τελευταία άρθρα σε τίτλους

Moishe Postone: Αντισημιτισμός και Εθνικοσοσιαλισμός

Enter your email address to follow this blog and receive notifications of new posts by email.

Join 5,321 other subscribers
Ο Μοishe Postone σε μια επίσκεψη του στον τάφο του Marcuze.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ Τεύχος 144, περίοδος: Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2018

ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

του Moishe Postone1

μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος

Ποια είναι η σχέση του αντισημιτισμού με τον Εθνικοσοσιαλισμό; Η δημόσια συζήτηση του προβλήματος αυτού στην Ομοσπονδιακή Γερμανία χαρακτηρίστηκε από μια διχοτομία μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών από τη μια μεριά, και της Αριστεράς από την άλλη. Οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί υπογραμμίζουν κυρίως την ασυνέχεια μεταξύ του ναζιστικού παρελθόντος και του σήμερα. Όταν αναφέρονται στο παρελθόν, εστιάζουν την προσοχή τους στις διώξεις και την εξολόθρευση των Εβραίων, και γενικά τείνουν να υποτιμούν άλλες κεντρικές όψεις του ναζισμού. Παραδόξως αυτό το είδος έμφασης στον αντισημιτισμό, με την υπογράμμιση μιας υποτιθέμενης συνολικής ρήξης μεταξύ Τρίτου Ράιχ και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, συνέβαλε στο να αποφευχθεί μια θεμελιώδης αναμέτρηση με την κοινωνική και δομική πραγματικότητα του Εθνικοσοσιαλισμού. Η πραγματικότητα αυτή ασφαλώς δεν εξαφανίστηκε μετά το 1945. Με άλλα λόγια, η καταδίκη του ναζιστικού αντισημιτισμού χρησίμευσε επίσης ως μια ιδεολογία νομιμοποίησης του παρόντος συστήματος. Η εργαλειοποίηση αυτή κατέστη εφικτή αφού προηγουμένως ο αντισημιτισμός αντιμετωπίστηκε κυρίως ως μια μορφή προκατάληψης, ως μια ιδεολογία αποδιοπομπαίων τράγων, που με αυτό τον τρόπο συσκοτίζει την εγγενή σχέση μεταξύ αντισημιτισμού και των άλλων πλευρών του Εθνικοσοσιαλισμού. Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά, επικεντρωνόταν κυρίως στη λειτουργία του Εθνικοσοσιαλισμού υπέρ του καπιταλισμού, δίνοντας έμφαση στην καταστροφή των οργανώσεων της εργατικής τάξης, την κοινωνική και οικονομική πολιτική του ναζισμού, τον επανεξοπλισμό, τον επεκτατισμό, και τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς κρατικής και κομματικής κυριαρχίας. Κάποια στοιχεία συνέχειας μεταξύ του Τρίτου Ράιχ και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας υπογραμμίστηκαν. Βεβαίως δεν παραγνωρίστηκε η εξολόθρευση των Εβραίων. Ωστόσο, πολύ σύντομα, η εξολόθρευση αυτή υπήχθη στις γενικές κατηγορίες της προκατάληψης, των διακρίσεων και των διώξεων.

Καθώς η Αριστερά αντιλαμβανόταν τον αντισημιτισμό μάλλον ως μια περιφερειακή, και όχι κεντρική στιγμή του Εθνικοσοσιαλισμού, συσκότισε επίσης την εσωτερική τους σχέση. Και οι δυο ανωτέρω τοποθετήσεις αντιλαμβάνονται το σύγχρονο αντισημιτισμό ως μια προκατάληψη κατά των Εβραίων, ως μια ιδιαίτερη περίπτωση του εν γένει ρατσισμού. Υπογραμμίζοντας τη μαζική ψυχολογική φύση του αντισημιτισμού, απομονώνουν παραμέτρους του Ολοκαυτώματος από την κοινωνικοοικονομική και κοινωνικοϊστορική διερεύνηση του Εθνικοσοσιαλισμού. Ωστόσο το Ολοκαύτωμα θα παραμένει ακατανόητο στο βαθμό που ο αντισημιτισμός αντιμετωπίζεται ως περίπτωση του εν γένει ρατσισμού και στο βαθμό που ο ναζισμός γίνεται αντιληπτός μόνο με όρους μεγάλου κεφαλαίου ενός τρομοκρατικού γραφειοκρατικού αστυνομικού κράτους. Το Άουσβιτς, Το Μπέλζεκ, το Σέλμνο, το Μέιντανεκ, το Σόμπιμπορ, και η Τρεμπλίνκα, δεν πρέπει να εξεταστούν έξω από το πλαίσιο μιας ανάλυσης του Εθνικοσοσιαλισμού. Αντίθετα, παριστούν μια από τις λογικές του καταλήξεις, και όχι απλά το πιο τρομερό επιφαινόμενό του. Καμιά ανάλυση του Εθνικοσοσιαλισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως επαρκής αν δεν καλύπτει την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης. Στο παρόν άρθρο, θα επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης αναδεικνύοντας μια ερμηνεία του σύγχρονου αντισημιτισμού. Πρόθεσή μας είναι να εξηγήσουμε γιατί ο ναζισμός και ο σύγχρονος αντισημιτισμός είχαν τόσο μεγάλη διείσδυση, και κατέστησαν ηγεμονικοί στη Γερμανία. Το εγχείρημα αυτό συνεπάγεται μια ανάλυση της ιδιαιτερότητας της ιστορικής ανάπτυξης της Γερμανίας, ένα θέμα πάνω στο οποίο έχουν γραφεί πάμπολλες μελέτες. Το άρθρο αυτό επιχειρεί μάλλον να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια σε τι συνίστατο αυτή η διείσδυση, υποδεικνύοντας μια ανάλυση του σύγχρονου αντισημιτισμού που επισημαίνει την εσωτερική του συσχέτιση με τον Εθνικοσοσιαλισμό. Μια τέτοια εξέταση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της οποιασδήποτε ουσιαστικής ανάλυσης των λόγων για τους οποίους επιβλήθηκε ο Εθνικοσοσιαλισμός στη Γερμανία. Το πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι ο αναλυτικός προσδιορισμός του Ολοκαυτώματος και του σύγχρονου αντισημιτισμού. Το πρόβλημα αυτό δεν πρέπει να τίθεται ποσοτικά, είτε με τους αριθμητικούς όρους των δολοφονημένων, είτε με όρους του βαθμού του μαρτυρίου τους. Τα ιστορικά παραδείγματα μαζικής δολοφονίας και γενοκτονίας είναι άφθονα. (Για παράδειγμα, οι Ρώσοι που σκοτώθηκαν από τους Ναζί είναι περισσότεροι από τους Εβραίους). Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι ένα ερώτημα ποιοτικής ιδιαιτερότητας.

