Η προτομή ενός ταγματασφαλίτη δολοφόνου κάτω από τον Λευκό Πύργο
Γράφει ο Άκης Γαβριηλίδης Πρώτη Δημοσίευση: https://nomadicuniversality.com
Σε παλαιότερο σημείωμα είχαμε αναφερθεί στο ευτυχές –αν και συμπτωματικό- γεγονός ότι μια σειρά από προτομές που μέχρι τότε κοσμούσαν (;) την πλατεία Μακεδονομάχων της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν παρατημένες σε μια αποθήκη του δήμου στην περιοχή των Σφαγείων.
Οι προτομές αυτές απεικόνιζαν, ακριβώς, κάποιους από τους αποκαλούμενους «Μακεδονομάχους», και απομακρύνθηκαν από τη θέση τους λόγω των εργασιών για την κατασκευή της στάσης «Βενιζέλου» του μετρό της Θεσσαλονίκης (το οποίο βρίσκεται υπό κατασκευή επί κάποιες δεκαετίες ήδη, και όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει να βρίσκεται για άγνωστο διάστημα ακόμα).
Επειδή όλα τα ωραία πράγματα δεν κρατάνε πολύ, οι προτομές αυτές εδώ και κάμποσο καιρό ανατοποθετήθηκαν με σεβασμό, (έναν σεβασμό που αντιθέτως δεν επιδείχθηκε στα ευρήματα της ρωμαϊκής οδού Decumanus Maximus), όχι όμως στην ίδια θέση αλλά σε μία πολύ πιο κεντρική και ορατή στο αστικό τοπίο της πόλης: στο πάρκο της οδού Τσιρογιάννη, λίγες δεκάδες μέτρα από τον Λευκό Πύργο και την παραλία.
Μία από αυτές τις προτομές απεικονίζει τον Παύλο Γύπαρη.
Είμαι βέβαιος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Θεσσαλονικέων –όπως άλλωστε και των λοιπών Ελλήνων- αγνοεί ποιος ήταν ο Παύλος Γύπαρης. Η άγνοια αυτή όμως μάλλον συμβάλλει, παρά έρχεται σε αντίθεση με την αποδοχή του και τις τιμές που του αποδίδονται από το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία.
Σε σχετικό άρθρο γνωστού ειδησεογραφικού μπλογκ της πόλης[1], η παρουσία του αγάλματος αιτιολογείται, σύντομα και διακριτικά, ως εξής:
Η προτομή του Παύλου Γυπάρη [sic], έργο του γλύπτη Θανάση Μηνόπουλου, τοποθετήθηκε στην πλατεία το 1976. Ο Παύλος Γύπαρης συμμετείχε σε διάφορες ένοπλες συγκρούσεις στον Μακεδονικό Αγώνα, τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, τον Α΄ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η λιτή αυτή περιγραφή είναι αρκετά υπαινικτική. Ακριβέστερο θα ήταν να λεχθεί ότι ο Γύπαρης έλαβε μέρος σε διάφορες συγκρούσεις, στις σημαντικότερες από τις οποίες ένοπλος ήταν μόνο ο ίδιος, ενώ οι αντίπαλοί του ήταν άοπλοι και άμαχοι. Με άλλα λόγια, ήταν εγκληματίας πολέμου. Όπως και εγκληματίας ειρήνης. Ειδικότερα: ο Παύλος Γύπαρης, πρώτον, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σφαγή δεκάδων αμάχων Μακεδόνων χωρικών (και στη λεηλασία της περιουσίας τους) το 1905 στο Ζέλενιτς (σημερινό Σκλήθρο) της Φλώρινας, κατά το συμβάν που κωδικοποιήθηκε ως «ο ματωμένος γάμος».
Δεύτερον. Στο ίδιο παραπάνω άρθρο, το κείμενο συνεχίζει ως εξής:
Την τελευταία προτομή φιλοτέχνησε το 1954 η γλύπτρια Ναταλία Μελά, εγγονή του Παύλου Μελά, κόρη του Μιχαήλ Μελά και της Αλεξάνδρας Πεσμαζόγλου (…) Η γιαγιά της, από την πλευρά του πατέρα της, προερχόταν από το γένος Δραγούμη και ήταν αδελφή του Ίωνα Δραγούμη.
