τελευταία άρθρα σε τίτλους

Jacques Rancière – Οι παράφρονες και οι σώφρονες: στοχασμοί πάνω στο τέλος της προεδρίας Τραμπ

Enter your email address to follow this blog and receive notifications of new posts by email.

Join 5,321 other subscribers
Jules de Balincourt- US World Studies #1, 2003 Jules de Balincourt- US World Studies #1, 2003

Μετάφραση από τα γαλλικά, Φοίβος Θεολογίτης.

Οι παράφρονες και οι σώφρονες: στοχασμοί πάνω στο τέλος της προεδρίας Τραμπ

Jacques Rancière1

Είναι εύκολο να γελάμε με τα ατοπήματα του Ντόναλντ Τραμπ και να αγανακτούμε με τη βία των φανατικών οπαδών του. Αλλά, το βίαιο ξέσπασμα της ακραιφνούς ανορθολογικότητας στον πυρήνα της εκλογικής διαδικασίας τής χώρας που γνωρίζει καλύτερα να διαχειρίζεται τις εναλλαγές του αντιπροσωπευτικού συστήματος, μας κάνει επίσης να αναρωτηθούμε για τον κόσμο τον οποίο μοιραζόμαστε με αυτήν την χώρα: έναν κόσμο που νομίζουμε ότι είναι αυτός της ορθολογικής σκέψης και της ειρηνικής δημοκρατίας. Και, η πρώτη ερώτηση που τίθεται είναι σίγουρα η εξής: πώς μπορoύμε να συνεχίζουμε με τόση αποφασιστικότητα να μην αναγνωρίζουμε τα πιο εξακριβωμένα γεγονότα και πώς μπορεί αυτή η αποφασιστικότητα να είναι τόσο κοινή ή να βρίσκει τόσο μεγάλη υποστήριξη;

Μερικοί θα ήθελαν να γραπώνονται ακόμη από την παλιά σανίδα σωτηρίας: εκείνοι που δεν θέλουν να αναγνωρίζουν τα γεγονότα θα ήταν κακώς ενημερωμένοι αδαείς ή ευκολόπιστοι που έχουν εξαπατηθεί από fake news. Πρόκειται για το κλασικό ειδύλλιο ενός αγαθού λαού που αφήνεται να παρασυρθεί από αφέλεια, και στο οποίο ο λαός χρειάζεται μονάχα να πληροφορηθεί τα γεγονότα και να τα κρίνει με κριτική σκέψη. Αλλά, πώς γίνεται να πιστεύουμε ακόμη σε αυτό το μύθευμα της λαϊκής αφέλειας, από την στιγμή που ζούμε σε έναν κόσμο όπου τα μέσα ενημέρωσης, τα μέσα επικύρωσης των πληροφοριών και οι σχολιαστές που «αποκρυπτογραφούν» όλες τις πληροφορίες βρίσκονται σε αφθονία και υπεραφθονία στη διάθεση όλων;

Θα μπορούσαμε κάλλιστα να αντιστρέψουμε το επιχείρημα: αν αρνούμαστε το προφανές, αυτό δεν γίνεται γιατί είμαστε ηλίθιοι, αλλά για να δείξουμε ότι είμαστε ευφυείς. Και η ευφυΐα, όπως είναι ευρέως γνωστό, συνίσταται στo να είμαστε καχύποπτοι για τα γεγονότα και στο να διερωτόμαστε ποια είναι η λειτουργία αυτής της τεράστιας μάζας πληροφοριών που διαχέεται καθημερινά σε εμάς. Στην διερώτηση αυτή, η απάντηση που προτείνεται όλως αυθορμήτως είναι προφανέστατα η εξαπάτηση του κόσμου, γιατί αυτό που παρουσιάζεται μπροστά σε όλους βρίσκεται εν γένει εκεί για να καλύψει την αλήθεια, η οποία όντας κρυμμένη είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε πώς να την ανακαλύψουμε κάτω από τη φενάκη των δεδομένων γεγονότων.

Η δύναμη αυτής της απάντησης έγκειται στο ότι ικανοποιεί ταυτόχρονα τους πιο φανατικούς και τους πιο σκεπτικούς. Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της νέας άκρας δεξιάς είναι η θέση που κατέχουν σε αυτήν οι θεωρίες των συνωμοσιολόγων και των αρνητών. Αυτές παρουσιάζουν παραληρηματικές εκφάνσεις, όπως η θεωρία της μεγάλης διεθνούς συνωμοσίας των παιδόφιλων. Αλλά αυτό το παραλήρημα, σε τελευταία ανάλυση, είναι μόνο η ακραία μορφή ενός είδους ορθολογικότητας που χαίρει γενικά εκτίμησης στις κοινωνίες μας: το είδος ορθολογικότητας που έχει την απαίτηση να βλέπει σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο γεγονός τις συνεπαγωγές μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και που αποκαθιστά την θέση του μέσα στην συνολική αλληλουχία η οποία εξηγεί το γεγονός και το δείχνει στο τέλος τελείως διαφορετικό από ό,τι φαινόταν στην αρχή.