Οι ιδιαίτερες πλευρές της εξόντωσης των ευρωπαίων Εβραίων από τους Ναζί παραμένουν ανεξήγητες στο βαθμό που ο αντισημιτισμός συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως τυπικό παράδειγμα μιας στρατηγικής για την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, τα θύματα της οποίας θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν μέλη οποιασδήποτε άλλης ομάδας. Το Ολοκαύτωμα χαρακτηρίστηκε από μια αίσθηση ιδεολογικής αποστολής, μια σχετική έλλειψη συγκίνησης, άμεσου μίσους (σε αντίθεση π.χ. προς τα πογκρόμ), και το κυριότερο, από την προφανή έλλειψη λειτουργικότητάς του. Η εξόντωση των Εβραίων δεν φαίνεται ότι υπήρξε το μέσο για έναν άλλο σκοπό. Δεν εξοντώθηκαν για στρατιωτικούς λόγους ή στην πορεία μιας βίαιης διαδικασίας κατάκτησης εδαφών (όπως συνέβη στην περίπτωση των Ινδιάνων της Αμερικής και των αυτόχθονων της Τασμανίας). Ακόμα, η πολιτική των Ναζί απέναντι στους Εβραίους δεν μοιάζει καθόλου με την αντίστοιχη πολιτική απέναντι στους Πολωνούς και τους Ρώσους, πολιτική που στόχευε στην εξάλειψη εκείνων των τμημάτων του πληθυσμού γύρω από τα οποία θα μπορούσε να αποκρυσταλλωθεί η αντίσταση, έτσι ώστε να γίνει ευκολότερη η εκμετάλλευση των υπολοίπων ως είλωτες. Πράγματι, οι Εβραίοι δεν εξοντώθηκαν για κανένα προφανή «εξωτερικό» λόγο. Η εξολόθρευση των Εβραίων δεν έπρεπε μόνο να είναι πλήρης, αλλά αποτέλεσε τον ίδιο το σκοπό της – εξολόθρευση για την εξολόθρευση – ένα σκοπό που απέκτησε απόλυτη προτεραιότητα.

Καμιά φονξιοναλιστική εξήγηση του Ολοκαυτώματος και καμιά προσέγγιση του αντισημιτισμού ως θεωρίας αποδιοπομπαίων τράγων δεν είναι σε θέση ακόμα και να αρχίσει να εξηγεί γιατί, κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις συντρίβονταν από τον Κόκκινο Στρατό, ένα σημαντικό μέρος του συνολικού αριθμού των οχημάτων εκτράπηκαν από την υλικοτεχνική υποστήριξη και χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά Εβραίων στους θαλάμους αερίων. Από τη στιγμή που θα έχουμε αναγνωρίσει την ποιοτική ιδιαιτερότητα της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, γίνεται σαφές ότι κάθε απόπειρα εξήγησης που θα ασχολείται με τον καπιταλισμό, το ρατσισμό, τη γραφειοκρατία, τη σεξουαλική καταπίεση, ή την αυταρχική προσωπικότητα, παραμένουν υπερβολικά γενικόλογες. Η ιδιαιτερότητα του Ολοκαυτώματος απαιτεί μια πολύ περισσότερο συγκεκριμένη ανάλυση των αιτίων του, προκειμένου να προσεγγίσουμε την κατανόησή του.

Βεβαίως, η εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης σχετίζεται με τον αντισημιτισμό. Η ιδιαιτερότητα της εξόντωσης πρέπει να συσχετιστεί με αυτήν του αντισημιτισμού. Επιπλέον, ο σύγχρονος αντισημιτισμός πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με το ναζισμό ως κίνημα – ένα κίνημα το οποίο, με τους όρους της αυτοκατανόησής του, παριστούσε μια εξέγερση. Ο σύγχρονος αντισημιτισμός, που δεν θα πρέπει να συγχέεται με την καθημερινή αντιεβραϊκή προκατάληψη, αποτελεί μια ιδεολογία, μια μορφή σκέψης, που εμφανίστηκε στην Ευρώπη στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Η ανάδυσή της στηρίχτηκε σε προγενέστερες μορφές αντισημιτισμού, που αποτελούσαν επί αιώνες αναπόσπαστο μέρος του δυτικού χριστιανικού πολιτισμού. Το κοινό σημείο όλων των αντισημιτισμών είναι ότι αποδίδουν στους Εβραίους κάποιες μικρές ή μεγάλες δυνάμεις: τη δύναμη να σκοτώσουν το θεό, να απελευθερώσουν τη βουβωνική πανώλη, και πιο πρόσφατα, να επιβάλουν τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Η αντισημιτική σκέψη είναι έντονα μανιχαϊστική, και στο εσωτερικό της οι Εβραίοι παίζουν το ρόλο των παιδιών του σκότους. Αυτό που διακρίνει τον αντισημιτισμό από τις άλλες μορφές ρατσισμού δεν είναι μόνο το μέγεθος της δύναμης που αποδίδεται στους Εβραίους, αλλά και η ποιότητά της. Πιθανότατα, όλες οι μορφές ρατσισμού αποδίδουν στον Άλλο κάποια δυνητική δύναμη. Ωστόσο, η δύναμη αυτή είναι συνήθως συγκεκριμένη, υλική ή σχετίζεται με το φύλο. Είναι η δυνητική δύναμη των καταπιεσμένων (ως υποταγμένων), των “Untermenschen” [υπανθρώπων]. Η δύναμη που αποδίδεται στους Εβραίους είναι πολύ μεγαλύτερη και κατανοείται μάλλον ως ενεργός και όχι ως δυνητική. Επιπλέον, είναι ένα διαφορετικό είδος δύναμης, που δεν είναι κατ’ ανάγκη συγκεκριμένη.

Αυτό που χαρακτηρίζει τη δύναμη που αποδίδει ο σύγχρονος αντισημιτισμός στους Εβραίους είναι το ότι η δύναμη αυτή, κατά ένα μυστήριο τρόπο, είναι άυλη, αφηρημένη, και καθολική. Θεωρείται ως μια μορφή δύναμης που δεν εκδηλώνεται άμεσα, αλλά θα πρέπει να βρει έναν άλλο τρόπο έκφρασης. Αναζητά ένα συγκεκριμένο όχημα μέσω του οποίου μπορεί να λειτουργήσει, ένα όχημα πολιτικό, είτε κοινωνικό, είτε πολιτισμικό. Επειδή ακριβώς η δύναμη των Εβραίων, όπως γίνεται αντιληπτή από το σύγχρονο αντισημιτισμό, δεν αρθρώνεται κάπου συγκεκριμένα, δεν έχει «ρίζες», γίνεται δεκτό ότι έχει ένα εντυπωσιακό μέγεθος, και είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιβεβαιωθεί. Θεωρείται ότι βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα, χωρίς να ταυτίζεται με αυτά. Επομένως, η πηγή της θεωρείται κρυφή – συνωμοτική. Οι Εβραίοι παριστούν μια παντοδύναμη, άυλη, διεθνή συνωμοσία. Ένα γλαφυρό παράδειγμα αυτής της αντίληψης προσφέρεται από μια ναζιστική αφίσα που περιγράφει τη Γερμανία – την οποία εκπροσωπεί ένας ρωμαλέος, τίμιος εργάτης – να απειλείται στη δύση από τον ευτραφή πλουτοκράτη Τζον Μπουλ, και στην Ανατολή από έναν αγροίκο, βάρβαρο μπολσεβίκο κομισάριο. Ωστόσο, οι δύο αυτές εχθρικές δυνάμεις είναι απλές κούκλες. Πάνω από τον πλανήτη, κρατώντας σταθερά στα χέρια του τα νήματα που συγκρατούν τις δύο κούκλες, βρίσκεται ο Εβραίος. Μια τέτοια αντίληψη δεν αποτελούσε καθόλου μονοπώλιο των Ναζί. Η θεώρηση σύμφωνα με την οποία οι Εβραίοι αποτελούν τη δύναμη πίσω από αυτά τα «φαινομενικά» αντίθετα, του πλουτοκρατικού καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, αποτελεί χαρακτηριστικό του σύγχρονου αντισημιτισμού. Επιπλέον, ο «διεθνής εβραϊσμός» εκλαμβάνεται ως επικεντρωμένος στις «ασφάλτινες ζούγκλες» της νεο-αναδυόμενης αστικής μεγαλούπολης, ως ευρισκόμενος πίσω από τη «χυδαία, υλιστική, σύγχρονη κουλτούρα», και γενικά, όλες τις δυνάμεις που συμβάλλουν στην παρακμή των παραδοσιακών κοινωνικών ομαδοποιήσεων, αξιών και θεσμών. Οι Εβραίοι παριστούν μια ξένη, επικίνδυνη, καταστροφική δύναμη που υπονομεύει την κοινωνική «υγεία» του έθνους.