Αυτό που δεν λέγεται σε αυτή την αφήγηση, βέβαια, είναι ότι ο Παύλος Γύπαρης είναι υπεύθυνος για τη σύλληψη και τη δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη. Εάν όμως κάποιος καταγραφεί ως «Μακεδονομάχος», αυτό αρκεί για να ξεχαστούν τέτοιες «μικροδιαφορές» και να ποζάρει δίπλα δίπλα με τον γαμπρό εκείνου τον οποίον εκτέλεσε χωρίς δίκη –όπως άλλωστε και με τον ίδιο τον εκτελεσμένο, άγαλμα του οποίου υπάρχει μόλις διακόσια μέτρα πιο πέρα, στο παρκάκι της ΧΑΝΘ.
Η δράση του Γύπαρη, επιπλέον, αποτέλεσε το μοντέλο για μία δομή πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης που έχει εν πολλοίς ξεχαστεί σήμερα: τα δημοκρατικά τάγματα ασφαλείας.
Oι περισσότεροι νομίζουν ότι τάγματα ασφαλείας πρωτοεμφανίστηκαν κατά την κατοχή. Όμως, πριν από τους αποκαλούμενους «γερμανοτσολιάδες», είχαν υπάρξει και οι βενιζελοτσολιάδες. Το επίθετο «δημοκρατικά» που προτάσσεται, μάλλον καταχρηστικά, στο όνομα των εν λόγω ταγμάτων δηλώνει απλώς την στράτευση υπέρ του αβασίλευτου πολιτεύματος. Κατά τα λοιπά, επρόκειτο για ένα τυπικό παρακρατικό σώμα, επανδρωμένο από στρατιωτικούς καριέρας και από μισθοφόρους μαχαιροβγάλτες (σε κάποια πρόσωπα οι δύο ιδιότητες συνέπιπταν), που έκανε τη βρώμικη δουλειά για τον «χαρισματικό εθνάρχη» που «εκσυγχρόνισε τη χώρα». Όπως το συνοψίζει ένα βιβλίο που έχει εκδοθεί ειδικά με αυτό το θέμα,
Καθώς στους κόλπους της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης συγκρούονται οι βενιζελικοί και οι δημοκρατικοί για τον τελικό διακανονισμό του πολιτειακού, ο βενιζελισμός δημιουργεί τα Δημοκρατικά Τάγματα στο πρότυπο του τάγματος Γύπαρη ώστε να περιφρουρήσει την δημόσια ασφάλεια, να καταπολεμήσει την ληστεία αλλά και να προστατέψει το νεοσύστατο αβασίλευτο πολίτευμα από την επιβουλή των βασιλοφρόνων και των κομμουνιστών.
Αυτή η «επιβουλή των βασιλοφρόνων και των κομμουνιστών» κατά βάση αποτελούσε κωδικό όνομα για την άρνηση στράτευσης και συμμετοχής στη μικρασιατική εκστρατεία. Αυτή την επιβουλή κλήθηκε να πατάξει ο Γύπαρης:
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1922, ο υπουργός Εσωτερικών Στάης μεταβαίνει στην Κρήτη μαζί με ισχυρές στρατιωτικές ενισχύσεις και αμέσως διατάσσει την εφαρμογή του νόμου «περί ληστείας». Σύμφωνα μάλιστα με μεταγενέστερη γραπτή μαρτυρία του Επαμεινώνδα Πετράκη, ανθυπομοιράρχου εν αποστρατεία από το Ροδοβάνι Σελίνου, οι περισσότεροι άνδρες του τάγματος που εστάλη στα Χανιά «σκόπιμα διαλέκτηκαν από τη Μεσσηνία Πελοποννήσου, στην περιφέρεια της οποίας είχε δράσει κατά το 1918-1919 το σώμα του Παύλου Γύπαρη –για τον ίδιο σκοπό, να μαζέψει τους βασιλικούς ανυπότακτους, στασιαστές και λιποτάκτες, που δεν ήθελαν να υποταχθούν στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Αυτοί λοιπόν οι φανατισμένοι βασιλικοί και διψασμένοι για εκδίκηση στρατιωτικοί […] θα έβγαιναν από τα Χανιά στα χωριά να μαζέψουν τους ανυπότακτους»[2].