Γνωρίζουμε ότι αυτή η εξηγητική αρχή όλων των γεγονότων βάσει των συνολικών διασυνδέσεων τους μπορεί επίσης να διαβαστεί ανάποδα: είναι πάντα δυνατόν να αρνηθούμε ένα γεγονός επικαλούμενοι την απουσία ενός συνδετικού κρίκου στην αλυσίδα των συνθηκών που το καθιστούν δυνατό. Για αυτό, όπως γνωρίζουμε, ριζοσπαστικοί μαρξιστές διανοούμενοι αρνήθηκαν την ύπαρξη των ναζιστικών θαλάμων αερίου, επειδή ήταν αδύνατο να συναχθεί η αναγκαιότητά τους από τη συνολική λογική του καπιταλιστικού συστήματος. Και σήμερα ακόμη, εκλεπετυσμένοι διανοούμενοι είδαν τον κορωνοϊό ως μύθευμα που επινοήθηκε από τις κυβερνήσεις μας προκειμένου να μας ελέγχουν καλύτερα.

Οι θεωρίες των συνωμοσιολόγων και των αρνητών εμπίπτουν σε μια λογική που δεν περιορίζεται στους αφελείς και στα αρρωστημένα μυαλά. Οι ακραίες μορφές τους μαρτυρούν το κομμάτι της παράνοιας και της δεισιδαιμονίας που βρίσκεται στον πυρήνα του σχήματος της κυρίαρχης ορθολογικότητας στις κοινωνίες μας και στους τρόπους σκέψης που ερμηνεύουν την λειτουργία της. Η πιθανότητα άρνησης των πάντων δεν εμπίπτει στον «σχετικισμό» που αμφισβητείται από τους σοβαρούς οι οποίοι φαντάζονται ότι είναι οι φρουροί της ορθολογικής οικουμενικότητας. Είναι μια διαστροφή, εγγεγραμμένη στη δομή της ορθολογικής μας σκέψης.

Θα πει κάποιος ότι δεν αρκεί να κατέχουμε τα διανοητικά όπλα που δίνουν τη δυνατότητα άρνησης των πάντων. Πρέπει επιπλέον να έχουμε την θέληση. Αυτό είναι οπωσδήποτε σωστό. Αλλά, πρέπει να δούμε σε τι συνίσταται αυτή η θέληση ή, μάλλον, αυτό το συναίσθημα που οδηγεί στο να πιστέψουμε ή να μην πιστέψουμε κάτι.

Οι εβδομήντα πέντε εκατομμύρια ψηφοφόροι που ψήφισαν τον Τραμπ αποκλείεται να είναι τόσο αργόστροφοι ώστε να πείθονται από τα λόγια του και από τις ψευδείς πληροφορίες που διαδίδει. Δεν πιστεύουν με την έννοια ότι θα εκλάβουν ως αλήθεια αυτό που λέει. Πιστεύουν με την έννοια ότι χαίρονται να ακούν αυτό που ακούνε: μια απόλαυση που μπορεί, κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, να εκφράζεται με ένα ψηφοδέλτιο, αλλά η οποία εκφράζεται καθημερινά πολύ πιο απλά με ένα απλό like. Και εκείνοι που πλασάρουν τις ψευδείς πληροφορίες δεν είναι ούτε αφελείς που φαντάζονται ότι λένε αλήθεια ούτε κυνικοί που ξέρουν ότι λένε ψέματα. Είναι απλά άνθρωποι που επιθυμούν να είναι έτσι όπως είναι, επιθυμούν να βλέπουν, να σκέφτονται, να αισθάνονται και να ζουν στην αισθητή κοινότητα (communauté sensible) την οποία υφαίνουν τα λόγια αυτά.

Με ποιόν τρόπο πρέπει να σκεφτούμε αυτήν την κοινότητα και αυτήν την επιθυμία; Εδώ καιροφυλακτεί μια άλλη έννοια που παράγεται από την ικανοποιημένη ραθυμία, αυτή του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός δεν επικαλείται πλέον έναν αγαθό και αφελή λαό, αντιθέτως επικαλείται έναν απογοητευμένο και ζηλόφθονα λαό, έτοιμο να ακολουθήσει εκείνον που γνωρίζει να ενσαρκώνει τις πικρίες του και να καταδεικνύει την αιτία τους.