Ο σύγχρονος αντισημιτισμός λοιπόν, χαρακτηρίζεται όχι μόνο από το κοσμικό του περιεχόμενο, αλλά και από το συστηματικό του χαρακτήρα. Φιλοδοξία του είναι να εξηγήσει τον κόσμο – μια λέξη που πολύ σύντομα έγινε υπερβολικά πολύπλοκη και απειλητική για πολλούς ανθρώπους. Η σκιαγράφηση αυτή του σύγχρονου αντισημιτισμού, ενώ είναι αναγκαία προκειμένου να διαφοροποιήσουμε αυτή τη μορφή από τις εν γένει προκαταλήψεις ή τον εν γένει ρατσισμό, από μόνη δεν είναι σε θέση να υποδείξει την εσωτερική συσχέτιση με τον Εθνικοσοσιαλισμό. Συνεπώς, ο στόχος της υπέρβασης του κλασικού διαχωρισμού μεταξύ μιας κοινωνικο-ιστορικής ανάλυσης του ναζισμού και μιας εξέτασης του αντισημιτισμού, σ’ αυτό το σημείο δεν έχει εκπληρωθεί ακόμα. Αυτό που απαιτείται είναι μια εξήγηση που θα λειτουργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ των δυο. Μια τέτοια εξήγηση πρέπει να είναι σε θέση να θεμελιώσει ιστορικά τη μορφή του αντισημιτισμού που περιγράψαμε προηγουμένως, μέσω των ίδιων των κατηγοριών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξήγηση του Εθνικοσοσιαλισμού. Πρόθεσή μου δεν είναι να αρνηθώ τις κοινωνικο-ψυχολογικές, ή ψυχαναλυτικές ερμηνείες, αλλά μάλλον να αναδείξω ένα ιστορικο-επιστημολογικό πλαίσιο αναφοράς στο εσωτερικό του οποίου μπορούν να επιχειρηθούν περαιτέρω ψυχολογικοί προσδιορισμοί.

Ένα τέτοιο πλαίσιο αναφοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να αναδείξει το ιδιαίτερο περιεχόμενο του σύγχρονου αντισημιτισμού, και αυτό να είναι ιστορικό, δηλαδή θα πρέπει να συμβάλει στο να κατανοήσουμε γιατί αυτή η ιδεολογία κυριάρχησε σε τέτοιο βαθμό, όταν όντως ξεκίνησε να κυριαρχεί, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Αν δεν διαθέτουμε ένα τέτοιο πλαίσιο, όλα τα άλλα επεξηγηματικά εγχειρήματα που επικεντρώνονται στην υποκειμενική διάσταση παραμένουν από ιστορική άποψη απροσδιόριστα.

Το ζητούμενο λοιπόν, είναι μια εξήγηση με όρους κοινωνικο-ιστορικής επιστημολογίας. Η πλήρης ανάπτυξη της προβληματικής του αντισημιτισμού εκφεύγει από τα όρια αυτής της μελέτης. Αυτό που πρέπει ωστόσο να συγκρατήσουμε εδώ είναι ότι μια προσεκτική εξέταση της σύγχρονης αντισημιτικής κοσμοθεωρίας αποκαλύπτει ότι πρόκειται για μια μορφή σκέψης όπου η γρήγορη ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού, με όλα τα κοινωνικά του επακόλουθα, προσωποποιείται και ταυτοποιείται ως ο Εβραίος. Δεν πρόκειται απλά για το γεγονός ότι οι Εβραίοι θεωρήθηκαν ως οι ιδιοκτήτες του χρήματος, όπως και στον παραδοσιακό αντισημιτισμό, αλλά για το ότι θεωρήθηκαν υπεύθυνοι των οικονομικών κρίσεων και ταυτίστηκαν με το φάσμα της κοινωνικής αναδιάρθρωσης και αποσύνθεσης που προέκυψε από την ταχύρρυθμη εκβιομηχάνιση: την έκρηξη της αστικοποίησης, την παρακμή των παραδοσιακών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, την ανάδυση ενός πολυπληθούς, όλο και περισσότερο οργανωμένου προλεταριάτου, κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, η αφηρημένη κυριαρχία του κεφαλαίου, η οποία – ιδίως με την ταχύρρυθμη εκβιομηχάνιση – ενέπλεξε τον κόσμο σε ένα δίκτυο ακατανόητων μεταβαλλόμενων δυνάμεων, έγινε αντιληπτή ως η κυριαρχία του διεθνούς Εβραϊσμού. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο μια πρώτη προσέγγιση. Περιγράψαμε την προσωποποίηση, ωστόσο δεν την εξηγήσαμε. Απόπειρες εξήγησης υπήρξαν πολλές, παρ’ όλα αυτά, κατά την προσωπική μου άποψη, καμιά δεν είναι πλήρης. Το πρόβλημα με όλες αυτές τις θεωρίες, όπως αυτή του Μαξ Χορκχάιμερ, οι οποίες επικεντρώνονται στην ταύτιση των Εβραίων με το χρήμα και τη σφαίρα της κυκλοφορίας, είναι ότι δεν είναι σε θέση να καλύψουν την ιδέα ότι οι Εβραίοι βρίσκονται επίσης πίσω από τη σοσιαλδημοκρατία και τον κομμουνισμό. Με μια πρώτη ματιά, οι θεωρίες εκείνες, όπως αυτή του Τζορτζ Λ. Μος, οι οποίες ερμηνεύουν το σύγχρονο αντισημιτισμό ως εξέγερση εναντίον της νεωτερικότητας, φαίνονται πιο ικανοποιητικές. Τόσο η πλουτοκρατία, όσο και τα κινήματα της εργατικής τάξης αποτέλεσαν παράγωγα της νεωτερικότητας, της μαζικής κοινωνικής αναδιάρθρωσης που προέκυψε από την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση. Το πρόβλημα με αυτές τις προσεγγίσεις είναι, ωστόσο, ότι το «νεωτερικό» συμπεριλαμβάνει ασφαλώς και το βιομηχανικό κεφάλαιο. Ωστόσο, όπως είναι ευρέως γνωστό, το βιομηχανικό κεφάλαιο δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο των αντισημιτικών επιθέσεων, ακόμα και στην περίοδο της ταχύρρυθμης εκβιομηχάνισης. Επιπλέον, η στάση του Εθνικοσοσιαλισμού απέναντι σε πολλές άλλες διαστάσεις της νεωτερικότητας, ιδίως απέναντι στη σύγχρονη τεχνολογία, ήταν μια στάση μάλλον αποδοχής και όχι κριτικής.

