Θέσεις για την καπιταλιστική κρίση την εποχή του κορονοϊού
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το αποτέλεσμα των συζητήσεων στο εσωτερικό του Shades με θέμα την παρούσα φάση της καπιταλιστικής κρίσης μετά τον κορονοϊό. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά σε έντυπη μορφή στο τρίτο τεύχος του shades.
Οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες που παρουσιάζονται κάτω από το κυρίαρχο αφήγημα της «4η βιομηχανικής επανάστασης», αντί να έχουν στο επίκεντρό τους τις κοινωνικές ανάγκες, γίνονται εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου εντατικοποιώντας την εκμετάλλευση και διευρύνοντας την επέμβαση των κρατικών – ελεγκτικών μηχανισμών σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας. Η εξέλιξη αυτή όμως έρχεται εν μέσω μιας γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης. Είναι γεγονός ότι το 2020 είναι η χρονιά που εκδηλώθηκε με σχετική σαφήνεια η νέα διεθνής καπιταλιστική κρίση και φαίνεται να παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο βάθος από την προηγούμενη του 2008-2009 – σίγουρα το μεγαλύτερο μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η καπιταλιστική κοινωνία της «αφθονίας» ξαναμπαίνει σε τροχιά κρίσης.
Η κυρίαρχη ιδεολογία προβάλλει ως βασική αιτία αυτής της κρίσης έναν εξωγενή παράγοντα, δηλαδή την πανδημία του κορονοϊού. Όντως η κρίση της πανδημίας προκάλεσε ένα βραχυκύκλωμα της κυκλοφορίας της αξίας, με τα μέτρα ενός γενικού ή περιορισμένου lockdown. Τα μέτρα αυτά, που έλαβε το αστικό κράτος κάτω από περίεργες πραγματικά συνθήκες, πιεζόμενο και από την κατάρρευση των ήδη διαλυμένων συστημάτων υγείας και τα οποία πράγματι οδήγησαν σε μια απότομη περιστολή παραγωγικών, μεταφορικών και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων της εμπορευματικής κίνησης, δεν ήταν η αιτία για την σημερινή καπιταλιστική κρίση. Ως αδιαμφισβήτητο μπορεί να χαρακτηρισθεί το γεγονός, ότι αυτό που “κοινώς” αποκαλείται οικονομική διάσταση της πανδημίας, συγκροτεί σήμερα μια ιστορικών διαστάσεων οικονομική κρίση, το μέγεθος και το βάθος της οποίας στον τέως «αναπτυγμένο καπιταλισμό» μπορούν να συγκριθούν μόνο με τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση του 20ου αι. στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ή ακόμα, την κατάρρευση της παραγωγής των κρατικοκαπιταλιστικών καθεστώτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η πιο επιφανειακή φαινομενολογία μετρήσιμων συμπτωμάτων δεν αφήνει καμιά αμφιβολία περί τούτου:
Η ανακρίβεια στη διαπίστωση αυτή και η ιδεολογική φύση της διατύπωσής της («οικονομική διάσταση της πανδημίας») συνίσταται στον φαινομενικά απομονωμένο και αυτοσυγκροτούμενο ή αυτοφυή χαρακτήρα που αποκτούν οι διάφορες «διαστάσεις» της φαινομενολογίας μιας πιο πολύπλευρης κρίσης του παρόντος πολιτισμού. Αυτές, λόγω αυτού του χαρακτήρα, μπορούν να τεθούν παρατακτικά η μία δίπλα στην άλλη και να υποστασιοποιηθούν οντολογικά σε απλές αιτιακές αλυσίδες. Έτσι, η «υγειονομική» κρίση παράγει μια «πολιτική» (ή και απλά «κρατική») αντίδραση, με όρους “διαχείρισης” (απαγόρευση κυκλοφορίας και επαφής προσώπων και συνακόλουθη δραματική επιβράδυνση της κυκλοφορίας εμπορευμάτων και της παραγωγής υπηρεσιών), η οποία με τη σειρά της παράγει τη νέα βαθιά «οικονομική» ύφεση (πτώση του ΑΕΠ, λουκέτα, αύξηση της ανεργίας, πτώση του πραγματικού μισθού κλπ.). Η ιδρυματοποιημένη κοινωνιολογία και γνωσιοθεωρία του 20ου αι. έχει κωδικοποιήσει σύνολη την κοινωνία σε κατακερματισμένες σφαίρες που προσφέρονται ως βορρά ερωτηματολογίων «κοινωνιολογικής», «πολιτικής» και διαφημιστικής «έρευνας», αντιμετωπίζοντας τα άτομα απλώς ως πρώτη ύλη και ευρήματα στατιστικών μελετών. Από οικονομολογιστική άποψη αυτή η αντιμετώπιση είναι μια περίπτωση «εξωτερικής» (ως προς τη λογική του καπιταλιστικού τρόπου κοινωνικής αναπαραγωγής) αιτίας της κρίσης. Ο ορθολογισμός της μαθηματικοποίησης και της ποσοτικοποίησης, μεταφράζοντας και εκλογικεύοντας την κρίση, βρίσκει ακόμα και εδώ γόνιμο έδαφος – καρπώνεται το πεδίο που μέχρι τώρα παρέμενε το πιο σκανδαλώδες και άλυτο πρόβλημα γι’αυτόν, το πεδίο της θεωρίας των κρίσεων.
Η ίδια ψευδής υποστασιοποίηση επιτρέπει και τη συγκρότηση της βασικής ιδεολογικής κατασκευής ― μέσω της οποίας επιχειρείται η πολιτική νομιμοποίηση της εμβάθυνσης της αυταρχικοποίησης και του γενικότερου καθεστώτος εργασίας στην κατεύθυνση ενός βιοπολιτικού-αυταρχικού κράτους. Το τελευταίο συνιστά προφανώς την ιστορικά διακριτή και χαρακτηριστική μορφή διαχείρισης της παρούσας κρίσης και του νέου ανερχόμενου καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η ριζική κοινωνική απομόνωση, οι νέες μορφές ελέγχου της κυκλοφορίας, συμπεριφοράς και επαφής προσώπων, οι προ διετίας ακόμα αδιανόητες διαστάσεις άμεσης πληθυσμιακής διαχείρισης και πειθάρχησης των σωμάτων για λόγους υγειονομικής ασφάλειας, σύνολη αυτή η φουκωική δυστοπία δεν αποτελεί μόνο επίσημη raison d’ Etat, αλλά και αίτημα των κυβερνώμενων, όπως διαμεσολαβείται από τις παραδεδομένες φιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές και «αριστερές» μορφές πολιτικής εκπροσώπησής τους. Το υποτιθέμενο δίλημμα είναι: «δημόσια υγεία» ή «οικονομία», «ανθρώπινες ζωές» ή «κέρδη», και έτσι τόσο το κράτος, όσο και ο αριστερός αντικαπιταλιστής μπορούν να φαντασιωθούν την ηθική αναγκαιότητα της εντατικοποίησης της κοινωνικής πειθάρχησης και να βιώσουν την ηθική ικανοποίηση της κοινωνικής υπευθυνότητας. Τα ανωτέρω διλήμματα φαίνονται χρήσιμα σήμερα, στο βαθμό που μπορούν να ποσοτικοποιήσουν πιθανές πολιτικές αντιδράσεις ανάλογα με το πόσους θανάτους κόντρα σε ΑΕΠ/ανεργία δέχεται ο μέσος καταναλωτής πολιτικής προπαγάνδας στην προσωπική του φανταστική προσομοίωση κοινωνικού κόστους/οφέλους, τον οποίο και πραγματοποιεί γι’αυτόν «επιστημονικά» η μερίδα των επιδημιολόγων που συμπραγματώνει την γραφειοκρατική πολιτική. Το συμπέρασμα αυτού του λογισμού εξιλεώνει την άτεγκτη λογική της «εξωτερικής» αιτίας της κρίσης. Είναι δυνατόν το κράτος και σύνολη η καπιταλιστική τάξη να θέλουν την οικονομική καταστροφή που συνεπάγεται η αντίδραση-διαχείριση της υγειονομικής κρίσης;
