότεροι ενεργοί στο να κάνουν επιθέσεις εναντίον Ιουδαίων, σαν αυτές που έγιναν.
Γράφοντας στην δεκαετία του 1960 και 1970, η πιο βαθιά έγνοια του Αμερύ δεν ήταν τόσο η νέο-εθνικοσοσιαλιστική δεξιά, όσο οι σύντροφοί του στην αριστερά, των οποίων η ιδεολογική αντί-Ισραήλ εχθρότητα, σε συνδυασμό με τα παράλογα μίση των παραδοσιακών αντιλήψεων της Ευρώπης προς τους Ιουδαίους, και έτσι την είδε ως την πιο επικίνδυνη μορφή συγκαιρινού αντισημιτισμού. Στους αντισημίτες, ο Ιουδαίος πρέπει πάντα να ελαχιστοποιηθεί, αυτός επίσημα πίστευε. Στους αντί-Σιωνιστές, το Ιουδαϊκό κράτος πρέπει να ελαχιστοποιηθεί. Και οι “αριστεροί” είναι τώρα οι πιο εύγλωττοι υποστηρικτές του αντί-Σιωνισμού σε όλη την κτηνωδία του.
Πώς, διερωτάτο, η Μαρξιστική διαλεκτική σκέψη δάνεισε εαυτή στην προετοιμασία της επικείμενης γενοκτονίας? Αυτή η τελευταία φράση καταπλήσσει από το μέγεθος της καταστροφής που ο Αμερύ είδε μέσα στην ανοιχτή θάλασσα. Ήταν μια υπερβολή να σκεφθεί για το μέλλον σε αυτούς τους συναγερμώδεις όρους? Στην οπτική του Αμερύ, η θέρμη που φυτίλιασε τον αντί-Σιωνιστικό αντισημιτισμό θα μπορούσε αποτελεσματικά να ελεγχθεί ανάμεσα στους πρώην συμμάχους του στην αριστερά, και έτσι ήταν πεπεισμένος ότι ήταν δεσμώτες σε μια καταστροφική πορεία. Εστιάζοντας στις μαχητικές και εμμονικές αντι-Ιουδαϊκές ψευδαισθήσεις των αναφορικά με το κράτος του Ισραήλ, δεσμεύθηκαν στο να απομονώνουν τους Ιουδαίους για ακόμη μια φορά για την κακοτυχία των ιστορικών αναλογιών/κατανομών. Αυτό το έλεγε “Άουσβιτς στην Μεσόγειο”. Καθορισμένος να εγείρει την φωνή του ενάντια σε μια τέτοια εφιαλτική προοπτική, ο Αμερύ αφιέρωσε κάποια από τα οξύτερα και πιο κοφτερά των αναλυτικών και πολεμικών γραφτών του στο να αντιτεθεί ενάντια στον αντί-Σιωνισμό, και πιο ειδικά, όπως φαινόταν να πετυχαίνει τους στόχους του σε προοδευτικούς κύκλους κάτω από τα λάβαρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του αντιρατσισμού, και της υφηλιακής δικαιοσύνης. Κοσμοπολίτης στοχαστής, ο Αμερύ έδωσε μεγάλη αξία σε όλες αυτές τι αρχές και τις υπερασπίσθηκε επαναλαμβανόμενα στα γραφτά του, αλλά όχι όταν κυνικά γινόντουσαν αντικείμενα εκμετάλλευσης για πολιτικούς σκοπούς τους οποίους είδε ως δυσάρεστους. Με τα δικά του λόγια: “O Αντισημιτισμός με το πρόσχημα του αντι-Σιωνισμού έχει φτάσει να ιδώνεται ως αρετή”. Ο Αμερύ είδε μια τέτοια αξίωση ως κίβδηλη και κακόβουλη, και διεξήγαγε μια καθορισμένη πάλη ενάντια σε αυτό στα ύστερα γραφτά του.