Μας λένε ότι ο Τραμπ είναι ο εκπρόσωπος όλων των Λευκών αμερικανόπουλων που νιώθουν αγωνία και θυμό: οι παραμερισμένοι μέσα στον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό, οι οποίοι έχασαν την δουλειά τους με την αποβιομηχάνιση και τους δείκτες αναφοράς τής ταυτότητάς τους με τις νέες μορφές ζωής και κουλτούρας· εκείνοι που αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από μακρινές πολιτικές ελίτ και περιφρονημένοι από πτυχιούχες ελίτ. Το έργο είναι παλιό: έτσι χρησιμοποιούταν η ανεργία ως εξήγηση για τον ναζισμό ήδη τη δεκαετία του 1930, και ξαναχρησιμοποιείται επ’ άπειρον για να εξηγήσει οποιαδήποτε άνοδο της ακροδεξιάς στις χώρες μας. Αλλά, πώς μπορούμε σοβαρά να πιστεύουμε ότι οι εβδομήντα πέντε εκατομμύρια ψηφοφόροι του Τραμπ ανταποκρίνονται σε αυτό το προφίλ των θυμάτων της κρίσης, της ανεργίας και της υποβάθμισης; Πρέπει, συνεπώς, να εγκαταλείψουμε τη δεύτερη σανίδα σωτηρίας της διανοητικής παρηγοριάς, δηλαδή τη δεύτερη φιγούρα του λαού που παραδοσιακά αναλαμβάνει τον ρόλο του παράλογου δρώντα: αυτός ο απογοητευμένος και βάρβαρος λαός που είναι το αντίστοιχο του αγαθού και αφελούς λαού.

Πρέπει, εκτενέστερα, να θέσουμε υπό αμφισβήτηση αυτήν τη μορφή ψευδοειδήμονας ορθολογικότητας που επιδιώκει να μετατρέψει τις μορφές πολιτικής έκφρασης του υποκειμένου-λαός σε χαρακτηριστικά που ανήκουν στο τάδε ή στο δείνα ακμάζον ή παρακμάζον κοινωνικό στρώμα. Ο πολιτικός λαός δεν είναι η έκφραση ενός κοινωνιολογικού λαού που προϋπάρχει αυτού. Είναι μια συγκεκριμένη δημιουργία: το προϊόν μιας σειράς θεσμών, διαδικασιών, μορφών δράσης, αλλά και λέξεων, προτάσεων, εικόνων και αναπαραστάσεων που δεν εκφράζουν τα αισθήματα του λαού, αλλά δημιουργούν έναν ορισμένο λαό, δημιουργώντας σε αυτόν ένα συγκεκριμένο καθεστώς συναισθημάτων.

Ο λαός του Τραμπ δεν είναι η έκφραση των κοινωνικών στρωμάτων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και αναζητούν έναν προστάτη. Είναι, πρώτα από όλα, ο λαός που παράγεται από έναν συγκεκριμένο θεσμό στον οποίον πολλοί επιμένουν να βλέπουν την υπέρτατη έκφραση της δημοκρατίας: αυτόν που εδραιώνει μια άμεση και αμοιβαία σχέση μεταξύ ενός ατόμου, που υποτίθεται ότι ενσαρκώνει τη δύναμη όλων, και μιας συλλογικότητας ατόμων, που υποτίθεται ότι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε αυτό το άτομο. Είναι, εν συνεχεία, ο λαός που κατασκευάζεται από μια ιδιάζουσα μορφή απεύθυνσης, αυτής της εξατομικευμένης απεύθυνσης που γίνεται δυνατή από τις νέες τεχνολογίες επικοινωνιών, όπου ο ηγέτης μιλά καθημερινά στον καθένα και σε όλους, τόσο ως δημόσιο όσο και ως ιδιωτικό πρόσωπο, χρησιμοποιώντας τις ίδιες μορφές επικοινωνίας που επιτρέπουν στον καθένα και σε όλους να λένε σε καθημερινή βάση αυτό που σκέφτονται ή που αισθάνονται. Είναι, τέλος, ο λαός που κατασκευάζεται από το συγκεκριμένο σύστημα συναισθημάτων, το οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ συντήρησε μέσω αυτού του συστήματος επικοινωνίας: ένα σύστημα συναισθημάτων που δεν προορίζεται για καμία συγκεκριμένη κοινωνική τάξη και που δεν εκμεταλλεύεται την απογοήτευση αλλά την ικανοποίηση της περίστασής του, ούτε το αίσθημα της ανισότητας για να την αποκαταστήσει αλλά το αίσθημα του προνομίου για να το διατηρήσει εναντίον όλων εκείνων που θα ήθελαν να το παραβιάσουν.