Ο αριστερός «αντικαπιταλιστής» και ο κλασικός σοσιαλδημοκράτης φαίνονται βέβαια να έχουν μια γραμμή διάκρισης από τον κρατικό συλλογικό καπιταλιστή και τον φιλελεύθερο γραφειοκράτη, στο βαθμό που τον κριτικάρουν για την υγειονομική του διαχείριση ως τέτοια. Αποζητούν μια επαναδιαπραγμάτευση του αποδεκατισμένου από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση κοινωνικού κράτους της πάλαι ποτέ «χρυσής εποχής» του κρατικο-φορντικού μοντέλου καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής. Είναι βέβαια ακριβώς ο τέως «δημόσιος» (λιγότερο ή περισσότερο κρατικοποιημένος) τομέας της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης που υπέστη τεράστια αποδόμηση μετά την κρίση του φορντικού μοντέλου και μετατράπηκε στο μεταφορντικό καθεστώς στον care-sector της επισφαλούς «ιδιωτικής» (άμεσα εμπορευματικής) παραγωγής και κατανάλωσης υπηρεσιών υγείας, γηροκομίας, τουριστικής αναψυχής κτλ. Τα νούμερα που αφορούν την επιδημία γρίπης του 2016/7 (1) και ο βαθμός κορεσμού πολλών συστημάτων υγείας είναι απολύτως συγκρίσιμα με αυτά του 2020 (βλ. μονάδες ΜΕΘ στην Ελλάδα, θνησιμότητα στην Ιταλία μεγαλύτερη από τον Β’ΠΠ, πάνω από 20.000 θύματα στη Γερμανία σε διάστημα 2 μηνών). Δεν είναι λοιπόν προφανές για την καπιταλιστική τάξη, ότι η κρατική διαχείριση και μια νέα (κευνσιανή έστω) κοινωνική πολιτική είναι η λύση τουλάχιστον στην υγειονομική κρίση; Γιατί η κατά τα φαινόμενα ενδημική υγειονομική κρίση δεν παράγει τουλάχιστον μια έλλογη «επένδυση» σε υγειονομικό εξοπλισμό και προσωπικό; Αν μετρήσει κανείς το «κόστος» από την πολιτική της κοινωνικής απομόνωσης σε ποσοστό του ΑΕΠ (και το συνακόλουθο κόστος σε πραγματικό εισόδημα και φορολογικά έσοδα) και το συγκρίνει με το «κόστος» μιας άμεσης επένδυσης σε ΜΕΘ και νοσοκομειακό προσωπικό, ο λογισμός κόστους/ωφέλους χτυπάει κόκκινο. Μπορεί το κράτος και σύνολη η καπιταλιστική τάξη να θέλουν την οικονομική καταστροφή που συνεπάγονται τα αποδομημένα συστήματα υγείας τους; Μπορεί να μην βλέπουν το συμφέρον τους;
Η απάντηση σ’αυτό το ερώτημα συνήθως ανατρέχει σε ενδοκαπιταλιστικές αντιφάσεις και εδώ συνάπτεται και με την δεξιά-συντηρητική αντίδραση στα υγειονομικώς εισαγόμενα μέτρα. Από τις νεότερες σοσιαλδημοκρατικές θεωρίες κρίσης «υποκατανάλωσης» λόγω της νεοφιλελεύθερης χρηματιστικοποίησης (Minsky) και αναδιανομής εισοδήματος εις βάρος της εργασίας (Piketty), μέχρι το κλασικό άπληστο χρηματιστικό κεφάλαιο (raffendes Finanzkapital) που στη σύγχρονη συντηρητική φαντασίωση παίρνει τη μορφή του Σόρος, του Γκαίητς, του Μπέζος κτλ., η απόσταση μετριέται σε βαθμούς συνωμοσιολογίας και φετιχοποιημένου αντικαπιταλισμού. Ο κοινός τους τόπος είναι η υπόθεση, ότι μπορεί να αναστηθεί ένας ομαλός τρόπος πρότερης (ή και πλήρως φαντασιακής, «νέας») οργάνωσης του καπιταλισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο», με περισσότερη υγεία, με τις κλασικές πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες του εθνικού πολίτη, με «αξιοπρεπή» εργασία και άλλα πολλά.