Σε οποιονδήποτε ανήσυχο της επιστροφής του αντισημιτισμού στις μέρες μας, η συνάφεια των επιχειρημάτων του Αμερύ θα είναι εμφανής. Μια νέα ενεργοποιημένη και αυξανόμενα διεισδύουσα εχθρότητα στους Ιουδαίους και στο Ιουδαϊκό κράτος έχει γίνει ένα προεξάρχον και βλαβερό χαρακτηριστικό της συγκαιρινής κοινωνικής ζωής και πολιτικής γνώμης. Φαίνεται στις φυσικές επιθέσεις σε Ιουδαίους και Ιουδαϊκές συναγωγές, σχολεία, κέντρα κοινοτήτων, μουσεία και μνημεία του Ολοκαυτώματος. Κάποιες επιθέσεις, μερικές εκ των οποίων έχουν απώλειες, τώρα αριθμούνται σε εκατοντάδες σε χώρες γύρω από τον πλανήτη. Επιπρόσθετα, σε κάποιες από τις πιο παθιασμένες μορφές του το σημερινό αντι-Ιουδαϊκό πνεύμα εστιάζει με σκαιότητα στο κράτος του Ισραήλ, κάποιες φορές πηγαίνοντας τόσο μακριά, ώστε το μαρκάρει ως μια εγκληματική οντότητα παρόμοια προς την απαρτχάιντ Νότια Αφρική και την Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Τέτοια αντί-Ισραήλ πάθη βρίσκουν ειδικά οξεία πολιτική έκφραση σε αρκετά πανεπιστημιακά κάμπους, όπου οι φοιτητές είναι κανονικά εκτεθειμένοι σε μορφές εχθρότητας οι οποίες εκτείνονται από την σίγαση των Ισραηλινών ομιλητών, έως επιθετικά μποϋκοτάζ και καμπάνιες κυρώσεων, καθώς και σε ανοιξιάτικα φεστιβάλ μίσους που καλούνται Εβδομάδα Ισραηλινού Απαρτχάιντ. Η τελετουργικοποίηση αυτών των αντι-Ισραήλ δραστηριοτήτων συνεχίζεται για χρόνια σε κάποια κάμπους και έχει την επίδρασή τους στην κατασκευή του αντί-Σιωνισμού ως ενός “κανονικού” κομματιού της κολεγιακής εμπειρίας για αρκετούς εκ των φοιτητών. Τα μέλη ΔΕΠ σε συγκεκριμένες ακαδημαϊκές πειθαρχίες είναι επίσης ενεργά μπλεγμένα στο μποϋκοτάζ κίνημα, και κάποιες φορές εξωθούν τα πανεπιστήμιά τους να σπάσουν τους κολεγιακούς δεσμούς με τα Ισραηλινά πανεπιστήμια και να αποθαρρύνουν τους φοιτητές τους από το να συμμετάσχουν σε προγράμματα στο Ισραήλ.
Ο στόχος αυτών των αντί-Ισραήλ δραστηριοτήτων στην πιο ακραία μορφή τους είναι να δαιμονοποιήσουν και να απονομιμοποιήσουν το Ιουδαϊκό κράτος με τρόπους που θυμίζουν την περιθωριοποίηση και αποανθροπωποίηση των Ιουδαίων στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Το προπαγανδιστικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας δυσφήμησης συνετέλεσε εναντίον των Ιουδαίων κατά την διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, και ο Αμερύ πίστευε, ότι μπορούσε να συντελέσει ακόμη μια φορά, αυτήν την φορά εναντίον του Ιουδαϊκού κράτους και των υποστηρικτών του. Και έτσι ύψωσε την φωνή του ακούραστα ενάντια στον αντισημιτισμό και ενάντια στον αντί-Σιωνισμό και ενάντια στους αναπτυσσόμενους συνδέσμους τους οποίους παρατήρησε μεταξύ των δύο.
Δεν ήταν ο μόνος ο οποίος έκανε έτσι. Κοντύτερα στις μέρες μας, ο Περ Άλμαρκ, πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός της Σουηδίας, έγραψε ότι “οι αντι-Σημίτες των διαφόρων αιώνων στόχευαν πάντα στην καταστροφή της Ιουδαϊκής ύπαρξης … Σήμερα, που το Ιουδαϊκό κράτος έγινε το κέντρο της Ιουδαϊκής ταυτότητας και μια πηγή περηφάνειας και προφύλαξης για τους περισσότερους Ιουδαίους, ο Σιωνισμός δυσφημείται ως μια ρατσιστική ιδεολογία”. Ο στόχος μιας τέτοιας δυσφήμησης είναι η αναγωγή της κατάστασης ότι ο Σιωνισμός ίδρυσε μια οντότητα ανάξια του να λάβει χώρα εντός της οικογένειας των πολιτισμένων εθνών. Πιο πρόσφατα, άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες έχουν επίσης μιλήσει δυνατά ενάντια σε μια τέτοια δεισιδαιμονία, σημειώνοντας ότι ο αντί-Σιωνισμός δεν είναι τίποτα άλλο από την επανεπινόηση του αντισημιτισμού. Τον Οκτώβριο του 2015, για παράδειγμα, ο πάπας Φραγκίσκος ήταν εμφατικός στο να αποκηρύξει ενάντια σε αυτό: “Να επιτίθεσαι σε Ιουδαίους είναι αντισημιτισμός, αλλά και μια εκτός δικαίου επίθεση στο κράτος του Ισραήλ είναι επίσης αντισημιτισμός”.
