Με τα σώματα που έχουμε: σημειώσεις ενάντια στην εθνική μιλιταριστική διάταξη
γράφει η Log Lady
Βερολίνο, άνοιξη 2022. Στην απέναντι πολυκατοικία κάπου στο Prenzlauer Berg, δίπλα από τα διαμερίσματα με τις σημαίες του pride, κρέμονται τώρα εθνικές σημαίες της Ουκρανίας. Τι συνέβη εδώ;
Φαίνεται ήδη, όλα όσα μπορεί να υπονοεί αυτή η ερώτηση, να είναι εξ ’αρχής ανεπίτρεπτα ή έστω αποτέλεσμα μιας προβληματικής καχυποψίας. Σαν αυτή η ερώτηση να προσκρούει στον αυτονόητο και ηθικά επιβεβλημένο χαρακτήρα που έχουν πάρει όλες οι δημόσιες εμφανίσεις με την εθνική σημαία της Ουκρανίας σήμερα, στην Ευρώπη του «we stand with Ukraine». Στην Ευρώπη όπου «από την μια μέρα στην άλλη», η μιλιταριστική ορολογία, έγινε κοινή γλώσσα στα social media, φορείς, σωματεία και συλλογικότητες καλούν σε δωρεές στον ουκρανικό στρατό, ενώ οι πιο «τολμηροί» υπόσχονται να πάνε στο «front line» (αν δεν έχουν πάει ήδη). Αυτή η κοινωνική κίνηση εμφανίστηκε πράγματι, ως ένα καλά μαθημένο αντανακλαστικό. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε, τα τελευταία δύο χρόνια της πανδημίας, όπου η λέξεις «πόλεμος», «πρώτη γραμμή», «άμεση αντίδραση» ή «σκληρά μέτρα», αναβοσβήνουν συνεχώς με ένταση πάνω από τα κεφάλια μας. Δεν είναι, επίσης η πρώτη φορά τα τελευταία δυο χρόνια, που όλο και περισσότερα πράγματα ή αντικείμενα διαλόγου στη δημόσια σφαίρα, συρρικνώνονται σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος, δημιουργούν έναν αυτονόητο μονόδρομο: Ε ναι. Με τέτοια άνοδο της έντασης και της απειλής, δεν είναι ώρα να συζητάμε και πολύ (αυτά είναι πολυτέλειες για καιρούς ειρήνης, τώρα καιγόμαστε!). Τώρα θέλουμε, εξοπλισμούς, υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, μποικοτάζ του εχθρού, σθένος και πυγμή. Σε περίπτωση που δεν καταφέρουμε να επιδείξουμε σκληρότητα, έρχονται τα χειρότερα. Η αδυναμία σε τέτοιες στιγμές, αποτελεί οπισθοχώρηση. Λένε.
Και φυσικά έχουν δίκιο.
Για όποιον και όποια, θεωρεί πως τα συμφέροντα του καπιταλιστικού εθνικού κράτους, είναι «δική του υπόθεση». Και είναι πρόθυμη/ος, να αναλάβει τις επιπτώσεις αυτής της ταύτισης, πάνω στο σώμα του και στα σώματα των άλλων (κυρίως σε αυτά). Τι συνένη όμως εδώ; Είναι ο πόλεμος, τελικά ένα παράλογο «από τα πάνω» ενορχηστρωμένο «θέατρο» συγκρούσεων; Κάθε άλλο. Εδώ εμπλέκονται, σώματα, ιστοριές, επιθυμίες, μνήμες, καταπιέσεις, φιλοδοξίες, συμφέροντα, όνειρα, φαντασιώσεις, φόβοι και πειθαρχήσεις. Όλη η ζωή κλείνεται εδώ. Ο πόλεμος, γίνεται μόνο «με το σώμα». Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Για αυτό και κάθε συζήτηση για αυτό, φέρνει το δικό μας τοποθετημένο σώμα στο προσκήνιο. Το σώμα που εν προκειμένω, στην Αθήνα, στη Λέσβο ή στο Βερολίνο, καταλαμβάνει μια σχετικά βολική απόσταση, από την αβάσταχτη μερικότητα του πολέμου, στον χώρο και στον χρόνο που εκτυλίσσεται. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι, χωρίς έστω- την αναγκαία ευαισθησία που απαιτεί από εμάς, η ταυτόχρονη εμπλοκή όλων αυτών των ζωντανών σωμάτων και ιστοριών που υπόκεινται άμεσα στις πολεμικές επιχειρήσεις, στο εδώ και στο τώρα της Ρωσικής και Ουκρανικής γεωγραφίας. Αντίθετα, μόνο μέσα από αυτές τις πολλαπλές και αιχμηρές ευαισθησίες, μπορούμε να φτιάξουμε μια κριτική. ‘Η και ένα καταφύγιο.