Το φαινομενικά παράδοξο γεγονός: ότι είναι η δεξιά-συντηρητική έως εκκλησιαστική και νεοφασιστική αντίδραση η οποία φέρεται να υπερασπίζεται τις κλασικές πολιτικές, οικονομικές, «συνταγματικές» ελευθερίες – δηλαδή τις αξίες του Διαφωτισμού – δεν πρέπει να ξαφνιάζει. Είναι στη φύση των ελευθεριών αυτών, βασισμένες στο αστικό ιδεώδες του ανεξάρτητου εμπορευματοπαραγωγού, να χρησιμοποιούν στην ρητορική και στην ιδεολογία τους τις μικροαστικές συνήθειες ― αυτές που μέχρι πρότινος τη πρακτική ωφέλειά τους απολάμβαναν υπό τη μορφή του μικρο-ιδιοκτήτη, του μικρο-μαγαζάτορα και του ανεξάρτητου παραγωγού υπηρεσιών, στις παρυφές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής όντας λιγότερο ή περισσότερο τυπικά υπαγμένοι σ’ αυτή. Ο αστικός «συνταγματισμός» άλλωστε και το «κράτος δικαίου» ήταν πάντα, από το Παρίσι του 1848 και το Βερολίνο του 1919, ως τη Μόσχα του 1993 και τη Νέα Υόρκη του 2001, συνδεδεμένος οργανικά με την κατάσταση εξαίρεσης και εκτάκτου ανάγκης. Είναι το ίδιο το καθεστώς του «νόμου και της τάξης», της πειθάρχησης των άμεσων παραγωγών που σήμερα φαντασιώνεται μαζοχιστικά ο υπό προλεταριοποίηση νοικοκύρης μικροιδιοκτήτης παντού, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Πιο περίεργο φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, το γεγονός ότι είναι η αριστερή σοσιαλδημοκρατία που αποζητά την απολυτοποίηση της υγειονομικής ασφάλειας και την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στο όνομα της σωτηρίας του «κοινωνικού κράτους». Η αυτοσυνείδηση και το επιχείρημά τους όμως αποτελούν ρητορικές αντίστοιχες με αυτές της συντηρητικής υπεράσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων. Όποια σχέση κι αν έχει η συνολική κατάσταση της δημόσιας υγείας και των οικολογικών της όρων με την λογική της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής, το «κοινωνικό κράτος που έρχεται» και η αντίδρασή του θα υπακούσουν και πάλι στην ίδια λογική, αυτή της κεφαλαιακής συσσώρευσης ως αυτοσκοπό.