Ο Αμερύ έγραψε παρομοίως αναφορικά με τις απειλές ενός αναβιωμένου αντισημιτισμού, συχνά κάτω από την κάλυψη του αντί-Σιωνισμού, όχι μόνο στους Ιουδαίους, αλλά επίσης στον μεταπολεμικό Δυτικό πολιτισμό εν συνόλω. Στοχάζοντας τις εξελίξεις από όταν το πρώτο του βιβλίο εμφανίσθηκε, σημείωσε: “Όταν άρχισα να γράφω, και τέλειωσα, δεν υπήρχε αντισημιτισμός στην Γερμανία, ή πιο σωστά: όπου υπήρχε, δεν τολμούσε να δείξει τον εαυτό του”. Όσο κοίταζε σε αυτόν, αναγνώρισε ότι εκείνες οι μέρες είχαν παρέλθει, και όχι μόνο στην Γερμανία. Ο αντισημιτισμός δεν κρυβόταν πια καλυμμένος στις σκιές, αλλά ακόμα μια φορά, ήταν μια απειλούσα παρουσία στην δημόσια σφαίρα. Αν οι πιο επιθετικοί υποστηρικτές του κέρδιζαν όλο και πιο πολύ σημασία, το αποτέλεσμα, ήταν σίγουρος, θα ήταν μια επαναϊσχυροποίηση των ελαχιστοποιητικών παθών που θα μπορούσαν να φέρουν νέες καταστροφές. Στο πιο έντονο όραμά του του τι μια τέτοια στροφή μπορούσε να παράγει, ανέφερε, ανατριχιαστικά, στο Άουσβιτς ΙΙ.
Είναι μια πλήρης φόβου προοπτική, και ένας ελπίζει, ότι ουδέποτε θα έλθει. Εν τω μεταξύ, τα γραφτά του Αμερύ, προϊόν της του συγγραφέα επωδύνως αποκτηθείσης γνώσης του Άουσβιτς, στέκουν ενώπιον ημών σε καθ’ όλη την επιχειρηματολογική επείγουσα ανάγκη των ως νουθεσία και προειδοποίηση. Θα κάνουμε καλά να τα πάρουμε στα σοβαρά. [1]
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1] Βλέπε Jean Améry, At the Mind’s Limits: Contemplations by a Survivor on Auschwitz and Its Realities, translated by Sidney Rosenfeld and Stella P. Rosenfeld (Bloomington, Indiana University Press, 1980) and Jean Améry, Essays on Antisemitism, Anti-Zionism, and the Left, edited by Marlene Gallner, translated by Lars Fischer (Bloomington, Indiana University Press, forthcoming). Όλες οι παραθέσεις σε αυτό το δοκίμιο έχουν ληφθεί από αυτά τα δύο βιβλία.
σημείωμα της μετάφρασης
Η κριτική στο κράτος του Ισραήλ νομοτελειακά συμπεριλαμβάνεται στους σκοπούς της εργατικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική του μοναδικότητα. Δεν είναι, όπως η κριτική σε κάθε κράτος, και γι’ αυτό η κριτική στο κράτος του Ισραήλ είναι αναγκαίος όρος ύπαρξής του ίδιου, όπως και η συντακτική αυτό-κριτική του.
Επίσης, νομοτελειακά, είναι επιβεβλημένη η κριτική σε κάθε θρησκευτικά προσδιορισμένη εβραϊκή κοινότητα, διότι η κριτική της θρησκείας είναι προϋπόθεση κάθε κριτικής.
Από εδώ, όμως, και ύστερα, αρχίζει άβυσσος.
Ο αντισημιτισμός, όπως έχει τεκμηριωθεί πολλές φορές στο shades, είναι κατά βάση άθυρμα πραγματώσεων (στον εθνικοσοσιαλισμό υλοποίησεων) ιδεολογιών της αστικής κοινωνίας, ήτοι τιτανικού/γιγαντιαίου χαρακτήρα (δια)στρεβλώσεις στην εκδίπλωση του κεφαλαιακού προτσές, που προκαλούνται κατά κύριο λόγο από αλλοτριωμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης, δομημένες και περιδινιζόμενες γύρω από τα φετίχ και του φετιχισμούς.
