Θέσεις για μια υλιστική κριτική της πολιτιστικής κληρονομιάς
Θέσεις για μια υλιστική κριτική της πολιτιστικής κληρονομιάς: θεωρητικές συνεισφορές από τον αγώνα για την υπεράσπιση της Rosa Nera
Του μάριου πανιεράκη1
Χανιά. Κατάληψη Rosa Nera. Πρώτη απόπειρα εκκένωσης 2017, εκκένωση 2020
Το 2017 εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα εκκένωσης της κατάληψης Rosa Nera (Χανιά) με την σύμβαση του Πολυτεχνείου Κρήτης και της εταιρείας Belvedere για ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος στον λόφο Καστέλι. Η συνέλευση της Ρόζα Νέρα έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για «ξεπούλημα τριών ιστορικών κτηρίων της πόλης» (R.N. 30/7/2017). Η ισχυρή αντίσταση της πόλης πάγωσε προσωρινά τα σχέδια της ξενοδοχοποίησης. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν συμβαίνει η προσωρινή εκκένωση της κατάληψης, το κίνημα αλληλεγγύης στηρίζεται και στον λόγο περί μνημείων –ένας λόγος που στη συνέχεια ενσαρκώνεται από την «Πρωτοβουλία ενάντια στην ξενοδοχοποίηση των μνημείων».
Το τεράστιο κίνημα συμπαράστασης και αλληλεγγύης προς τη Rosa Nera που ακολούθησε την εκκένωση της κατάληψης της 5ης Σεπτεμβρίου, αλλά και το κίνημα υπεράσπισης του λόφου Καστέλι, ανέδειξαν ένα σύνολο (αντιφατικών μεταξύ τους) λόγων (discurse) υπεράσπισης. Ο λόγος που κυριάρχησε στα ΜΜΕ ήταν αυτός της υπεράσπισης των μνημείων. Ο λόγος αυτός αν και προέκυψε από τις αρχαιολογικές ανασκαφές των ειδικών στην περιοχή, υιοθετήθηκε κατά γράμμα τόσο από την “Πρωτοβουλία” (“Iniciativa”), όσο και (κατά περίσταση) από τη Ρόζα Νέρα και τη Συνέλευση Αλληλεγγύης. Από την άλλη το αγωνιστικό κομμάτι του κινήματος διεκδίκησε τόσο δημόσιους και αυτοοργανωμένους χώρους όσο και τη Rosa Nera ως «σπίτι του αγώνα».2
Ενώ όλοι εναντιώνονται στην ξενοδοχοποίηση του λόφου Καστέλι (άσχετα με το αν υπερασπίζονται ή όχι την κατάληψη), η μεγαλύτερη πλειοψηφία των κατοίκων φαίνεται να συμβιβάζεται με την ιδέα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Την ύπαρξη δη-λαδή εκείνων των προϋποθέσεων που κάνουν το συγκεκριμένο χώρο ιστορικό και σημαντικό για την πόλη, κατ’ επέκταση άξιο μετατροπής του σε έναν ειδικό χώρο (έξω από την κοινωνική ροή του πράττειν) προς ανάδειξη αυτής της σπουδαιότητας που «κληρονομεί» στην πόλη και την ανθρωπότητα.
Πριν από λίγες μέρες η υπουργός πολιτισμού επιβεβαίωσε την προσπάθεια ένταξης (και) του λόφου Καστέλι ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από την Ουνέσκο. Η μνημειοποίηση του χώρου ίσως αποτελεί ανάχωμα στην ξενοδοχοποίησή του, είναι όμως «ομπρέλα προστασίας» και στην εμπορευματοποίηση της περιοχής; Μπορεί το αφήγημα της πολιτιστικής κληρονομιάς να συνθέσει ένα εργαλείο στα χέρια των συλλογικών αγώνων; Σε συνέχεια αυτού του ερωτήματος προκύπτει το εξής: Για ποιόν λόγο η πολιτιστική κληρονομιά εμφανίζεται ως ένα πεδίο διακριτό από την ταξική κυριαρχία;
Επομένως οι θέσεις που θα ακολουθήσουν, όχι μόνο θέτουν στο τραπέζι ένα εξ όψεως ασήμαντο θέμα και την ίδια στιγμή ένα θέμα που δεν έχει ανοιχτεί στις θε-ωρητικές του προκείμενες, αλλά και έχουν σημαντικές πολιτικές συνέπειες στο ζήτη-μα της υπεράσπισης του λόφου Καστέλι και της Ρόζα Νέρα, της κατάληψης Υφανέτ3, του αυτοδιαχειριζόμενου θεάτρου «Εμπρός»4, της κατάληψης Libertatia5 και, υποθέ-τουμε, και άλλων συλλογικά οργανωμένων χώρων.6
Θέσεις για μια υλιστική κριτική της πολιτιστικής κληρονομιάς
Θέση 1: Η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς ερμηνεύεται ως απότοκο των εθνικισμών του 19ου αιώνα. Ωστόσο, μια υλιστική κριτική της πολιτιστικής κληρονομιάς οφείλει να αναζητήσει τις ρίζες της στις κοινωνικές σχέσεις της εμπορευματικής κοινωνίας και όχι τόσο στους εθνικισμούς περασμένων αιώνων. Η πολιτιστική κληρονομιά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και με την επεκτασιμότητα του κεφαλαίου. Χρειάζεται να συνάγουμε τη μορφή της πολιτιστικής κληρονομιάς (την ύπαρξη της πολιτιστικής κληρονομιάς ως κάτι το ξεχωριστό και ιδιαίτερο, χωρισμένο από το οικονομικό πεδίο) από τις καπιταλιστικές σχέσεις. Η πολιτιστική κληρονομιά συνθέτει μια ιστορική μορφή καπιταλιστικών σχέσεων, η οποία εδράζεται στις ταξικές κοινωνικές σχέσεις.