Αλλά και κάποιες από τις συγκρούσεις του Β΄ π.π. στις οποίες έλαβε μέρος ο Γύπαρης ήταν ενδοεθνικές, στις οποίες Έλληνες πολεμούσαν Έλληνες. Μία αξιοπερίεργη και εξίσου απωθητική πτυχή της δραστηριότητάς του αυτής έχει καταγράψει στα ημερολόγιά του ένας φιλοβενιζελικός (πάντως σίγουρα όχι φιλομοναρχικός) αυτόπτης μάρτυρας, ο Γιώργος Σεφέρης:
H εδώ Κρητική Αδελφότης βγάζει έναν τόμο των «πνευματικών προϊόντων» των Κρητικών της διασποράς. Ο Γύπαρης, Έλληνας φρούραρχος της Αλεξάντρειας, έχει τη μανία να γράφει δεκαπεντασύλλαβους και να τους διαδηλώνει σε κάθε περίσταση, είτε απαγγέλνοντάς τους ο ίδιος από τη σκηνή, είτε με το έντυπο. Έδωσε λοιπόν τη στιχουργική συνεισφορά του και σ’ αυτό τον τόμο, με φωτογραφία, βιογραφικό σημείωμα κτλ. Η Αδελφότης, για να αποφύγει την εξαίρεση, δημοσίεψε μόνο τους στίχους. Αυτό χόλωσε το φρούραρχο· σήμερα κατά το μεσημέρι συνάντησε σ’ έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους τον πρόεδρο του σωματείου, υπολοχαγό του ελληνικού στρατού. «Έλα δω» του λέει «μασκαρά, κλέφτη, παλιάνθρωπε». Ο άλλος στάθηκε σε στάση προσοχής, καθώς μαζεύουνταν ένα πλήθος Ευρωπαίων και Αραπάδων τριγύρω. «Φτου σου» του κάνει ο φρούραρχος. Ο άλλος, που διηγείται: «Στάθηκα έτσι» λέει «μια που δεν είχα πιστόλι». –«Ξαναφτού σου!» συνεχίζει ο φρούραρχος και τον αρχίζει στα σκαμπίλια. Έπειτα τον άρπαξε από τους τελαμώνες και τον έσυρε στο φρουραρχείο[3].
Ο διαξιφισμός αυτός κατέληξε απλώς στον εξευτελισμό του αντιπάλου, όχι στη θανάτωση ή τον τραυματισμό του. Σύντομα μετά όμως ο Γύπαρης είχε την ευκαιρία να «επανορθώσει» αυτή την παράλειψη, καθώς, σε στενή συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πρωταγωνίστησε στην πάταξη και την εξόντωση των ΕΛΑΣιτών και γενικώς των αριστερών στην Κρήτη, μετερχόμενος μέσα όπως βασανιστήρια, βιασμούς, αποκεφαλισμούς και άλλα ανάλογα ηρωικά και πατριωτικά.
Σε μία πόλη η οποία, υπό την παρούσα δημοτική αρχή, επιδίδεται με ζήλο στην παλινόρθωση όσων –λίγων- από τα στοιχεία του αντιδραστικού παρελθόντος της είχε κατορθωθεί να απομακρυνθούν τις δύο προηγούμενες τετραετίες, η οποία δεν καταφέρνει να ανεχθεί την ονομασία μιας οδού σε «Αλμπέρτου Ναρ» και με λυσσαλέα μνησικακία επαναφέρει το όνομα του συνεργάτη των ναζί Αθανάσιου Χρυσοχόου, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι θα είχε κάποια τύχη το αίτημα να απομακρυνθεί από τον δημόσιο χώρο η προτομή του Κρητικού εγκληματία. Καλό είναι όμως να γνωρίζουμε τουλάχιστον για τι μπουμπούκι πρόκειται. Ούτως ή άλλως, επί τόσες δεκαετίες η κοινωνία της Θεσσαλονίκης, και όλης της Ελλάδας, παρά τις επίμονες προσπάθειες του βαθέος κράτους, τα αγάλματα και τις καρναβαλικού τύπου τελετές και παρελάσεις κάθε χρόνο, έχει καταδικάσει στη λήθη και την παγερή αδιαφορία τον Γύπαρη, του οποίου το όνομα και τη δράση κανείς δεν θυμάται και δεν τιμά. Αυτή είναι ίσως χειρότερη (δηλαδή καλύτερη) τιμωρία γι’ αυτόν.
[1] «Αυτή είναι η ιστορία των προτομών των Μακεδονομάχων στη Θεσσαλονίκη».
[2] Νίκου Βαφέα – Μανόλη Βουρλιώτη, «Συλλογική δράση και πολιτική βία στην Κρήτη του μεσοπολέμου: η ‘στάσις’ του 1921-1922», στο: Έφη Αβδελά κ.ά., Η Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο. Μετασχηματισμοί και διακυβεύματα, Αλεξάνδρεια 2017, 153-54.
[3] Μέρες Δ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977, σ. 280 (11/2/43).
Leave a Reply