Πριν λίγες μέρες στην Κυριακάτικη υπαίθρια αγορά του Mauerpark, δυο άτομα κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο πλήθος, με πλακάτ: «Boycott all Russian products». Κάτω από τον χίπστερ ανοιξιάτικο ήλιο του Βερολίνου, το ψυχροπολεμικό πλακάτ, δεν διατάρασσε τίποτα. Ερχόταν και εμφανίζονταν σε πλήρη αρμονία, με τα παιδιά που έπαιζαν τέκνο τριγύρω και τις οικογένειες που έκαναν την μεσημεριανή βόλτα τους. Δεν είναι φυσικά πρωτοφανές για αυτό το είδος μνησίκακης πολιτικής που έχει κατακλύσει την θεωρία και την πρακτική του καιρού μας, να εξασκείται συνεχώς μέσα από ένα θυμωμένο μούδιασμα που απλώς παρακαλεί για περεταίρω αποκλεισμούς. Αδιαφορεί πάντα για το συγκείμενο, και κινείται συνεχώς προς την εγκαθίδρυση μιας σχέσης προνομιακής συμπόνοιας: κάποιος που έχει ανάγκη από βοήθεια- κάποιος που μπορεί να βοηθήσει. We stand with Ukraine, το είπαμε; Βέβαια, όλοι αυτοί που πυκνώνουν τις τάξεις της συμπόνοιας (κατασκευάζοντας στην πραγματικότητα και τα δυο μέρη αυτής της σχέσης), στην τωρινή συγκυρία δεν αρκούνται απλώς στον απολίτικο ανθρωπισμό. Τώρα βγαίνουν επιθετικά. Φωνάζουν να συσπειρωθούμε ενάντια στην «αιτία του κακού». Αυτομορφώνονται στην ορολογία των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Και μοιάζουν φανερά πρόθυμοι -με τα σώματα που έχουνε-, να κάνουν τα πάντα, άμα χρειαστεί.
Σαν η κατακλυσμιαία καθημερινότητα και το συν-αίσθημα των «μεγάλων γεγονότων» να συναντά τη δική μας ζωή, σε μια ιστορική στιγμή που εκείνη μοιάζει να έχει μικρύνει τόσο, ώστε να μπορεί να είναι μια «καλή ζωή» σε πείσμα των «δύσκολων καιρών». Σαν να έχει μικρύνει τόσο πολύ μάλιστα, που πλέον, όλες οι αισθήσεις της (αυτό το μαγικό υλικό) να έχουν καταληφθεί εξολοκλήρου από τις δυνάμεις του συναγερμού, τον μελλοντισμό της απειλής και της βρεφικότητα της στιγμιαίας ανακούφισης. Απειλή επιστροφή στην ασφάλεια Απειλή: Πάνω σε αυτή την λιβιδινική οικονομία, όλοι και όλες τείνουμε να ενταχθούμε μέσα σε κάποιου είδους υποτιθέμενη «αναγκαιότητα» που νομιμοποιεί τα αιτήματα για περισσότερο στρατό και εξοπλισμό, ως αιτήματα «κοινωνικά». Αιτήματα προστασίας του παιδιού, από τον μπαμπά του. Αιτήματα προστασίας του πολίτη, από την κυβέρνηση του. Ή μάλλον καλύτερα, όπως τίθεται πλέον σήμερα: Ευθύνη της οικογένειας να διατηρήσει την ακεραιότητα της, απέναντι στην απειλητική «ξενότητα» (όπως κι αν αυτή κατασκευάζεται ευκαιριακά από τους κρατικούς λόγους). Τι κάνει πρωτίστως η οικογένεια για να ξεκινήσει να εφαρμόζει αυτή την στρατηγική της εδαφικής, πολιτικής, και συν-αισθηματικής ακεραιότητας; Κλείνεται στο σπίτι. Πέρα από την κοινοτυπία της μεταφοράς αυτής στην μετα-covid εποχή, στην πραγματικότητα αυτό το «κλείσιμο» που εξαπλώνεται (μέσα από τα διάσημα «sanctions»- και τον πολιτικό ορίζοντα που διαμορφώνουν) εξυπηρετεί μια σειρά από συγκεκριμένες ιστορικές λειτουργίες που εξελίσσονται όσο μιλάμε: ενθάρρυνση του εθνικού εσωτερικού στρατοπέδου, στρατιωτικοποίηση της σύγκρουσης, λείανση της μνήμης, εξολόθρευση των εσωτερικών εχθρών, εθνική πολεμική στοίχιση. Τελικά, όλα αυτά πάντα σημαίνουν: υποτίμηση, εξαθλίωση, εκτοπισμός και εξαναγκαστικοί θάνατοι σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού. Η ισοπέδωση κάθε προοπτικής για διεθνιστική αλληλεγγύη -η ισοπέδωση δηλαδή κάθε κινηματικά διευρυμένης διαδικασίας που απεργάζεται την υπόθεση του «πέρα από», λειτουργεί προωθητικά προς αυτή τη κατεύθυνση (προς τον θάνατο-μας).