Θέση 2: Η κριτική στην πολιτιστική κληρονομιά είναι προϋπόθεση για κάθε κριτική. Ξεκινάμε με την πολιτιστική κληρονομιά, καθώς ο αγώνας για την υπεράσπιση του λόφου Καστέλι, υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τον σχετικό λόγο. Κατ’ επέκταση, η πολιτιστική κληρονομιά ρυθμίζει όχι μόνο τον αγώνα, αλλά –σημαντικότερα– τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις στη διάρκεια του αγώνα. Η κριτική στην πολιτιστική κληρονομιά κατά τον αγώνα διεκδίκησης του λόφου Καστέλι είναι σημαντική καθώς στον λόγο περί μνημείων στο λόφο Καστέλι εντοπίζουμε μια ορατή στιγμή αυτό-αποξένωσης: παραιτούμαστε από το δικό μας πράττειν χάριν ενός παρελθοντικού πράττειν. Επομένως, η κριτική προς την έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι στην πραγματικότητα μια κριτική που στοχεύει στην αποφετιχοποίηση των κοινωνικών σχέσεων.
Θέση 3. Η πολιτιστική κληρονομιά εμφανίζεται ως μία εξωτερική πραγματικότητα. Πίσω από τη θεσμοποίηση του χώρου κρύβεται το δημιουργικό πράττειν στο εδώ και το τώρα. Η ιστορία εμφανίζεται τελειωμένηꞏ κλείνουν οι δυνατότητες στον χώρο και τον χρόνο. Ενώ, η ίδια η πολιτιστική κληρονομιά συνθέτει ένα ζήτημα δύναμης, το οποίο συνδέεται με το ποιος έχει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει την ιστορία. Ένα από τα προβλήματα με την πολιτιστική κληρονομιά έγκειται στην ιεραρχική αξιολόγηση του παρελθόντος σε βάρος του παρόντος. Συνεπώς, η κριτική στην πολιτιστική κληρονομιά χρειάζεται να πραγματώσει μια αντιστροφή: Χρειάζεται να τοποθετήσουμε το σημερινό πράττειν σε υψηλότερη θέση επί του παρελθοντικού. Το εμείς σε πρώτο πλάνο. Αυτό σημαίνει αλλαγή των συσχετισμών δύναμης: αν για την πολιτιστική κληρονομιά δυνατός είναι αυτός που μπορεί να ερμηνεύει την πολιτιστική κληρονομιά, η κριτική επιστρέφει την δύναμη στο εδώ και το τώρα. Συνάμα, κριτική στη μορφή της πολιτιστικής κληρονομιάς σημαίνει αναγνώριση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως μορφή κυριαρχίας που εμφανίζεται ουδέτερη. Είναι η κριτική που θέλει να απελευθερώσει το υποκείμενο από τα δεσμά του παρελθόντος και να ανακτήσει τα ρήματα.
Θέση 4α. Από την πολιτιστική κληρονομιά στο εμπόρευμα. Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ένα ιστορικό προϊόν, μια μορφή από την οποία και μέσω της οποίας το κεφάλαιο αναπαράγεται και αντλεί συσσώρευση. Η ανάλυση της πολιτιστικής κληρονομιάς χρειάζεται να περάσει από την ανάλυση της εμπορευματικής και αξιακής μορφής. Χρειάζεται να αναδειχθεί ο ρόλος της πολιτιστικής κληρονομιάς στην αναπαραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου. Η πολιτιστική κληρονομιά αντιπροσωπεύει ένα αντικείμενο του οποίου οι ιδιότητες εκφράζουν μια έμμεση αξία, δεν εμπεριέχει δηλαδή άμεσα αξιακή μορφή. Μια αξία η οποία δεν εκφράζεται δηλαδή με την ικανότητα ανταλλαγής με άλλα εμπορεύματα, αλλά με τη δυνατότητά του να μεταμορφωθεί σε κεφάλαιο.
Αν η πολιτιστική κληρονομιά αποκαλύπτεται ως ζήτημα μορφής, μας δίνει τη δυνατότητα να περάσουμε στην κριτική άλλων καπιταλιστικών μορφών. Η κριτική στη μορφή της πολιτιστικής κληρονομιά υπερχειλίζει προς άλλες μορφές.