Οι όψεις της σύγχρονης ζωής που απορρίφθηκαν , όπως και εκείνες που έγιναν δεκτές από τον Εθνικοσοσιαλισμό συνιστούν ένα υπόδειγμα. Το υπόδειγμα αυτό θα πρέπει να είναι εσωτερικό μιας ικανοποιητικής θεωρητικής επεξεργασίας του προβλήματος. Δεδομένου ότι το υπόδειγμα αυτό δεν ήταν το μοναδικό για τον Εθνικοσοσιαλισμό, η προβληματική έχει εκτεταμένες συνέπειες. Η αποδοχή του βιομηχανικού κεφαλαίου από το σύγχρονο αντισημιτισμό υποδηλώνει ότι απαιτείται μια προσέγγιση που θα μπορεί να κάνει τη διάκριση μεταξύ του τι είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός και του τρόπου που αυτός εκδηλώνεται, μεταξύ δηλαδή της ουσίας του και της εμφάνισής του.

Ο όρος «σύγχρονος» δεν διαθέτει από μόνος του μια εσωτερική διαφοροποίηση που θα επιτρέψει μια τέτοια διάκριση. Θεωρώ ότι οι κοινωνικές κατηγορίες που πρότεινε ο Μαξ στα έργα της ώριμης κριτικής του, όπως αυτές του «εμπορεύματος» και του «κεφαλαίου» είναι καταλληλότερες, στο βαθμό που μια σειρά διακρίσεων μεταξύ αυτού που είναι και αυτού που φαίνεται να είναι, είναι εσωτερικές στις ίδιες αυτές τις κατηγορίες. Οι κατηγορίες αυτές μπορούν να αποτελέσουν ένα σημείο εκκίνησης για μια ανάλυση που να είναι σε θέση να διαφοροποιήσει τις ποικίλες συλλήψεις του «νεωτερικού». Μια τέτοια προσέγγιση θα επιχειρήσει να συσχετίσει το υπό εξέταση υπόδειγμα της κοινωνικής κριτικής και αποδοχής με τα χαρακτηριστικά των ίδιων των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

Οι σκέψεις αυτές μας οδηγούν στη μαρξική έννοια του φετίχ, στρατηγική πρόθεση της οποίας ήταν να παράσχει μια κοινωνική και ιστορική θεωρία της γνώσης θεμελιωμένη στη διαφορά μεταξύ της ουσίας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και των μορφών εμφάνισής τους. Στη βάση της έννοιας του φετίχ θα βρούμε τη μαρξική ανάλυση του εμπορεύματος, του χρήματος και του κεφαλαίου, όχι απλά ως οικονομικών κατηγοριών, αλλά μάλλον ως των μορφών των ιδιαίτερων κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν ουσιωδώς τον καπιταλισμό.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, οι καπιταλιστικές μορφές των κοινωνικών σχέσεων δεν εμφανίζονται ως τέτοιες, αλλά εκφράζονται μόνο σε μια αντικειμενοποιημένη μορφή. Η εργασία στον καπιταλισμό δεν είναι μόνο μια κοινωνική παραγωγική δραστηριότητα («συγκεκριμένη εργασία»), αλλά λειτουργεί ως κοινωνική διαμεσολάβηση στη θέση των εμφανών κοινωνικών σχέσεων («αφηρημένη εργασία»). Εξ αυτού, το προϊόν της, το εμπόρευμα, δεν είναι απλά ένα προϊόν στο οποίο έχει αντικειμενοποιηθεί η συγκεκριμένη εργασία· είναι επίσης μορφή αντικειμενοποιημένων κοινωνικών σχέσεων.

Στον καπιταλισμό, το προϊόν δεν είναι αντικείμενο μεσολαβούμενο κοινωνικά από εμφανείς μορφές κοινωνικών σχέσεων και εξουσίας. Το εμπόρευμα, ως αντικειμενοποίηση και των δύο διαστάσεων της εργασίας στον καπιταλισμό, συνιστά τη δική του κοινωνική μεσολάβηση. Υπ’ αυτή την έννοια, κατέχει ένα «διπλό χαρακτήρα»: αξία χρήσης και αξία. Ως αντικείμενο, το εμπόρευμα εκφράζει και ταυτόχρονα συγκαλύπτει τις κοινωνικές σχέσεις, που δεν έχουν κανέναν άλλο, ανεξάρτητο τρόπο έκφρασης. Αυτός ο τρόπος αντικειμενοποίησης των κοινωνικών σχέσεων συνιστά την αλλοτρίωσή τους.

Οι θεμελιώδεις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού αποκτούν μια δική τους οιονεί αντικειμενική ζωή. Συγκροτούν μια «δεύτερη φύση», ένα σύστημα αφηρημένης κυριαρχίας και καταναγκασμού, που, παρ’ ότι κοινωνικό, είναι απρόσωπο και «αντικειμενικό». Αυτού του είδους οι σχέσεις φαίνεται να μην είναι καθόλου κοινωνικές, αλλά φυσικές.

Είναι εντυπωσιακό ότι όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δύναμης που αποδίδεται στους Εβραίους από το σύγχρονο αντισημιστισμό – ο αφηρημένος και άυλος χαρακτήρας, η καθολικότητα, η κινητικότητα – συνιστούν τα χαρακτηριστικά της αξιακής διάστασης των κοινωνικών μορφών που ανέλυσε ο Μαρξ. Επιπλέον, η διάσταση αυτή, όπως και η υποτιθέμενη δύναμη των Εβραίων, δεν εμφανίζεται ως τέτοια, αλλά πάντα υπό τη μορφή ενός υλικού φορέα, του εμπορεύματος.

Στο σημείο αυτό, θα αρχίσω με μια σύντομη ανάλυση του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται οι ίδιες οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Θα επιχειρήσω λοιπόν να εξηγήσω την προσωποποίηση που περιγράφηκε προηγουμένως και να αποσαφηνίσω το πρόβλημα του γιατί ο σύγχρονος αντισημιτισμός, ο οποίος καταγγέλλει τόσες όψεις της «νεωτερικότητας», στάθηκε τόσο εντυπωσιακά σιωπηρός, ή ακόμα και θετικός απέναντι στο βιομηχανικό κεφάλαιο και τη σύγχρονη τεχνολογία. Θα αρχίσω με το παράδειγμα της εμπορευματικής μορφής.

Η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ αξίας και αξίας χρήσης στην εμπορευματική μορφή απαιτεί την υλική εξωτερίκευση αυτού του «διπλού χαρακτήρα». Εμφανίζεται λοιπόν «διπλός», ως χρήμα (η πρόδηλη μορφή της αξίας) και ως εμπόρευμα (η πρόδηλη μορφή της αξίας χρήσης). Παρ’ όλον ότι το εμπόρευμα αποτελεί κοινωνική μορφή που εκφράζει συγχρόνως τόσο την αξία, όσο και την αξία χρήσης, αποτέλεσμα αυτής της εξωτερίκευσης είναι ότι το εμπόρευμα εμφανίζεται μόνο με τη διάσταση της αξίας χρήσης του, ως καθαρό υλικό και «πράγμα». Από την άλλη, το χρήμα εμφανίζεται ως το μοναδικό αποθετήριο αξίας, ως η εκδήλωση της καθαρά αφηρημένης μορφής της αξιακής διάστασης του ίδιου του εμπορεύματος, και όχι ως η εξωτερικευμένη πρόδηλη μορφή αυτής της τελευταίας.