Κατ’ αυτό τον τρόπο, την ίδια στιγμή που αναδιατάσσονται οι σχέσεις εξουσίες ανάμεσα στις κρατικές πολεμικές μηχανές, την ίδια στιγμή ανατροφοδοτείται και ανακαινίζεται με πιο εντατικοποιημένους όρους, η επίθεση στις ζωές μας στο επίπεδο της καθημερινότητας. Είτε μέσω της ακρίβειας, είτε μέσω των αποκλεισμών, είτε μέσω των διαγγελμάτων, των απαγορεύσεων και των σειρήνων, όλοι βροντοφωνάζουν: «Ο πόλεμος γύρισε στην Ευρώπη» και αυτό που διακινείται συναισθηματικά εκείνη την στιγμή είναι αγνή διέγερση. Ενεργοποίηση του συστήματος συναγερμού. *ήχος διαπεραστικός* – *τίποτα άλλο δεν ακούγεται τώρα, πέρα από αυτό*
Στην προκείμενη, όσον αφορά το δικό μας «σπίτι» αυτό έχει αρχίζει εδώ και καιρό να ξεδιπλώνεται και φαίνεται ότι δεν θα σταματήσει. Ενεργοποιείται και επεκτείνεται με ταχύτητα ανάμεσα μας. Σώμα με σώμα. Και μάλιστα -για ακόμα μια φορά- στον βολικό μονόδρομο κατανόησης που φαίνεται συλλογικά να περπατάμε. Σαν όλο το ζήτημα της σκέψης να ήταν να κλείσουμε τη ζωή μέσα σε ένα οικείο ψέμα: μπροστά σε έναν «παράλογο, τρελό και ανεξέλεγκτο» κίνδυνο εξ ’Ανατολής, πρέπει -ξανά- όλοι και μαζί να βάλουμε πλάτες για να μην πέσουν τα σπίτια στα κεφάλια μας. «Όπως συμβαίνει τώρα στην Ουκρανία», είδατε; Είναι μονόδρομος, πλέον. Αν είχαμε άλλες επιλογές, εμείς δεν θα προτιμούσαμε την πόλεμο. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο πως τελικά αυτός ο μονόδρομος, έχει γίνει τόσο ριζικά αυτονόητος που πλέον όλοι οι εμπλεκόμενοι στον πόλεμο είναι ταυτόχρονα και ενάντια στον πόλεμο. Στην ανεστραμμένη πραγματικότητα που βιώνουμε, το αντι-πολεμικό επιχείρημα, αποτελεί το βασικό ρητορικό απόθεμα που απαρτιώνει την αναγκαιότητα της στρατιωτικής σύγκρουσης. «Για την ειρήνη», φωνάζουν οι πολεμοχαρείς και μας καλούνε -με τα σώματα που έχουμε- να πυκνώσουμε τις τάξεις τους. «Για την ειρήνη», λένε, πως αξίζει κανείς να πεθάνει.