Παρέκβαση 4β. «λειτουργίες» της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στη σχετική βιβλιογραφία της πολιτιστικής κληρονομιάς εντοπίζουμε ορισμένες διαδικασίες αναγκαίες και απαραίτητες για το κεφάλαιο ή/και το έθνος-κράτος. Πρώτα από όλα θα αναφέρουμε την αφαίρεση της αξίας χρήσης του χώρου. Ο κάθε χώρος χρειάζεται να αποσπαστεί από την κοινωνική ροή του πράττειν για να επενδυθεί στη συνέχεια με νέα νοήματα.7 Ως εκ τούτου, δεύτερο στοιχείο είναι η μετατροπή του χώρου σε ιδεολογικό σύμβολο και φορέα ταυτότητας. Το μνημείο αποτελεί ένα σύμβολο που ρυθμίζει/μετασχηματίζει/κατασκευάζει την κοινή πίστη και τα συναισθήματα/ την ταυτότητα. Τέλος, δεν παραλείπεται ο ρόλος της πολιτιστικής κληρονομιάς στην οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία: i. Τα πολιτιστικά αγαθά μετατρέπονται σε προϊόν προς κατανάλωση, ii. Η πολιτιστική κληρονομιά μια συνθήκη που μπορεί να προσελκύσει νέα κεφάλαια.
Παρέκβαση 4γ. Μνημειοποίηση η άλλη όψη του τουρισμού.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα: η πολιτιστική κληρονομιά θεωρείται ιδιοκτησία πάνω στην οποία βασίζεται η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Συνδέεται έντονα με τον τουρισμό.8 Στην ιδιαίτερη περίπτωση της Ρόζας, τα Χανιά είναι μία πόλη για τους τουρίστες. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί (και) ένας πολιτιστικός/εκπαιδευτικός τουρισμός. Επιχειρείται παράλληλα ο εξευγενισμός της παλιάς πόλης. Αυτός ο εξευγενισμός κρύβει μια επιλογή ανάμεσα στους παρελθοντικούς πολιτισμούς που έχουν περάσει από τον τόπο.
Η πολιτιστική κληρονομιά λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο ως πρόδρομος της τουριστικής ανάπτυξης. Η θέση υπέρ της ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς χωρίς αμφισβήτηση των μνημείων ως εμπόρευμα επιβεβαιώνει την εμπορευματική στροφή της πόλης και ανοίγει τον δρόμο για τη μεταμόρφωση του πολιτιστικού σε οικονομικό κεφάλαιο. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η εταιρεία Belvedere προσπαθεί να πλασάρει τον εαυτό της ως «προστάτη» των μνημείων.
Θέση 5. Η πολιτιστική κληρονομιά ως φετιχοποιημένη καπιταλιστική μορφή. Σημειώσαμε πριν ότι η πολιτιστική κληρονομιά είναι φορέας έμμεσης αξίας, αν και εμφανίζεται με τη μορφή ενός γενικότερου συμφέροντος, αυτό της διάσωσης του παρελθόντος. Το ιδιαίτερο στοιχείο, ωστόσο, είναι ότι η συνθήκη αυτή εμφανίζεται ξέχωρη από τις εκμεταλλευτικές καπιταλιστικές σχέσεις. Η πολιτιστική κληρονομιά βρίσκεται στην υπηρεσία της αστικής τάξης καθώς αποκρύπτει την ταξική κυριαρχία. Αποκρύπτει τη συσχέτιση μεταξύ των υποκειμένων. Αποκρύπτει την σχέση εκμετάλλευσης. Εμφανίζεται σαν μια απρόσωπη δύναμη.
Θέση 6. Η πολιτιστική κληρονομιά ως στιγμή στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης. Η πολιτιστική κληρονομιά αποσπά έναν συγκεκριμένο χώρο από την κοινωνική ροή του πράττειν. Αποτελεί μία ακόμα διαδικασία κοινωνικής (ανα-)παραγωγής, στην οποία η ιδιοποίηση του προϊόντος παρεμβάλλεται από ένα πολιτιστικό αγαθό το οποίο έχει αποσπαστεί από την κοινωνική ροή του πράττειν και έχει μετατραπεί –έμμεσα– σε εμπόρευμα. Αυτή η μετατροπή φτιάχνει τις απαραίτητες συνθήκες για μια νέα συσσώρευση κεφαλαίου.
Για να επιτευχθεί αυτή η συσσώρευση απαιτείται η απόσπαση του ελέγχου του χώρου/των αγαθών κλπ (της δημιουργίας της πολιτιστικής κληρονομιάς) και η συγκέντρωσή τους σε έναν δρώντα (δρών) πέρα από το συλλογικό υποκείμενο (για προφανείς λόγους) και το κεφάλαιο (για να αποκρύψει την πολιτική κυριαρχίας). Το σημαντικό εδώ είναι ότι η αστική κυριαρχία επιτυγχάνεται μέσω μια διαδικασίας «μνημειακής περίφραξης»9, με την οποία αφενός ο χώρος αποσπάται από τους κοινωνικούς δρώντες, αφετέρου γίνεται η βάση για μια μελλοντική διαδικασία συσσώρευσης.