Η μορφή των υλοποιημένων προσίδιων στον καπιταλισμό κοινωνικών σχέσεων εμφανίζεται σ’ αυτό το επίπεδο ανάλυσης ως η αντίθεση μεταξύ του αφηρημένου χρήματος και της «πραγμοποιημένης» φύσης. Μια όψη του φετίχ είναι λοιπόν το ότι οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις δεν εμφανίζονται ως τέτοιες, και επιπλέον, παρουσιάζονται, παραδόξως ως η αντίθεση του αφηρημένου με το συγκεκριμένο. Γιατί, επιπλέον, και οι δυο πλευρές του παραδόξου είναι αντικειμενοποιημένες και εμφανίζονται αμφότερες ως οιονεί φυσικές. Η αφηρημένη διάσταση εμφανίζεται με τη μορφή αφηρημένων, καθολικών, «αντικειμενικών», φυσικών νόμων. Η συγκεκριμένη διάσταση εμφανίζεται ως καθαρή «πραγμοποιημένη» φύση.

Η δομή των αλλοτριωμένων κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό έχει τη μορφή μιας οιονεί φυσικής αντινομίας απ’ όπου το κοινωνικό και το ιστορικό απουσιάζουν. (Η αντινομία αυτή συνοψίζεται ως η αντίθεση μεταξύ της θετικιστικής και της ρομαντικής μορφής σκέψης). Οι περισσότερες κριτικές αναλύσεις της φετιχιστικής σκέψης επικεντρώθηκαν στο νήμα της αντινομίας που υποστασιοποιεί το αφηρημένο ως δι-ιστορικό – τη λεγόμενη θετική αστική σκέψη – και μ’ αυτό τον τρόπο συγκαλύπτει τον κοινωνικό και ιστορικό χαρακτήρα των υπαρκτών σχέσεων. Στην παρούσα μελέτη θα υπογραμμίσουμε το άλλο νήμα – αυτό των μορφών ρομαντισμού και εξέγερσης, οι οποίες αυτοκατανοούνται ως αντι-αστικές, στην πραγματικότητα όμως υποστασιοποιούν το συγκεκριμένο και κατ’ αυτό τον τρόπο παραμένουν εγκλωβισμένες στην αντινομία των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

Οι μορφές αντικαπιταλιστικής σκέψης που παραμένουν εγκλωβισμένες στην αμεσότητα αυτού του παραδόξου τείνουν να αντιλαμβάνονται τον καπιταλισμό, και ό, τι χαρακτηρίζει αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό, μόνο με τους όρους των εκδηλώσεων της αφηρημένης διάστασης της αντινομίας. Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα, το χρήμα θεωρείται ως η «ρίζα του κακού». Η υπαρκτή συγκεκριμένη διάσταση αντιπαρατίθεται λοιπόν σ’ αυτό ως το «φυσικό», ή το οντολογικά ανθρώπινο, που υποτίθεται ότι εκφεύγει της ιδιαιτερότητας της καπιταλιστικής κοινωνίας. Μ’ αυτό τον τρόπο, όπως για παράδειγμα και στην περίπτωση του Προυντόν, η συγκεκριμένη εργασία γίνεται αντιληπτή ως η μη καπιταλιστική στιγμή που αντιτίθεται στον αφηρημένο χαρακτήρα του χρήματος. Το ότι η συγκεκριμένη εργασία ενσωματώνει (και μορφοποιείται από) τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις δεν γίνεται κατανοητό.

Με την περαιτέρω ανάπτυξη του καπιταλισμού, της μορφής του κεφαλαίου και του σχετικού φετίχ, η φυσικοποίηση που είναι εμμενής στο εμπορευματικό φετίχ αποκτά νέες διαστάσεις. Η κεφαλαιακή μορφή, όπως και η εμπορευματική μορφή, χαρακτηρίζεται από την αντινομική σχέση συγκεκριμένου και αφηρημένου, αμφότερα των οποίων εμφανίζονται ως φυσικά. Ωστόσο, η ποιότητα του «φυσικού» είναι διαφορετική. Με το φετίχ του εμπορεύματος συνδέεται η κατηγορία του εν είδει νόμου χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ ατομικών αυτόνομων μονάδων, όπως αυτός εκφράζεται για παράδειγμα στην κλασική πολιτική οικονομία ή τη θεωρία του φυσικού δικαίου.

Το κεφάλαιο, σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι μια αυτο-αξιοποιούμενη αξία. Χαρακτηρίζεται από μια συνεχή, αδιάλειπτη διαδικασία αυτο-επέκτασης της αξίας. Η διαδικασία αυτή αποτελεί τη βάση γρήγορων, μεγάλης έκτασης κύκλων παραγωγής και κατανάλωσης, δημιουργίας και καταστροφής. Το κεφάλαιο δεν έχει κάποια παγιωμένη, τελική μορφή, αλλά εμφανίζεται στις διάφορες φάσεις της σπειροειδούς του πορείας υπό τη μορφή άλλοτε χρήματος και άλλοτε εμπορευμάτων. Ως αυτο-αξιοποιούμενη αξία, το κεφάλαιο εμφανίζεται ως καθαρή διαδικασία. Η συγκεκριμένη του διάσταση μεταβάλλεται αντίστοιχα. Οι ατομικοί εργάτες δεν συνιστούν πλέον αυτοτελείς μονάδες. Καθίστανται, σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό, μοριακά συστατικά ενός μεγάλου σύνθετου δυναμικού συστήματος που αγκαλιάζει ανθρώπους και μηχανές, και το οποίο κατευθύνεται από ένα σκοπό, και συγκεκριμένα, την παραγωγή χάριν της παραγωγής. Το αλλοτριωμένο κοινωνικό όλο γίνεται μεγαλύτερο από το άθροισμα των συστατικών του ατόμων και ο σκοπός του είναι εξωτερικός προς τον εαυτό του. Ο σκοπός αυτός είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος. Η κεφαλαιακή μορφή των κοινωνικών σχέσεων έχει ένα τυφλό, διαδικασιακό, οιονεί οργανικό χαρακτήρα.

Με την προοδευτική εδραίωση της κεφαλαιακής μορφής, η μηχανική κοσμοαντίληψη του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα άρχισαν να υποχωρούν. Η οργανική διαδικασία άρχισε να υποσκελίζει τη μηχανική αντίληψη ως μορφή του φετιχισμού. Παραδείγματα αυτής της τάσης αποτελούν η οργανική θεωρία του κράτους και ο πολλαπλασιασμός των φυλετικών θεωριών, όπως και η άνοδος του κοινωνικού δαρβινισμού στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Η κοινωνία και οι ιστορικές διαδικασίες γίνονται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό αντιληπτές με βιολογικούς όρους. Εδώ, δεν θα αναπτύξω περαιτέρω αυτή την πλευρά του φετιχισμού του κεφαλαίου. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί για τους σκοπούς αυτού του άρθρου είναι τα συμπεράσματα σχετικά με το πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε το κεφάλαιο.

Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, στο λογικό επίπεδο της ανάλυσης του εμπορεύματος, ο «διπλός χαρακτήρας» επιτρέπει στο εμπόρευμα να εμφανίζεται ως μια μάλλον καθαρά υλική οντότητα και όχι ως η αντικειμενοποίηση μεσολαβούμενων κοινωνικών σχέσεων. Αντίστοιχα, επιτρέπει στη συγκεκριμένη εργασία να εμφανίζεται ως μια καθαρά υλική, δημιουργική διαδικασία, ξεχωριστή από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Στο λογικό επίπεδο του κεφαλαίου (εργασιακή διαδικασία και διαδικασία αξιοποίησης) επιτρέπει στη βιομηχανική παραγωγή να εμφανίζεται ως μια καθαρά υλική, δημιουργική διαδικασία, ξεχωριστή από το κεφάλαιο. Η πρόδηλη αυτή μορφή του συγκεκριμένου είναι τώρα περισσότερο οργανική. Το βιομηχανικό κεφάλαιο μπορεί πλέον να εμφανίζεται ως ο γραμμικός απόγονος της «φυσικής» χειροτεχνικής εργασίας, ως «οργανικά ριζωμένο», σε αντιδιαστολή προς το «χωρίς ρίζες», «παρασιτικό» χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Η οργάνωση του πρώτου φαίνεται να σχετίζεται με αυτή της συντεχνίας. Το κοινωνικό του πλαίσιο κατανοείται ως μια ανώτερη οργανική ενότητα: η Κοινότητα (Gemeinschaft), ο λαός, η φυλή. Το ίδιο το κεφάλαιο – ή αυτό που γίνεται κατανοητό ως η αρνητική όψη του καπιταλισμού – προσεγγίζεται μόνο από την άποψη της πρόδηλης μορφής της αφηρημένης του διάστασης: ως χρηματοπιστωτικό και τοκοφόρο κεφάλαιο. Υπ’ αυτή την έννοια, η βιολογική ερμηνεία, η οποία αντιπαραθέτει τη συγκεκριμένη διάσταση (του καπιταλισμού) ως «φυσική» και «υγιή», στην αρνητικότητα αυτού που εκλαμβάνεται ως «καπιταλισμός», δεν έρχεται σε αντίφαση με την εξύμνηση του βιομηχανικού κεφαλαίου και την τεχνολογία. Και οι δυο αυτές διαστάσεις αποτελούν την «πραγμοποιημένη» όψη της αντινομίας. Η σχέση αυτή συνήθως ερμηνεύεται λανθασμένα.

Για παράδειγμα, ο Νόρμαν Μέιλερ (NormanMailer), υπερασπιζόμενος το νεο-ρομαντισμό (και το σεξισμό) στο Ο αιχμάλωτος του σεξ, έγραψε ότι ο Χίτλερ ασφαλώς μίλησε για αίμα, αλλά έχτισε τη μηχανή. Το σημαντικό εδώ είναι ότι σ’ αυτή τη μορφή του φετιχοποιημένου «αντικαπιταλισμού», τόσο το αίμα, όσο και η μηχανή θεωρούνται ως συγκεκριμένες αντι-αρχές του αφηρημένου. Η θετική έμφαση στη «φύση», τη σάρκα, το έδαφος, τη συγκεκριμένη εργασία, και τη Gemeinschaft [κοινότητα] μπορεί εύκολα να συμβαδίσει με μια εξύμνηση της τεχνολογίας και του βιομηχανικού κεφαλαίου. Αυτή η μορφή σκέψης δεν θα πρέπει λοιπόν να κατανοείται ως αναχρονιστική, ως η έκφραση ενός ιστορικού μη συγχρονισμού (Ungleichzeitigkeit), όπως και η άνοδος των φυλετικών θεωριών στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα δεν θα πρέπει να θεωρείται ως αταβιστική. Αποτελούν ιστορικά νέες μορφές σκέψης και κατά κανένα τρόπο δεν παριστούν επανεμφάνιση μιας παλαιότερης μορφής. Οι μορφές αυτές σκέψης εμφανίζονται ως αταβιστικές ή αναχρονιστικές ακριβώς λόγω της έμφασης που αποδίδεται στη βιολογική φύση. Ωστόσο, η ίδια αυτή έμφαση έχει τις ρίζες της στο φετιχισμό του κεφαλαίου.

Η στροφή προς τη βιολογία και η επιθυμία μιας στροφής προς τις «φυσικές ρίζες», σε συνδυασμό με μια θετική στάση απέναντι στην τεχνολογία, που εμφανίζεται με πολλές μορφές στις απαρχές του εικοστού αιώνα, θα πρέπει να προσεγγιστεί ως έκφραση ενός αντινομικού φετίχ που αναδεικνύει την ιδέα ότι το συγκεκριμένο είναι «φυσικό», και που όλο και πιο έντονα παρουσιάζει το κοινωνικά «φυσικό» ως κάτι που γίνεται αντιληπτό με βιολογικούς όρους. Η υποστασιοποίηση του συγκεκριμένου και η ταύτιση του κεφαλαίου με το πρόδηλα αφηρημένο βρίσκονται στη βάση μιας μορφής «αντικαπιταλισμού» η οποία αναζητά την υπέρβαση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης πραγμάτων από μια οπτική γωνία η οποία στην πραγματικότητα παραμένει εσωτερική αυτής της τάξης πραγμάτων. Στο βαθμό που η οπτική αυτή αποτελεί τη συγκεκριμένη διάσταση, η ιδεολογία αυτή τείνει προς την υπόδειξη μιας πιο συγκεκριμένης και οργανωμένης μορφής εμφανούς καπιταλιστικής κοινωνικής σύνθεσης. Αυτή η μορφή «αντικαπιταλισμού» λοιπόν, φαίνεται να έχει στραμμένο με λαχτάρα το βλέμμα προς τα πίσω. Η πραγματική της στόχευση, ως έκφραση του φετιχισμού του κεφαλαίου, είναι προς τα εμπρός. Προβάλλει ως η μετάβαση από τον φιλελεύθερο στον γραφειοκρατικό καπιταλισμό, και διαδίδεται ως επιδημία σε περιόδους δομικής κρίσης.

Αυτή η μορφή «αντικαπιταλισμού» βασίζεται λοιπόν σε μια μονόπλευρη επίθεση κατά του αφηρημένου. Το αφηρημένο και το συγκεκριμένο δεν θεωρούνται ως στοιχεία μιας αντινομίας όπου η πραγματική υπέρβαση του αφηρημένου – της αξιακής διάστασης – συνεπάγεται την ιστορική υπέρβαση της ίδιας της αντινομίας, όπως και καθενός από τους όρους της. Αντ’ αυτού, έχουμε μια μονόπλευρη επίθεση κατά του αφηρημένου λόγου, του αφηρημένου νόμου, ή, σε ένα άλλο επίπεδο, του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι αντινομικά συμπληρωματικός προς τη φιλελεύθερη σκέψη, όπου η κυριαρχία του αφηρημένου παραμένει αδιαμφισβήτητη, και δεν γίνεται καμιά διάκριση μεταξύ θετικής και κριτικής σκέψης.

Ωστόσο, η «αντικαπιταλιστική» επίθεση δεν περιορίστηκε στην επίθεση κατά της αφαίρεσης. Στο επίπεδο του φετιχισμού του κεφαλαίου, αυτό που φυσικοποιείται και βιολογικοποιείται δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη πλευρά της αντινομίας. Η εμφανής αφηρημένη διάσταση βιολογικοποιείται επίσης στο πρόσωπο των Εβραίων. Η φετιχοποιημένη αντίθεση του συγκεκριμένου υλικού και του αφηρημένου, του «φυσικού» και του «τεχνητού», μεταφράστηκε ως η παγκόσμιας ιστορικής σημασίας φυλετική αντίθεση μεταξύ των Αρίων και των Εβραίων. Ο σύγχρονος αντισημιτισμός συνεπάγεται μια βιολογικοποίηση του καπιταλισμού – ο οποίος γίνεται κατανοητός μόνο με τους όρους της πρόδηλης αφηρημένης του διάστασης – ως διεθνής Εβραϊσμός.

Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, οι Εβραίοι ταυτίστηκαν όχι απλώς με το χρήμα, με τη σφαίρα της κυκλοφορίας, αλλά με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ωστόσο, ο καπιταλισμός, εξ αιτίας της φετιχοποιημένης του μορφής, φαινόταν να μην περιλαμβάνει τη βιομηχανία και την τεχνολογία. Φαινόταν δηλαδή να συνίσταται μόνο στην πρόδηλη αφηρημένη διάστασή του, η οποία, με τη σειρά της ευθυνόταν για όλο το φάσμα των συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών που συνδέονται με την ταχύρρυθμη ανάπτυξη του σύγχρονου βιομηχανικού καπιταλισμού.

Οι Εβραίοι δεν θεωρήθηκαν μόνο ως εκπρόσωποι του κεφαλαίου (όπου, σε μια τέτοια περίπτωση, οι αντισημιτικές επιθέσεις θα είχαν πολύ περισσότερο ταξικό χαρακτήρα). Έγιναν οι εκπρόσωποι της άυλης, καταστροφικής, υπέρμετρα ισχυρής, και διεθνούς κυριαρχίας του κεφαλαίου ως αλλοτριωμένης κοινωνικής μορφής.

Ορισμένες μορφές αντικαπιταλιστικής δυσφορίας κατευθύνθηκαν εναντίον της πρόδηλης αφηρημένης διάστασης του προσωποποιημένου στη μορφή του Εβραίου κεφαλαίου, όχι επειδή οι Εβραίοι ταυτίστηκαν συνειδητά με την αξιακή διάσταση, αλλά επειδή, με δεδομένη την αντινομία μεταξύ αφηρημένης και συγκεκριμένης διάστασης, ο καπιταλισμός εμφανίστηκε με αυτό τον τρόπο. Κατά συνέπεια η «αντικαπιταλιστική» εξέγερση ήταν επίσης μια εξέγερση εναντίον των Εβραίων. Η κατανίκηση του καπιταλισμού και των αρνητικών κοινωνικών του συνεπειών, συνδέθηκε με την κατανίκηση των ίδιων των Εβραίων.

Παρ’ όλον ότι υποδείξαμε την εσωτερική συσχέτιση μεταξύ του είδους του «αντικαπιταλισμού» πάνω στον οποίο στηρίχτηκε ο Εθνικοσοσιαλισμός και ο σύγχρονος αντισημιτισμός, παραμένει το ερώτημα γιατί η βιολογική ερμηνεία της αφηρημένης διάστασης του καπιταλισμού εστιάζει στους Εβραίους. Η «επιλογή» αυτή δεν ήταν κατά κανένα τρόπο τυχαία. Για πολλούς και διάφορους λόγους, στη θέση των Εβραίων δεν θα μπορούσε να είχε βρεθεί καμιά άλλη ομάδα.

Η μακρά ιστορία του αντισημιτισμού στην Ευρώπη και η συσχέτιση των Εβραίων με το χρήμα είναι ευρέως γνωστή. Η περίοδος της ταχύρρυθμης επέκτασης του βιομηχανικού κεφαλαίου κατά το τελευταίο τρίτο του δέκατου ένατου αιώνα συνέπεσε με την πολιτική και «αστική» (civil)2 χειραφέτηση των Εβραίων στην κεντρική Ευρώπη. Υπήρξε μια πραγματική εβραϊκή έκρηξη στα Πανεπιστήμια, τα ελεύθερα επαγγέλματα, τη δημοσιογραφία, τις τέχνες, το λιανικό εμπόριο. Πολύ σύντομα, οι Εβραίοι έγιναν ορατοί στην κοινωνία των πολιτών, ιδιαίτερα στις σφαίρες των αναπτυσσόμενων επαγγελμάτων που συνδέονταν με τη νεότερη μορφή που προσλάμβανε η κοινωνία. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλούς άλλους παράγοντες, ωστόσο θα ήθελα να υπογραμμίσω έναν απ’ αυτούς.

Όπως ακριβώς το εμπόρευμα, υπό την έννοια μιας κοινωνικής μορφής, εκφράζει το «διπλό του χαρακτήρα» στην εξωτερικευμένη αντίθεση μεταξύ του αφηρημένου (του χρήματος) και του συγκεκριμένου (του εμπορεύματος), κατά τον ίδιο τρόπο, η αστική κοινωνία χαρακτηρίζεται από τη διχοτομία μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Για το άτομο, η διχοτομία αυτή εκφράζεται ως διχοτομία μεταξύ του ατόμου ως πολίτη και ως προσώπου. Ως πολίτης, το άτομο είναι αφηρημένο, καθώς εκφράζεται για παράδειγμα στην έννοια της ισότητας ενώπιον του (αφηρημένου) νόμου, ή στην αρχή ένα άτομο – μία ψήφος. Ως πρόσωπο, το άτομο είναι συγκεκριμένο, ενσωματωμένο σε πραγματικές ταξικές σχέσεις που θεωρούνται «ιδιωτικές», ανήκουσες δηλαδή στην κοινωνία των πολιτών, και δεν αποκτούν κάποια πολιτική έκφραση.

Ωστόσο, στην Ευρώπη, η ιδέα του έθνους ως καθαρά πολιτικής οντότητας, που έχει αφαιρεθεί από την ουσία της κοινωνίας των πολιτών δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ πλήρως. Το έθνος δεν υπήρξε μόνο μια πολιτική οντότητα, αφού ταυτόχρονα ήταν συγκεκριμένο, προσδιοριζόμενο από κοινή γλώσσα, ιστορία, παραδόσεις, και θρησκεία. Υπ’ αυτή την έννοια, η μόνη ομάδα στην Ευρώπη που πληρούσε τον προσδιορισμό της ιδιότητας του πολίτη ως καθαρής πολιτικής αφαίρεσης ήταν οι Εβραίοι μετά την πολιτική τους χειραφέτηση. Ήταν Γερμανοί ή Γάλλοι πολίτες, ωστόσο δεν ήταν πραγματικά Γερμανοί ή Γάλλοι. Ανήκαν στο έθνος αφηρημένα, αλλά σπανίως συγκεκριμένα. Επιπλέον, ήταν πολίτες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.

Η ποιότητα της αφαίρεσης, χαρακτηριστική όχι μόνο της αξιακής διάστασης στην αμεσότητά της, αλλά, εμμέσως, του αστικού κράτους και του αστικού νόμου, ταυτίστηκε έντονα με τους Εβραίους. Σε μια περίοδο όπου το συγκεκριμένο υμνείτο στην αντίθεσή του με το αφηρημένο, σε σχέση με τον «καπιταλισμό» και το αστικό κράτος, η ταύτιση αυτή κατέληξε σε μια μοιραία συσχέτιση. Οι Εβραίοι ήταν χωρίς ρίζες, διεθνείς και αφηρημένοι. Ο σύγχρονος αντισημιτισμός αποτελεί λοιπόν μια ιδιαίτερα μοχθηρή μορφή φετιχισμού. Η δύναμη και ο κίνδυνός του προκύπτει από τη συνολική αντίληψή του που εξηγεί και μορφοποιεί ορισμένες καταστάσεις αντικαπιταλιστικής δυσφορίας, κατά ένα τρόπο που αφήνει άθικτο τον καπιταλισμό, επιτιθέμενος στις προσωποποιήσεις αυτής της κοινωνικής μορφής.