Το πάθος που επικαλείται ο Τραμπ δεν έχει τίποτα το μυστηριώδες: είναι το πάθος της ανισότητας, το οποίο επίσης επιτρέπει στους πλούσιους και στους φτωχούς να βρουν ένα πλήθος κατώτερων επί των οποίων πρέπει πάση θυσία να διατηρήσουν την ανωτερότητα τους. Υπάρχει όντως πάντα μια ανωτερότητα στην οποία μπορούμε να συμμετέχουμε: μια ανωτερότητα των ανδρών έναντι των γυναικών, των λευκών γυναικών έναντι των έγχρωμων γυναικών, των εργαζομένων έναντι των ανέργων, των ανθρώπων που εργάζονται στα επαγγέλματα του μέλλοντος έναντι των άλλων, των ανθρώπων που έχουν καλή ασφάλιση έναντι των ανθρώπων που εξαρτώνται από τη δημόσια αλληλεγγύη, των γηγενών έναντι των μεταναστών, των ντόπιων έναντι των ξένων και των πολιτών του έθνους-λίκνου της δημοκρατίας έναντι της υπόλοιπης ανθρωπότητας.

Η συνύπαρξη στο Καπιτώλιο που καταλήφθηκε από τους τραμπιστές τραμπούκους, τους τραμπούκους της σημαίας των δεκατριών ιδρυτικών πολιτειών και της σημαίας του δουλεμπορικού Νότου, επιδεικνύει αρκετά καλά αυτήν την μοναδική συνάρθρωση (montage) που κάνει την ισότητα ένα υπέρτατο τεκμήριο ανισότητας και την επιδίωξη της ευτυχίας ένα συναίσθημα μίσους. Αλλά, όχι μόνο με ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, αυτή η ταύτιση της δύναμης όλων με την αναρίθμητη συλλογή μορφών ανωτερότητας και μίσους μπορεί να συγκριθεί με το ήθος ενός συγκεκριμένου έθνους. Γνωρίζουμε τον ρόλο που έχει εδώ η αντίθεση μεταξύ της εργαζόμενης Γαλλίας και της υποστηριζόμενης Γαλλίας, μεταξύ εκείνων που πάνε μπροστά και εκείνων που παραμένουν κολλημένοι στα απαρχαιωμένα συστήματα κοινωνικής προστασίας, ή μεταξύ των πολιτών της χώρας του Διαφωτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και των οπισθοδρομικών και φανατικών πληθυσμών που απειλούν την ακεραιότητά της. Και μπορούμε να δούμε καθημερινά στο Διαδίκτυο το μίσος για κάθε μορφή ισότητας, το οποίο αναθερμένεται κατά κόρον από τα σχόλια των αναγνωστών των εφημερίδων.

Όπως ακριβώς το πείσμα για άρνηση δεν είναι το σημάδι βραδύνοων ανθρώπων αλλά μια παραλλαγή της κυρίαρχης ορθολογικότητας, έτσι η κουλτούρα του μίσους δεν είναι το γεγονός των εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων αλλά ένα προϊόν της λειτουργίας των θεσμών μας. Είναι ένας τρόπος κατασκευής λαού· ένας τρόπος δημιουργίας ενός λαού που ανήκει στη λογική της ανισότητας. Πριν από σχεδόν διακόσια χρόνια, ο στοχαστής της διανοητικής χειραφέτησης, o Joseph Jacotot, έδειξε τον τρόπο με τον οποίον η άνιση παράνοια έκανε εφικτό να λειτουργήσει μια κοινωνία όπου κάθε κατώτερος ήταν σε θέση να βρει έναν κατώτερο και να απολαύσει την ανωτερότητά του πάνω σε αυτόν. Πριν από δεκαπέντε μόνο χρόνια, με την σειρά μου, είχα προτείνει ότι η ταύτιση της δημοκρατίας με τη συναίνεση παρήγαγε, στην θέση του λαού που είχε κηρυχθεί απαρχαιωμένος με τον κοινωνικό καταμερισμό, έναν λαό πολύ πιο απαρχαιωμένο ο οποίος βασίζεται στα μόνα συναισθήματα του μίσους και του αποκλεισμού.

Αντί για την παρηγοριά τής οργής ή του χλευασμού, τα γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ πρέπει να μας ωθήσουν σε μια ενδελεχέστερη εξέταση των μορφών σκέψης που αποκαλούμε «ορθολογικές» και των μορφών κοινότητας που αποκαλούμε «δημοκρατικές».

1Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό AOC(14/1/2021). Μετάφραση από τα γαλλικά: Φοίβος Θεολογίτης.


Το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά:

Les fous et les sages – réflexions sur la fin de la présidence Trump

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.