Η καπιταλιστική αναπαραγωγική διαδικασία παράγει την πολιτιστική κληρονομιά, η οποία είναι ικανή να δημιουργήσει για τα μεμονωμένα κεφάλαια τις προϋποθέσεις της παραγωγής τις οποίες τα κεφάλαια αυτά δεν θα μπορούσαν να εδραιώσουν με δική τους πρωτοβουλία. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητος ο εφοδιασμός αυτού του μηχανισμού με ένα πέπλο ουδετερότητας (φετιχισμός) για να αποκρύπτει την εκμεταλλευτική σχέση που ενυπάρχει. Έτσι η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί μια συνθήκη διαχωρισμένη από την αστική τάξη, ακριβώς για να μπορεί να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης. Συνολικά, η πολιτιστική κληρονομιά, ως μια στιγμή υψωμένη πάνω από την άμεση παραγωγική διαδικασία, κατορθώνει να περιφράξει (βίαια;) ένα σύνολο πόρων το οποίο βρισκόταν εκτός παραγωγικής διαδικασίας και να τα μετατρέψει (έμμεσα) σε εμπόρευμα.
Έτσι, η πολιτιστική κληρονομιά συνθέτει ένα εργαλείο που επιτρέπει στο κεφάλαιο την είσοδο (αν και με έμμεσο τρόπο) σε νέους χώρους, σε νέα εδάφη που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδύνατο να έχει. Η πολιτιστική κληρονομιά συνθέτει ένα εργαλείο(;) που επιτρέπει τη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Θέση 8. Πολιτιστική κληρονομιά και Κράτος.
Η καπιταλιστική συσσώρευση δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο από την ύπαρξη του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβάλλει την (αυτο-)συσσώρευσή του, χρειάζεται ένα τρίτο μέρος: το κράτος. Το οποίο με «εργαλεία» (όπως η πολιτιστική κληρονομιά, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κλπ) κατορθώνει να περιφράξει το κοινό και να το μετατρέψει σε κεφάλαιο. Η πολιτιστική κληρονομιά είναι η άλλη όψη (των κατασταλτικών μηχανισμών) του κράτους: η διαχείριση του χώρου επιστρέφει στο κράτος και όχι στο συλλογικό υποκείμενο. Ο χώρος χάνει τις (χειραφετητικές) δυνατότητές του.
Θέση 9α. Διαχωρισμός πολιτισμικού-οικονομικού πεδίου.
Αν η ενδεχόμενη οικονομική (τουριστική) εκμετάλλευση του λόφου Καστέλι καταγγέλλεται με πάθος, η μνημειοποίησή του και η απόσπασή του από το πολιτικό με το πέπλο του πολιτισμού δεν φαίνεται να συναντά μεγάλες αντιδράσεις. Με την είσοδο της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς εισάγεται παράλληλα ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο πολιτισμικό και το οικονομικό (και το πολιτικό). Η «χρησιμότητα» αυτής της διάκρισης μεταξύ πολιτισμικού και οικονομικού έγκειται στο γεγονός ότι τοποθετεί εξαρχής τη συζήτηση πέρα από την εκμετάλλευση. Η χρήση κατηγοριών, όπως η πολιτιστική κληρονομιά, οι οποίες διαχωρίζουν τα πεδία οφείλει να μας προβληματίσει και να ειδωθεί ως φετιχοποιημένη μορφή των κοινωνικών σχέσεων της καπιταλιστικής παραγωγής.
Παρέκβαση 9β. ο λόγος των αρχαιολόγων σχετικά με τον λόφο Καστέλι.
Το ελληνικό κράτος στηρίζεται στα ερείπιά του. Η εθνική ταυτότητα έχει φτιαχτεί στη βάση των ερειπίων. Τα ερείπια είναι το σώμα του έθνους.
Η αρχαιολογική σημασία του λόφου Καστέλι έγκειται: στην αναγνώριση της περιοχής ως μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ευρώπης και της μεσογείου. Συγκεκριμένα ο λόφος όχι μόνο κατοικείται πάνω από 2,500 χρόνια, αλλά ήταν συνεχόμενα το διοικητικό κέντρο των διαφόρων πολιτισμών. Ο λόφος Καστέλι διατρέχεται από μία συνέχεια: από την αρχαία Κυδωνία, στα ρωμαϊκά χρόνια, στη βυζαντινή περίοδο, στην ενετική περίοδο, στην οθωμανική περίοδο, στην Κρητική Πολιτεία μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ναζιστική Κατοχή, ο λόφος Καστέλι ήταν το κεντρικό κτήριο διοίκησης της πόλης. Για τον λόγο αυτό προτείνεται η ιδέα του Παλίμψηστου, καθώς κάθε πολιτισμός εγγράφεται πάνω στα ερείπια του προηγούμενου.