Τόσο ο συντηρητικός φιλελεύθερος όσο και ο αριστερός κρατιστής θα διαχειριστούν αυτό το νέο κοινωνικό κράτος υγειονομικής οργάνωσης και πειθάρχησης της εργασίας, παρά τον αυταρχικό και καπιταλιστικό χαρακτήρα του. Ο συλλογικός κρατικός και ο «ολιγαρκής» ιδιώτης-καπιταλιστής συμπραγματώνουν τώρα τις συνθήκες εντατικοποίησης της εργασίας σε νοσοκομεία, γηροκομεία και ξενοδοχεία – συνθήκες που επιβάλλονται για την κερδοφόρα «έλλογη» επένδυση στους εν λόγω τομείς από την πλευρά του νέου, συγκεντροποιημένου από τη διαδικασία της συσσώρευσης και της κρίσης, κεφαλαίου. Το πρόβλημα λοιπόν με τη λογική των ρητορικών ερωτημάτων και των συντηρητικών πολιτικών απαιτήσεων δεν είναι μόνο ότι μένει στην παραδοξολογία. Το παράδοξο της αστικής πολιτικής διαχείρισης δεν είναι παρά μια φαινομενική αντίφαση, και όποιος μένει σ’ αυτή παράγει ιδεολογική μόνο κριτική, επικαλύπτοντας μια πραγματική στάση συμβιβασμού και ενσωμάτωσης στη διαχείριση του νέου καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Στην πραγματικότητα, η αστική διαχείριση (τα lockdown, η εντατικοποίηση της εργασίας στον care-sector και αλλού, καθώς και η γενικότερη κοινωνική πειθάρχηση) υπακούν πλήρως στις μακροπρόθεσμες ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Στη βάση της, η παρούσα μακρά διαδικασία μετασχηματισμού των όρων παραγωγής και κυκλοφορίας εμπορευμάτων και υπηρεσιών – ό,τι στην επίσημη αστική δημοσιότητα βαπτίζεται «μακροπρόθεσμες συνέπειες της κρίσης του κορονοϊου» – μπορεί να κατανοηθεί ως μετάβαση σε έναν νέο διακανονισμό αυτού που η regulation theory αποκαλούσε «καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης». Οι νέοι όροι που προαπαιτούνται για μια νέα φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης και συσσώρευσης, με βάση την επιτευχθείσα και εξελισσόμενη τεχνολογική ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, αποκαθίστανται τώρα βίαια στη διαδικασία της κρίσης κερδοφορίας και υπερ-συσσώρευσης του παρόντος, αποθνήσκοντος καθεστώτος κεφαλαιακής συσσώρευσης. Οι όροι αυτοί αφορούν πρωτίστως: α. την απαξίωση και καταστροφή μεγάλου τμήματος του επενδεδυμένου σταθερού κεφαλαίου (ιδίως σε συγκεντροποιημένους χώρους παραγωγής και αναπαραγωγής, δηλ. κτηριακές εγκαταστάσεις γενικά και τμήματα του μηχανολογικού εξοπλισμού σε γραφεία, καφετέριες, λιανικό εμπόριο, θέατρα, στάδια, νοσοκομεία, αεροδρόμια, λιμάνια κτλ.), β. την εντατικοποίηση της εργασίας και την απαλλοτρίωση των μικροπαραγωγών στους τομείς σχετικά χαμηλής οργανικής σύνθεσης και παραγωγικότητας, οι οποίοι αποτελούν το νέο πεδίο επένδυσης του συγκεντροποιημένου κεφαλαίου, λόγω του σχετικά υψηλού ποσοστού κέρδους στην αρχή της νέας διαδικασίας πραγματικής υπαγωγής τους (καταστροφή του μικρού λιανεμπορίου και συγκεντροποίηση του ηλεκτρονικού εμπορίου με πραγματικούς όρους εργασίας Άμαζον, νέες διαστάσεις των τομέων γύρω από την κλασική «αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης», δηλ. υγεία, ασφάλιση, αναψυχή κτλ).
Τουλάχιστον από την την Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση του 2006-2008 (great recession), από την οποία τουλάχιστον ο «δυτικός» καπιταλισμός δεν συνήλθε ποτέ, είναι σαφές ότι υπάρχει μια «πληθώρα κεφαλαίου» το οποίο αντιμετωπίζει ανυπέρβλητες δυσκολίες να επενδυθεί «παραγωγικά» – δηλ. να επαναλειτουργήσει ως κεφάλαιο, να επενδυθεί σε εργασία και μέσα έργασίας με αρκετή κερδοφορία, ώστε να εκπληρωθεί ο βασικός σκοπός της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής που δεν είναι άλλος από την συσσώρευση κεφαλαίου.
Reblogged this on anastasiakalantzi59.
LikeLike