Ιδωμένος υπ’ αυτό το πρίσμα, ο αντισημιτισμός μας επιτρέπει να συλλάβουμε μια ουσιώδη στιγμή του ναζισμού ως συνεπτυγμένου αντικαπιταλιστικού κινήματος, που χαρακτηρίζεται από ένα μίσος του αφηρημένου, μια υποστασιοποίηση του υπάρχοντος συγκεκριμένου και μια ανυποχώρητη, ανελέητη – αλλά όχι υποχρεωτικά γεμάτη μίσος – αποστολή: την απαλλαγή του κόσμου από την πηγή κάθε κακού.

Η εξόντωση του ευρωπαϊκού εβραϊσμού είναι η ένδειξη ότι είναι εξαιρετικά απλοϊκό να αντιμετωπίζουμε το ναζισμό ως ένα μαζικό κίνημα με αντικαπιταλιστικoύς συνειρμούς, που αποτελούσαν ένα κέλυφος, το οποίο απέβαλε το αργότερο μέχρι το 1934 (“RoehmPutsch”), όταν είχε ολοκληρώσει το σκοπό του και η κρατική εξουσία είχε ήδη καταληφθεί. Κατά πρώτον, οι ιδεολογικές μορφές σκέψης δεν αποτελούν απλά συνειδητούς χειρισμούς. Αφ’ ετέρου, η άποψη αυτή αντιλαμβάνεται με λάθος τρόπο τον «αντικαπιταλισμό» των Ναζί – το βαθμό στον οποίο αυτός συνδεόταν με την αντισημιτική κοσμοαντίληψη. Τη συσχέτιση αυτή την υποδεικνύει το Άουσβιτς.

Είναι γεγονός ότι ο κάπως υπερβολικά συγκεκριμένος και πληβειακός «αντικαπιταλισμός» των SA εξέλιπε μετά το 1934. Ωστόσο, δεν εξέλιπε ο αντισημιτικός προσανατολισμός – η «γνώση» ότι η πηγή του κακού είναι το αφηρημένο, ο Εβραίος.

Το καπιταλιστικό εργοστάσιο είναι ο χώρος όπου παράγεται η αξία, η οποία «δυστυχώς» πρέπει να έχει τη μορφή της παραγωγής αγαθών, αξιών χρήσης. Το συγκεκριμένο παράγεται ως το αναγκαίο όχημα του αφηρημένου. Τα στρατόπεδα εξόντωσης δεν αποτελούσαν την τρομερή εκδοχή ενός τέτοιου εργοστασίου, αλλά θα πρέπει μάλλον να τα δούμε ως την γκροτέσκα, Άρεια, «αντικαπιταλιστική» άρνησή του. Το Άουσβιτς ήταν ένα εργοστάσιο για την «καταστροφή της αξίας», δηλαδή για την καταστροφή των προσωποποιήσεων του αφηρημένου. Το πρώτο βήμα ήταν η αποανθρωποποίηση, δηλαδή το σχίσιμο του ανθρώπινου «προσωπείου», της ποιοτικής ιδιαιτερότητας, και η αποκάλυψη αυτού που «πράγματι είναι» οι Εβραίοι – σκιές, ασήμαντοι άνθρωποι, αριθμημένες αφαιρέσεις. Το δεύτερο βήμα ήταν η εξαφάνιση αυτής της αφαίρεσης, ο μετασχηματισμός της σε καπνό, σε μια διαδικασία που περιελάμβανε και τη βίαιη απόσπαση και των τελευταίων υπολειμμάτων της συγκεκριμένης υλικής «αξίας χρήσης»: των ενδυμάτων, του χρυσού, των μαλλιών, του σαπουνιού.

Η πραγματική «Γερμανική Επανάσταση» δεν ήταν η κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί το 1933, αλλά το Άουσβιτς. Ήταν η επιχείρηση αποτίναξης όχι απλά μιας πολιτικής τάξης πραγμάτων, αλλά του υπαρκτού κοινωνικού σχηματισμού. Με αυτή την ενέργεια ο κόσμος θα απαλλασσόταν από την τυραννία του αφηρημένου. Στην πορεία, οι Ναζί «απελευθερώθηκαν» από την ανθρώπινη ιδιότητα. Οι Ναζί έχασαν τον πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, της Αμερικής και της Βρετανίας. Κέρδισαν ωστόσο το δικό τους πόλεμο τη δική τους «Επανάσταση» εναντίον των Εβραίων.

Όχι μόνο κατόρθωσαν να δολοφονήσουν έξι εκατομμύρια Εβραίους, παιδιά γυναίκες και άντρες, αλλά και να καταστρέψουν μια κουλτούρα – μια πολύ παλιά κουλτούρα – αυτή του Ευρωπαϊκού Εβραϊσμού. Η κουλτούρα αυτή χαρακτηριζόταν από μια παράδοση που ενσωμάτωνε μια πολύπλοκη ένταση μεταξύ ιδιαιτερότητας και καθολικότητας. Η εσωτερική αυτή ένταση αναπαραγόταν ως εξωτερική ένταση, που χαρακτήριζε τη σχέση των Εβραίων με το χριστιανικό τους περίγυρο. Οι Εβραίοι δεν υπήρξαν ποτέ πλήρες μέρος των ευρύτερων κοινωνιών στις οποίες ζούσαν, αλλά και ούτε διαχωρίστηκαν ποτέ πλήρως από αυτές τις κοινωνίες. Οι συνέπειες ήταν συχνά καταστροφικές γι’ αυτούς. Μερικές φορές ήταν πολύ γόνιμες. Μετά την χειραφέτηση, αυτό το πεδίο έντασης καθόρισε τους περισσότερους Εβραίους ως άτομα. Η τελική επίλυση αυτής της έντασης μεταξύ του ιδιαίτερου και του καθολικού, κατά την εβραϊκή παράδοση είναι συνάρτηση του χρόνου, της ιστορίας – η έλευση του Μεσσία. Ωστόσο, είναι πιθανό, σε πείσμα της εκκοσμίκευσης και της αφομοίωσης – οι Εβραίοι της Ευρώπης να εγκατέλειπαν αυτή την ένταση. Ίσως η κουλτούρα αυτή να εξαφανιζόταν σταδιακά ως ζωντανή παράδοση, πριν από την επίλυση της αντίθεσης μεταξύ ιδιαίτερου και καθολικού. Το ερώτημα αυτό δεν θα απαντηθεί ποτέ.

1 Τίτλος πρωτοτύπου: “Anti-semitism and National Socialism”, https://libcom.org/library/anti-semitism-national-socialism-moishe-postone . Ο Moishe Postone (1942-2018) υπήρξε καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ιδιαίτερα γνωστός για τις μελέτες του γύρω από τη Μαρξική θεωρία της αξίας. Στα γνωστότερα έργα του συγκαταλέγονται: Time, Labor and Social Domination: A Reinterpretation of Marx’s Critical Theory (1993), Marx Reloaded (2007), History and Heteronomy: Critical Essays (2009), Critique du fétiche-capital: Le capitalisme, l’antisemitisme et la gauche (2013).

2 Για τη διάκριση μεταξύ πολιτικής χειραφέτησης (που αναφέρεται στο κράτος) και αυτής που αναφέρεται στην «κοινωνία των πολιτών» βλ. στις επόμενες παραγράφους (ΣτΜ).

 

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.