Ο λόφος Καστέλι συνθέτει το (διαχρονικό) σύμβολο της πόλης, την ταυτότητά της. O λόφος Καστέλι συνιστά την Καρδιά του κάθε πολιτισμού που πέρασε από την περιοχή, το μεδούλι του παλίμψηστου. Συνοπτικά: η γραμμή συνέχειας που εντοπίζουν οι αρχαιολόγοι βρίσκεται όχι τόσο σε μία ξεκάθαρη/διαχωριστική ταυτότητα, αλλά στον συγκεκριμένο χώρο του λόφου Καστέλι λόγω της ιδιάζουσας θέσης του. Η ταυτότητα εδώ κατασκευάζεται χωρικά.
Θέση 9γ. Η πολιτιστική κληρονομιά συνθέτει έναν τρόπο περίφραξης/εκμετάλλευσης του παρελθόντος
Η πολιτιστική κληρονομιά δεν συνθέτει ένα άμεσο πεδίο εκμετάλλευσης. Αντίθετα, η εκμεταλλευτική σχέση εμφανίζεται σε μία φαινομενικά αθώα περιοχή, τη μνήμη ή/και την υλική ή άυλη κληρονομιά.
Εδώ κάθε αρχαιολογικός χώρος μοιάζει με ένα παλίμψηστο, ικανό να συσσωρεύσει ένα σύνολο εμπορευμάτων, τα οποία ενδεχομένως θα μεταμορφωθούν σε χρήμα. Το αποκρυσταλλωμένο παρελθοντικό πράττειν αποχωρίζεται από την κοινωνική ροή του πράττειν και μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Ως εκ τούτου, παίρνει τη μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων. Όπως ακριβώς ο λόφος Καστέλι παρομοιάζεται με ένα παλίμψηστο στο οποίο εγγράφονται πάνω του τα διάφορα αποτυπώματα των πολιτισμών που πέρασαν από την περιοχή, έτσι ακριβώς συνθέτει ένα παλίμψηστο εντός του οποίου η συσσώρευση αρχαιοτήτων μπορεί να αποδώσει κεφάλαιο.
Θέση 10. Η πολιτιστική κληρονομιά συμβάλλει στην απώλεια της “καθημερινής ζωής”
10α. Απόσπαση του χώρου.
Ο χώρος του λόφου Καστέλι ενέχει μια διττή διάσταση αξίας. Από τη μία έχει αξία χρήσης για τους ίδιους τους συλλογικούς δρώντες. Είναι απαραίτητη (υλική) προϋπόθεση για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε νέες κοινωνικές σχέσεις (για την ύπαρξη του προλεταριάτου). Από την άλλη, για την πολιτιστική κληρονομιά φέρει μια ανταλλακτική αξία, είναι προϋπόθεση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ως εκ τούτου, ο χώρος συνθέτει ένα πεδίο σύγκρουσης. Η κήρυξη ενός χώρου ως πολιτιστική κληρονομιά επιβεβαιώνει αυτή τη σύγκρουση καθώς αποσπά τον χώρο από το συλλογικό υποκείμενο και τον παραδίδει (συνήθως) στο κράτος για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες συσσώρευσης. Συνεπώς, η ίδια η μνημειοποίηση ενός χώρου αφαιρεί τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε εναλλακτικές κοινωνικές σχέσεις εντός αυτού. Παράλληλα όμως10, η κήρυξη ενός χώρου ως πολιτιστική κληρονομιά συγκαλύπτει την παραπάνω σύγκρουση προβάλλοντας την αφήγηση μίας ταυτότητας (συνήθως εθνικής), η οποία αποκαλύπτεται ως υπερταξική.
Το ενδεχόμενο μετατροπής του λόφου Καστέλι σε μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς φανερώνει μια σύγκρουση με τις καθημερινές κοινωνικές μας σχέσεις. Εκφράζει τον κίνδυνο αντικειμενοποίησης της καθημερινής ζωής και μετατροπής της υλικής της βάσης (του χώρου) σε εμπόρευμα. Από τη μία λοιπόν μπορεί να είναι μια φετιχοποιημένη διαδικασία, ωστόσο δεν σημαίνει ότι είναι ψεύτικη, καθώς έχει άμεσα υλικά αποτελέσματα στις ζωές μας.
Η πολιτιστική κληρονομιά υπάρχει έξω από την καθημερινή μας δραστηριότητα, είναι κάτι ξένο προς το πράττειν μας. Η ενδεχόμενη μετατροπή του λόφου Καστέλι σε έναν τέτοιο χώρο δηλώνει τη μεταμόρφωσή του σε κάτι που δεν ανήκει πλέον στο προλεταριάτο. Σε έναν χώρο στον οποίο οι σχέσεις δεν εμπνέονται από το όραμα κάποιας ουτοπίας, αλλά ρυθμίζονται στο πλαίσιο ενός κανονιστικού πλαισίου που επιβάλλει η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η οποιαδήποτε δημιουργία προκύψει κάτω από την ομπρέλα της πολιτιστικής κληρονομιάς, ακόμα και αν προσφέρει ένα φως στο παρελθόν, δεν παύει να είναι μια δημιουργία ευνουχισμένη τόσο γιατί έχει ήδη αποκοπεί από τις καθημερινές επιθυμίες των συλλογικών υποκειμένων όσο και γιατί αυτή η διαδικασία θα διαμεσολαβηθεί από το χρήμα.