Τι θα γίνει όμως, χωρίς τα σώματα που έχουμε; Τι θα γίνει αν αυτά, απλά απουσιάσουν, αποσυρθούν, αδρανοποιηθούν. Τι θα συμβεί στην διαδικασία κυκλοφορίας της πολεμικής διέγερσης, αν δεν μπορεί να λειτουργήσει κινητοποιητικά; Τι θα συμβεί, αν τα τανκς εγκαταλειφθούν μόνα τους και στέκονται, εκεί χωρίς τα σώματα μας. Η προνομιακή αφέλεια αυτής της ερώτησης, μπορεί να λειτουργήσει εδώ, πραγματικά ως μια αρχή για σκέψη. Όχι επειδή είναι πρωτότυπη, ούτε επειδή είναι κοινωνικά χρήσιμη, αλλά μόνο και μόνο επειδή, επαναφέρει την κινησιολογία του σταματήματος. Κάνει ένα βήμα πίσω. Επιχειρεί μια πρώτη αναστάτωση στην ροή της κυκλοφορίας. Ένα τάκλιν που πάει να ρίξει κάποιον κάτω, λίγο πριν αυτός φτάσει στο τέρμα. (Το γνωρίζουμε βέβαια πως, αν πραγματικά μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε αυτή τη διατάραξη μιας κυρίαρχης συν-αισθηματικής έντασης, θα ήταν σαν να κλοτσάμε τον αέρα). Κι όμως το σώμα, εκείνη την στιγμή, ξεκινάει ήδη να κινείται διαφορετικά. Πάνω στην πολλαπλασιαστική αναδίπλωση της κυκλοφορίας της απειλής και του φόβου, προσδένονται νέες εντάσεις και δονήσεις. Δυνητικές κυκλοφορίες, παράταιρες κινησιολογίες, πιθανοί χώροι. Γιατί όχι; μια δικιά μας ζαριά στο παιχνίδι. Μια αντιστροφή της πολεμικής διάταξης των σωμάτων, ένα μπέρδεμα στην συναισθηματική κυκλοφορία της στρατιωτικής αναγκαιότητας. Για να δούμε τι μπορεί να συμβεί εκεί. Τι άλλο ακούγεται, άμα προσπαθήσουμε να ακούσουμε αλλιώς; Για παράδειγμα, όπως συζητούσαμε μια φίλη πριν από λίγες μέρες: τι γίνεται με τους εγκλωβισμένους στρατεύσιμους άντρες στην Ουκρανία; Πόσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από την υποχρεωτικότητα της στράτευσης και τι απέγιναν; Πόσοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι εκεί και πώς ένα διεθνιστικό κίνημα μπορεί να τους βοηθήσει να λιποτακτήσουν; Οι ιστορίες τους είναι σίγουρα κάπου εκεί. Όπως και πολλές άλλες, παραμένουν στο καθεστώς σιωπής που έχει επιβάλλει η στρατιωτικοποιημένη ενημέρωση.
Η διάσωση αυτού του ενδεχόμενου χώρου «ακρόασης», και η διατήρηση της ικανότητας μας να αναλαμβάνουμε το ρίσκο μιας επινοητικής πολιτικής που μετασχηματίζεται καθώς συμβαίνει, αποτελεί το πολιτικό στοίχημα που μας τίθεται σήμερα, στο κομμάτι της Ευρώπης που δεν βομβαρδίζεται. Γιατί για τα κράτη και το κεφάλαιο, ο βυθισμένος εννοιακός πόλος στις λέξεις war και death, είναι αυτός που παράγει τον πολλαπλασιασμό τους: more (war), more (death). Αν δεν ανοίξει το σενάριο από εμάς, η καταμέτρηση των νεκρών, δεν θα σταματήσει να παίζει σε live μετάδοση. Έχει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο (κι άλλο..). Αν δεν βρούμε τους τρόπους να επινοήσουμε μορφές ζωής που μπορούν να οραματιστούν κάτι πέρα από το πρωτοσέλιδο της επόμενης μέρας, είμαστε καταδικασμένοι στην αιώνια επανάληψη του ίδιου.
Απέναντι, λοιπόν στις δυνάμεις του «παγώματος» που έχουν εγκλείσει τα πάντα στην διεστραμμένη αυτοαναφορικότητα τους, να φέρουμε την ζεστασιά του άλλου, ξανά στο προσκήνιο. Να γίνουμε άλλοι και άλλες και άλλα. Να δραπετεύσουμε από τον καθρέφτη. Να ψάξουμε για να βρούμε τις γραμμές, τις τομές, τις κινήσεις, τους λόγους, τα υλικά για ένα κοινό έδαφος. Να φωτίσουμε τις γωνίες και τις αιχμές του χώρου, ενάντια στην εθνική λείανση που επιχειρείται. Ενάντια στον φόβο της αποτυχίας, της ανακρίβειας, του λάθους: να ανοιχτούμε σε άλλες φαντασίες. Να ρισκάρουμε. Για ένα άλλο πλάτωμα σκέψης, συν-αισθήματος και πρακτικής, που θέλει να ενωθεί και να ανοίξει, να βρει αυτοσχέδια τις δικές του αντι-πολεμικές τακτικές στο εδώ και στο τώρα της Ευρώπης και να φτιάξει τις δικές του γραμμές φυγής από τις κυρίαρχες μιλιταριστικές στρατηγικές, ενάντια στον νόμο της πατριαρχικής εθνικής θυσίας.
Αυτό το κείμενο γράφεται χωρίς την απειλή των όπλων, και αποσκοπεί ευθέως στη δημιουργία ωθήσεων ενάντια στην εθνική μιλιταριστική διάταξη που κατασκευάζεται ενεργά σήμερα στο εσωτερικό «μας». Ενάντια στον πατριωτικό πόλεμο, όπως και αν αυτός εκφράστηκε/εκφράζεται/εκφραστεί στις γεωγραφίες μας.
Γιατί και αυτή η υπόθεση (όπως αλήθεια και κάθε άλλη), ενεργοποιείται μόνο με έναν τρόπο:
Με τα σώματα που έχουμε.
Leave a Reply