Στην οπτική της εργατικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ο αντισημιτισμός αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα κρισιακών εκδηλώσεων ιδιαίτερα του τοκοφόρου κεφαλαίου ως μορφής εξωτερίκευσης των σχέσεων του κεφαλαίου. Αναμφίβολα, ο αντισημιτισμός είναι πρόβλημα περισσότερο της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας και της εν γένει πολιτικής στρατηγικής, και λιγότερο πρόβλημα θρησκειολογικό, φυλετικό, εθνολογικό κλπ.
Η αντι-Ισραήλ τάση στην αριστερά είναι ένα ιστορικοχρονολογικά προσδιορισμένο μεταπολεμικό πρόβλημα, ήτοι κάτι ειδικότερο και μερικότερο προς το γενικό και κύριο. Η αντι-Ισραήλ στάση προϋποθέτει αναφορά στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, αναφορά και γνώση του κειμενικού και πολιτισμικού σώματος του εβραϊσμού και του μονοθεϊσμού, ιδιαίτερα όπως αναπτύχθηκε στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Αυτό το οποίο διακρίνει την αντι-Ισραήλ στάση από τον αντισημιτισμό γενικά, είναι η ειδικά προσδιορισμένη μηχανιστική άρνηση ενός αιώνιου (secular) συνόλου νομαδικών δρόμων και πρακτικών προς μια επιθυμητή κοινωνικοπολιτική οργάνωση, η οποία ταιριάζει στα χαρακτηριστικά και στις ευαισθησίες ενός συγκεκριμένου υπαρκτικού σχηματισμού, ο οποίος στις στιγμές της Εξόδου του ονομάζεται Λαός του Ισραήλ. Από αυτήν την άποψη, η αντι-Ισραήλ τάση στην αριστερά είναι συχνά φιλοκαπιταλιστική και πρακτικά εμπορευματική, παρότι στα λόγια ομνύει στον αφηρημένο αντικαπιταλισμό και στις γενικόλογες καταγγελίες, και από την άλλη η τρέχουσα πηγή της είναι η προβολή ενός ραφιναρισμένου αντισημιτισμού στο επίπεδο των γεωπολιτικών και διακρατικών αντιπαραθέσεων.
Επιπροσθέτως, η αντι-Ισραήλ στάση έχει να κάνει με την (προ/μετά)αποικιοκρατική αντίδραση στο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού οποιασδήποτε χώρας και λαού εκτός των εργαλειακών λογικών των εθνικών και στην συνέχεια των παγκοσμιοποιητικών αγορών. Επομένως, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων και των γεωστρατηγικών, η αντι-Ισραήλ στάση είναι διαμεσολάβηση των ίδιων των καπιταλιστικών αντιφάσεων και ανταγωνισμών και μυστικοποίησή τους, μέσα από μια πολύ συγκεκριμένη ρητορική και μεθοδολογία, την οποία τόσο εύστοχα τόσο το άρθρο, όσο κι ο Ζαν Αμερύ αναδεικνύει.
Σε μια πιο εξευγενισμένη μερική μορφή της η αντι-Ισραήλ στάση αρχικά αποτελεί μια έγκληση προς τα τμήματα της αριστεράς και του κινήματος, τα οποία αντιλαμβάνεται μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της ετερότητας, για κάποια θεαματική αποφασιστική πρακτική που θα βάλει μια και καλή τέλος στα βάσανα και τις ταλαιπωρίες. Στο φαντασιακό αυτής της στάσης, όπως έδειξε ο Ποστόν, η εβραιοσύνη, και ακόμα πιο πολύ οι ισραηλινές δυνάμεις συνιστούν ένα σύνολο μη εξηγήσιμων, μεταφυσικοποιημένων ανώτερων δυνάμεων, στις οποίες οι μάζες –υποτίθεται ότι-αναθέτουν την σωτηρία και τον λυτρωμό τους, και όταν έτσι το Ισραήλ αποδεικνύεται να μην είναι αυτό που φαντάζονται ότι είναι, γίνονται αντί-Ισραήλ.
Η αντι-Ισραήλ στάση συχνά καταλήγει σε πολιτικοστρατηγικά φιάσκα. Σε αυτές τις περιπτώσεις διολισθαίνει στο λεξιλόγιο του αφηρημένου (πετίτ)-μπουρζουά ανθρωπισμού και της ψευτοφιλειρηνικής στάσης, ταυτίζοντας την βία και την επιθετικότητα ως κενές μορφές, με την ίδια την κίνηση της υλιστικής κριτικής.
Leave a Reply