10β. Ιεραρχική αξιολόγηση παρελθόντος-παρόντος.
Η δεύτερη συνθήκη που πυροδοτεί την απώλεια της καθημερινής ζωής συνδέεται με την επικέντρωση στο παρελθόν έναντι του παρόντος. Η τοποθέτηση του αποκρυσταλλωμένου παρελθοντικού χρόνου σε υψηλότερη αξιολογικά ιεραρχική θέση από το παροντικό, αποπολιτικοποιεί και ουδετεροποιεί τον χρόνο του τώρα. Έτσι, το καθημερινό πράττειν φαίνεται να μην έχει αξία, να μην επηρεάζει τον κόσμο. Ο χρόνος χάνει τον μεταβλητό και ρευστό χαρακτήρα του: αποστεώνεται σε μια οριοθετημένη στιγμή, μετρήσιμη ποσοτικά.
Θέση 11. Για τη διάσταση της πάλης στην πολιτιστική κληρονομιά
Αν η πολιτιστική κληρονομιά συνθέτει μια φετιχοποιημένη καπιταλιστική κατηγορία, η οποία αποκρύπτει την εκμετάλλευση, αυτή δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτική. Κατά αυτόν τον τρόπο η πολιτισμική κληρονομιά δεν αποτελεί απλά μια σχέση στο καπιταλιστικό πλέγμα, αλλά συγχρόνως αποτέλεσμα πάλης. Πού βρίσκεται επομένως η πάλη σε σχέση με την πολιτιστική κληρονομιά; Θα μπορούσαμε να αναγνώσουμε την πάλη με δύο έννοιες εδώ:
Α) στο υλικό κομμάτι (δηλαδή , όπως σημειώσαμε παραπάνω, η πάλη για το έδαφος). Η καθημερινή πάλη για ζωή στον αστικό χώρο, στις γειτονιές κλπ. επιφέρει απώλεια εδαφών για το κεφάλαιο, απαιτείται η παρέμβαση του κράτους για να αντισταθμιστούν οι απώλειες του κεφαλαίου. Η πολιτισμική κληρονομιά συνθέτει έναν τρόπο έμμεσης διεκδίκησης του εδάφους προς όφελος του κράτους και του κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο η πολιτιστική κληρονομιά είναι συνήθως μια απάντηση στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης.
Β) η δεύτερη στιγμή πάλης εντοπίζεται σε ένα ιδεολογικό, θα λέγαμε, επίπεδο. Αυτό συμβαίνει καθώς η αναπαραγωγή του κεφαλαίου εξαρτάται από το αποτέλεσμα της σύγκρουσης στο πεδίο του διαχωρισμού του οικονομικού-πολιτικού-πολιτισμικού. Αν η πολιτιστική κληρονομιά αποκαλύψει τον κρυφό ταξικό της χαρακτήρα τότε τίθεται σε κίνδυνο η αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Με αυτό το δεδομένο, η κριτική που ασκεί η συνέλευση της Rosa Nera στην μνημειοποίηση του λόφου αποτελεί κίνηση αντι-φετιχισμού της πολιτιστικής κληρονομιάς, μια πάλη για τον αυτοπροσδιορισμό.
Η υπεράσπιση του λόφου Καστέλι, επομένως στη βάση της αντίληψης της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σημαντικότητας των μνημείων, που επιχειρούν οι αριστερές παρατάξεις της πόλης είναι προβληματικές στον βαθμό που αγνοούν την καπιταλιστική μορφή της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Θέση 12. Το Υποκείμενο της πάλης είναι ένα αντι-υποκείμενο. Ένα υποκείμενο ενάντια. Η πάλη εδώ διεξάγεται μέσα στα όρια που έχει θέσει η πολιτιστική κληρονομιά. Τα όρια εντοπίζονται μέσα από τον προσδιορισμό του υποκειμένου που αγωνίζεται. Για την πολιτιστική κληρονομιά το υποκείμενο δεν είναι άλλο από την Κοινωνία των Πολιτών, στη βάση αυτού του υποκειμένου γίνεται η διεκδίκηση του λόφου Καστέλι από την «Πρωτοβουλία ενάντια στην ξενοδοχοποίηση των μνημείων». H χρήση της έννοιας της πολιτιστική κληρονομιά υποβιβάζει το υποκείμενο και κατ’ επέκταση τα όρια του αγώνα. Αυτό συμβαίνει με δύο τρόπους. Είτε με την υποστασιοποίηση της ίδιας της έννοιας (αγώνας για τη διάσωση των μνημείων), είτε με τη μετατροπή του συλλογικού υποκειμένου (στην καλύτερη των περιπτώσεων) σε πολίτη.
Στην πρώτη περίπτωση, τα μνημεία γίνονται η κινητήρια δύναμη της όλης κατάστασης. Είτε αυτά διεκδικούνται για να μετατραπούν σε ξενοδοχείο, είτε διεκδικούνται για να μετατραπούν σε χώρο πολιτιστικής κληρονομιάς φαίνονται να είναι τα Υποκείμενα της πόλης.
Στη δεύτερη περίπτωση σημειώνουμε τη μεταμόρφωση του συλλογικού υποκειμένου σε πολίτη: η μετατροπή των συλλογικών δρώντων είτε σε καταναλωτές είτε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε πολίτες, στους οποίους στηρίζεται το αίτημα για μνημείωση.
Η ανάπτυξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και των μνημείων δημιουργεί την αναγκαιότητα μεταμόρφωσης των πολιτικών υποκειμένων σε Κοινωνία των Πολιτών, σε μια αφηρημένη κατηγορία πάνω στο όνομα της οποίας θα θεμελιωθεί η σημαντικότητα της κληρονομιάς. Η «Πρωτοβουλία» διεκδικεί τα μνημεία της πόλης στο όνομα των πολιτών. Η έννοια του πολίτη αποτελεί a priori μια κατηγορία εξατομικευμένη, στην οποία δεν εντοπίζεται ίχνος δυνατότητας συλλογικής οργάνωσης, δηλαδή δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων κατά την πάλη.
Θέση 13. Ανάγκη για την ανάπτυξη μιας έννοιας της (αντι-)μνήμης.
Αν η πολιτιστική κληρονομιά ιδιοποιείται τη μνήμη, τότε στοιχείο της πάλης μας οφείλει να είναι η απελευθέρωση της συλλογικής (αντι-)μνήμης από τα δεσμά των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, κατ’ επέκταση από τα μνημεία και την πολιτιστική κληρονομιά.
Ο αγώνας μας χρειάζεται να συλλάβει το παρελθόν ως μια κατηγορία επαναστατικής μεταμόρφωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναζητάμε την αντικατάσταση της μνήμης με μία διαφορετική μνήμη, με μία μνήμη με άλλο περιεχόμενο. Αντιθέτως, σημαίνει τον επαναπροσανατολισμό του πράττειν στο εδώ και τώρα, σημαίνει την απελευθέρωση του παρόντος από ένα νεκρό παρελθόν. Η αξία των αρχαιοτήτων οφείλει να προκύψει από το άνοιγμα και όχι από το κλείσιμο των δυνατοτήτων. Η συλλογική (αντι-)μνήμη είναι ειδοποιό διαφοροποιητικό στοιχείο του συλλογικό ενεργό υποκείμενο από τον «θεατή» ή/και τον «πολίτη».
Η συλλογική αντι-μνήμη δεν συνδέεται με τον χώρο ή με τα κτήρια, αλλά με τις κοινωνικές σχέσεις που επεξεργάζονται πέρα από τη λογική της αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό ο δικός μας αγώνας δεν έχει να κάνει (απλά με) την ανακατάληψη κάποιου κτηρίου, αλλά με τον επαναπροσδιορισμό των χειραφετητικών σχέσεων. (και με αυτή την έννοια δεν είναι ένας αγώνας που τελείωσε στις 5 του Ιούνη του 2021). Ο αγώνας για την υπεράσπιση της Rosa Nera δεν είναι απλά ένας αγώνας για την ιστορία της πόλης, είναι ένας αγώνας για επέκταση των ρωγμών στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Είναι ένας αγώνας για την ορατότητα των κόσμων που μπορούμε να φτιάξουμε.
Επίμετρο. Γιατί η κριτική στην πολιτιστική κληρονομιά/στα μνημεία βρίσκεται στην καρδιά της χειραφετητικής προοπτικής;
Εκκινώντας από τη στενή εμπειρία μας, η κριτική στην έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς συμβάλλει στην αποφετιχοποίηση των κοινωνικών σχέσεων που προβάλλει μια ενδεχόμενη αποδοχή του λόγου της. Συνεπώς, η πρώτη συμβολή έγκειται στην απόκρουση του κανονιστικού λόγου της πολιτιστικής κληρονομιάς και το διάνοιγμα της δυνατότητας για να τοποθετήσουμε εμείς την ατζέντα. Σε αντίστιξη με την ατζέντα των μνημείων ή/και της πολιτιστικής κληρονομιάς όπου τα ζητήματα που ανοίγονται είναι με όρους απομακρυσμένους από τις ανησυχίες, τις επιθυμίες και τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Συνεπώς, η κριτική στον κεντρικό λόγο υπεράσπισης του λόφου Kαστέλι μας δίνει τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε εμείς το πρόγραμμα με τους δικούς μας όρους. Μας δίνει τη δυνατότητα να περάσουμε από την υπεράσπιση του λόφου Καστέλι στην υπεράσπιση της Rosa Nera και των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούμε στα διάκενα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
Το βαθύτερο ερώτημα που εκφράζεται με την ιδιάζουσα σχέση των αυτοοργανωμένων χώρων με τα μνημεία είναι ποια είναι η σχέση της πολιτικής δράσης (εν προκειμένω της πολιτικής δράσης που εκφράζεται μέσω των αυτοοργανωμένων χώρων) με τους θεσμούς. Η κριτική στην πολιτιστική κληρονομιά θέτει τις βάσεις για έναν αγώνα πέρα από τους θεσμούς.
Δίνεται έμφαση στο συλλογικό υποκείμενο, ως αναπόσπαστο στοιχείο χειραφετητικής προοπτικής. Η κριτική στην πολιτιστική κληρονομιά ανοίγει τη δυνατότητα συλλογικού αυτοπροσδιορισμού.
Άνοιγμα της πολιτιστικής κληρονομιάς σημαίνει αποκάλυψη μιας μνήμης που αγωνίζεται να χειραφετηθεί. Αποκαλύπτει μια πάλη ανάμεσα σε μια θεσμοποιημένη, επιβεβλημένη από τα πάνω μνήμη και σε μία συλλογική αντι-μνήμη.
Η σημαντικότερη όμως συμβολή εντοπίζεται στην εμβάθυνση της κατηγορίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ανοίγοντας την κατηγορία εντοπίζουμε τις έννοιες της ανάπτυξης και του εμπορεύματος-χρήματος. Το χρήμα εμφανίζεται ως μια αυτόνομη μορφή που ωθεί στην μνημειοποίηση του λόφου (ή τουλάχιστον είναι μια καλή περίπτωση αν αποτύχει η ξενοδοχοποίηση). Καθήκον της κριτικής θεωρίας είναι το άνοιγμα της κατηγορίας του χρήματος-εμπορεύματος. Από εκεί θα οδηγηθούμε στην έννοια του δικού μας πλούτου, στο πλέξιμο της δικής μας κοινωνικής συνοχής. Ακριβώς γιατί «Ό,τι πουλάτε είναι για πέταμα. Πλούτος είναι ό,τι μοιραζόμαστε».
1 Ο μάριος πανιεράκης είναι κοινωνιολόγος, διδακτορικός ερευνητής στο Ινστιτούτου Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών «Alfonso Velez Pliego», BUAP (Benemerita Universidad Autónoma de Puebla, στο Μεξικό.)
2 Περισσότερα για τον αγώνα διεκδίκησης του λόφου Καστέλι μπορείτε να βρείτε στον Συλλογικό Τόμο «Συναντήσεις στην αυλή της Rosa Nera» (2021, εκδόσεις των ξένων).
3 Η κατάληψη τονίζει τον ιδιάζοντα μνημειακό χαρακτήρα του κτηρίου https://yfanet.espivblogs.net/2021/09/29/mikres-istories-gia-ti-diasosi-tis-mnimis/
4 Στις 19/05/2021 η αστυνομία εκκενώνει το κατειλημμένο αυτοδιαχειριζόμενο κτήριο του «Εμπρός». Λίγες μέρες μετά το κτήριο ανακαταλαμβάνεται κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης αυθόρμητης γιορτής. Την Δευτέρα 24/05/2021 οι αστυνομικές δυνάμεις επιχειρούν εκ νέου την εκκένωση του κτηρίου. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η εκκένωση δεν ήταν επιτυχής καθώς υποβλήθηκε μήνυση στο συνεργείο και τον εργολάβο που ανέλαβε το σφράγισμα του χώρου λόγω εργασιών, δίχως σχετική άδεια, σε κτήριο το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως αρχιτεκτονικό μνημείο.
5 Κατά τη διάρκεια εργασιών ανακατασκευής της στέγης της κατάληψης Libertatia, η οποία δέχτηκε εμπρηστική επίθεση από συμμετέχοντες στο εθνικιστικό συλλαλητήριο της 21ης Ιανουαρίου 2018, η αστυνομία εισβάλλει (23/08/2020) στην κατάληψη Libertatia και συλλαμβάνει 12 συντρόφους/φισσες με κατηγορίες –μεταξύ άλλων– της φθοράς σε μνημείο και της παράνομης δόμησης. «Κατηγορούνται γελοιωδώς για παράνομες οικοδομικές εργασίες, αντίσταση κατά της αστυνομίας και ειρωνικώς, για καταστροφή διατηρητέου μνημείου!» Περισσότερα https://www.firefund.net/rebuildlibertatia
6 Τέλος, χρειάζεται να σημειώσουμε οι παρακάτω θέσεις δεν συνθέτουν τη φωνή των καταλήψεων, ούτε οι ίδιες το χρειάζονται, ούτε σκοπεύουμε σε κάτι τέτοιο, αντιθέτως επιχειρούμε να ανοίξουμε ένα σύνολο ζητημάτων πάνω στο ζήτημα της χειραφέτησης μέσα από αυτή την εμπειρία (άλλες φορές βιωμένη άμεσα, άλλες φορές βιωμένη από απόσταση).
7 Η διαδικασία αυτή ονομάζεται μνημειοποίηση: απόδοση Συμβολικής αξίας στα πολιτιστικά αγαθά.
8 Τουρισμός και πολιτιστική κληρονομιά συναντιούνται στην αναζήτηση της αυθεντικότητας.
9 Όρος που χρησιμοποιήθηκε στις εκδηλώσεις της Ρόζας.
10 Και εδώ ευχαριστώ την Κατερίνα Νασιώκα που μου επισήμανε το σημείο.
Leave a Reply